Η πρώτη εικόνα που συναντά κάποιος όταν εισέρχεται στο Πάρκο του ΟΣΕ, από τη βόρεια πλευρά, είναι η Πέργκολα Ποιητών. Βέβαια, αν δεν το γνωρίζει, δε θα το καταλάβει, καθώς η ταμπέλα που το ανέγραφε έχει καλυφθεί από αυτοκόλλητα.
Αλλά και να υπήρχε η ταμπέλα, θα αναρωτιόταν γιατί το σημείο να λέγεται έτσι. Η απάντηση μέχρι πριν από κάποια χρόνια ήταν ξεκάθαρη, αφού ήταν τοποθετημένη στη μικρή λίμνη που υπάρχει στο σημείο προτομή της ποιήτριας Μαρίας Πολυδούρη.
Να σημειωθεί ότι για άγνωστο λόγο αποφασίστηκε κάποτε από τον τέως δήμαρχο Καλαμάτας η προτομή να μεταφερθεί στην πλατεία Σιδηροδρομικού Σταθμού και έκοτε δεν τοποθετήθηκε κάτι άλλο, παρά έμεινε η τσιμεντένια βάση μέσα στο νερό.
Κι αφού πλέον λύθηκε το μυστήριο της ονομασίας, πάμε στην κατάσταση που επικρατεί… Δυστυχώς, παρότι από εκεί περνούν όσοι διασχίζουν το πάρκο, η εγκατάλειψη κυριαρχεί.
Κολώνες από τις οποίες έχει φύγει το τσιμέντο και φαίνεται ο οπλισμός, ενώ η σιδερένια κατασκευή της πέργκολας έχει χρόνια να συντηρηθεί και «είναι πνιγμένη» στη σκουριά.

Όσο για το σημείο που ήταν η προτομή, έχει μείνει μόνο η βάση στην άδεια και ακαθάριστη πολλές φορές λίμνη, όπως γράψαμε.
Γενικότερα, πρόκειται για ένα σημείο που χρειάζεται ριζική συντήρηση… χθες.
Κι αφού γράψαμε για ποίηση και Πολυδούρη, επιλέγουμε τυχαία ένα από τα ποιήματά της, το οποίο έγραψε στην Καλαμάτα το 1920:
Όνειρο
Άνθη μάζευα για σένα
στο βουνό που τριγυρνούσα.
Χίλια αγκάθια το καθένα
κι’ όπως τάσφιγγα πονούσα
Να
περάσης καρτερούσα
στο βορηά τον παγωμένο
και το δώρο μου κρατούσα
με λαχτάρα φυλαγμένο
στη
θερμή την αγκαλιά μου.
Όλο κοίταζα στα μάκρη.
Η λαχτάρα στην καρδιά μου
και στα μάτια μου το δάκρυ.
Μέσ’
στον πόθο μου δεν είδα
μαύρη η Νύχτα να σιμώνη
κ’ έκλαψα χωρίς ελπίδα
που δε στάχα φέρει μόνη.
Του Παναγιώτη Μπαμπαρούτση