Μέσα από τη «ματιά» των Καλλιτεχνικών Διευθυντών του
Μια ξεχωριστή επέτειο εορτάζει φέτος το Δημοτικό Ωδείο Καλαμάτας, με τη συμπλήρωση σαράντα χρόνων λειτουργίας και προσφοράς στον πολιτισμό και τη μουσική εκπαίδευση της πόλης.
Η πορεία αυτή δεν ήταν πάντοτε εύκολη. Ο καταστροφικός σεισμός που συντάραξε την πόλη, ένα μόλις χρόνο μετά την ίδρυσή του, έθεσε σε δοκιμασία την ύπαρξή του, αλλά και το βηματισμό ολόκληρης της Καλαμάτας. Ωστόσο, η απόφαση του τότε δημάρχου Σταύρου Μπένου και η στήριξη του πρώτου καλλιτεχνικού διευθυντή, Γιώργου Κουρουπού, ήταν καταλυτικές για να σταθεί ξανά το Ωδείο «στα πόδια του».
Με αφορμή την επέτειο των σαράντα χρόνων του Ωδείου, λοιπόν, οι καλλιτεχνικοί διευθυντές του, από τον Γιώργο Κουρουπό στον Μηνά Αλεξιάδη, τον Νίκο Ξανθούλη, τον Στάθη Γυφτάκη και τον Διονύση Μαλλούχο, μοιράζονται στο «Θ» τις σκέψεις και τις εμπειρίες τους.
Κοινός παρονομαστής, άλλωστε, το πάθος τους για την ανάπτυξη του Ωδείου, έχοντας συμβάλει στο να παραμένει ένας δυναμικός χώρος πολιτισμού και να συνεχίζει να αναδεικνύει τα νέα ταλέντα της πόλης.
Ο λόγος στους ίδιους:
Γιώργος Κουρουπός
«Ακόμα και σήμερα, όταν έρχομαι στην Καλαμάτα, αισθάνομαι την αγάπη των ανθρώπων»
Μιλώντας για τις προτεραιότητες που τέθηκαν κατά την επανασύσταση του Δημοτικού Ωδείου Καλαμάτας, όντας ένας από τους ανθρώπους που έβαλε τα θεμέλια για την πολιτιστική ανάπτυξη της πόλης έπειτα από μια δύσκολη συγκυρία, ο κ. Κουρουπός αναφέρει πως ήταν η μουσική αγωγή των παιδιών με βάση ενεργούς μεθόδους. «Είχα χρησιμοποιήσει αντίστοιχες πρακτικές στις διάφορες περιοχές της Γαλλίας και ιδιαίτερα στο Κρετέιγ. Αυτές οι μέθοδοι βασίζονται στο παιχνίδι, που σταδιακά οδηγεί και στη γνώση και στην κλασική αγωγή» εξηγεί.
Για τα πρώτα χρόνια του Ωδείου, ο Γιώργος Κουρουπός θυμάται χαρακτηριστικά: «Ξεκίνησε με τη διεύθυνσή μου, και σταδιακά δόθηκε η σκυτάλη στους ντόπιους ικανούς μουσικούς, όπως, παραδείγματος χάριν, στον ταλαντούχο αρχικά μαθητή του Ωδείου, Στάθη Γυφτάκη, που ανέλαβε τα ηνία και ο οποίος ανέδειξε το Ωδείο σε ένα από τα σπουδαιότερα μουσικά ιδρύματα της χώρας».

Κάνοντας λόγο για την αλληλεπίδραση του Ωδείου με τον κόσμο της πόλης που προσπαθούσε να ξαναβρεί το βηματισμό του, ο κ. Κουρουπός λέει: «Ακριβώς επειδή ξεκινήσαμε εφαρμόζοντας τις σύγχρονες και δυναμικές μεθόδους που προανέφερα, η μάθηση, η γνώση, η αλληλεπίδραση της μουσικής και εν γένει της τέχνης πλημμύρισαν, όχι μόνο τους καλλιτέχνες, τους μαθητές των σχολών, αλλά και το ίδιο το κοινό. Άλλωστε, βασική μας πρόθεση, από την αρχή, ήταν η συμμετοχή των κατοίκων, η εμπλοκή τους στην πολιτιστική και καλλιτεχνική συχνά δράση».
Αναφερθείς στη μέχρι σήμερα δράση του Ωδείου, επισημαίνει ότι «τόσο η μουσική πράξη όσο και το επίπεδο της καλλιτεχνικής του δράσης, το καθιστούν ξεχωριστό πρότυπο για όλη τη χώρα».
Όσον αφορά στο αν ξεχωρίζει κάποια ιδιαίτερη στιγμή, σχολιάζει χαρακτηριστικά: «Ξεχωριστή είναι η αγάπη όλων των ανθρώπων, μικρών και μεγάλων, μαθητών και γονέων, που ακόμα και σήμερα, όταν έρχομαι στην Καλαμάτα, την αισθάνομαι! Αυτή η αγάπη είναι συγκινητική και πολύτιμη!».
Μηνάς Αλεξιάδης
«Η πρόταση της καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Ωδείου ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και σημαντική»
Ο μουσικολόγος και συνθέτης, Μηνάς Αλεξιάδης, ήταν από τους πρώτους –επίσημους- καλλιτεχνικούς διευθυντές του Δημοτικού Ωδείου Καλαμάτας, καθώς διαδέχθηκε τον Γιώργο Κουρουπό το καλοκαίρι του 1992. Μιλώντας για εκείνο το καλοκαίρι, θυμάται ότι «το βρήκα πολύ ενδιαφέρον και σημαντικό, και το δέχτηκα με χαρά!».
Η θητεία του διήρκεσε μέχρι και το 1996, οπότε αποχώρησε για να ολοκληρώσει τη διδακτορική του διατριβή, δίνοντας τη «σκυτάλη» στο συνθέτη, σολίστ και κορυφαίο α΄ τρομπετίστα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, Νίκο Ξανθούλη.
Όπως μαρτυρά για τη θητεία του ως καλλιτεχνικός διευθυντής, εκείνη η περίοδος υπήρξε εξαιρετικά δημιουργική. Το Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας έκανε τα πρώτα του βήματα υπό την καθοδήγηση της κας Βίκυς Μαραγκοπούλου, ενώ η πόλη «ζούσε» έντονη πολιτιστική δραστηριότητα. «Ήταν μια πολύ ενεργή χρονιά, με σημαντικές συναυλίες και πολιτιστικά γεγονότα», θυμάται.

Όπως αναφέρει ακόμα, ο Γιώργος Κουρουπός εξακολουθούσε να είναι «παρών» στο πολιτιστικό γίγνεσθαι της πόλης, καθώς παρέμεινε ως σύμβουλος, επιβλέποντας τις μουσικές και μουσικο-θεατρικές εκδηλώσεις.
Κατά τον κ. Αλεξιάδη, ήδη από τα πρώτα χρόνια το Ωδείο έδειχνε τη δυναμική του και πέραν των ορίων της πόλης: «Είχε δημιουργηθεί μια πολύ καλή φήμη στο μουσικό χώρο, δηλαδή και στην Αθήνα ακούγαμε τα καλύτερα λόγια για τη δημιουργία της ΔΕΠΑΚ και του πολιτισμικού τομέα του Δήμου Καλαμάτας».
Συνεχίζοντας τις αναφορές του στην περίοδο 1992-1996, σημειώνει ακόμα ότι κατά τη διάρκεια της θητείας του εδραιώθηκαν νέες τάξεις πνευστών οργάνων, όπως κόρνου και τρομπονιού, ενώ ιδρύθηκε για πρώτη φορά τάξη κοντραμπάσου, μετά την τυχαία ανακάλυψη από τον ίδιο μαζί με τον Σταύρο Μπένο και τον Γιώργο Κουρουπό δύο ξεχασμένων οργάνων στα υπόγεια του Ωδείου, τα οποία είχαν μεταφερθεί εκεί λόγω των σεισμών!
Νίκος Ξανθούλης
«Ήταν από τα πιο δημιουργικά χρόνια της ζωής μου»
Με αφορμή τη συμπλήρωση σαράντα χρόνων λειτουργίας του Δημοτικού Ωδείου Καλαμάτας, ο κ. Νίκος Ξανθούλης εξηγεί ότι η πρώτη του επαφή με αυτό δεν ήταν το 1996, οπότε ανέλαβε τα ηνία της καλλιτεχνικής διεύθυνσης, αλλά το 1989, μέσω της όπερας «Τραγούδι του Αιώνα», μια όπερα που είχε γράψει ο Δημήτρης Μαραγκόπουλος και είχε ανέβει από όλες τις σχολές της τότε ΔΕΠΑΚ. «Εντυπωσιάστηκα από την οργάνωση και το επίπεδο των μαθητών, παρά το γεγονός ότι τέσσερα χρόνια δεν αρκούν για να χτιστεί ένα πραγματικό μουσικό επίπεδο, το οποίο απαιτεί τουλάχιστον τριάντα χρόνια. Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν η αγκαλιά της πόλης στην προσπάθεια και η συνεργασία των σχολών», σημειώνει σήμερα χαρακτηριστικά.
Το 1993 ο κ. Ξανθούλης βρέθηκε ξανά στο Ωδείο της πόλης, ως σπουδαστής εκείνη τη φορά, μελετώντας τσέμπαλο, εντυπωσιαζόμενος από τις εγκαταστάσεις και την οργάνωση, συγκρίνοντάς το με τα κορυφαία ωδεία της χώρας, όπως το Ωδείο Αθηνών και το Κρατικό Θεσσαλονίκης.

Τρία χρόνια αργότερα, το 1996, ο Γιώργος Κουρουπός τον πρότεινε για τη θέση του διευθυντή, μετά την παραίτηση του Μηνά Αλεξιάδη, πρόταση την οποία αποδέχθηκε, αφού, όπως σημειώνει, «πραγματικά είδα έναν οργανισμό που δούλευε. Δούλευε με σύστημα και είχε ρίξει τις ρίζες του στο βασικό ιστό της πόλης».
Κατά τη θητεία του ενίσχυσε τον προγραμματισμό των εκδηλώσεων και των σεμιναρίων, φτάνοντας στο σημείο να αποστέλλει στους δημότες το ετήσιο πρόγραμμα μαζί με τους λογαριασμούς της ΔΕΥΑΚ, μια πρωτότυπη ιδέα που έκανε τις συναυλίες σημείο αναφοράς για τους Καλαματιανούς, και η οποία πέτυχε!
«Ήταν από τα πιο δημιουργικά χρόνια της ζωής μου» δηλώνει σήμερα με συγκίνηση, προσθέτοντας πως ένα κομμάτι του εαυτού του έχει μείνει για πάντα στην Καλαμάτα. Θεωρεί δε ότι η διατήρηση του υψηλού επιπέδου του Ωδείου είναι συλλογικό επίτευγμα, αποτέλεσμα της προσπάθειας τόσο των πολιτικών όσο και των επαγγελματιών μουσικών.
Κοιτώντας τη διαδρομή του Δημοτικού Ωδείου Καλαμάτας μέχρι σήμερα, ο κ. Ξανθούλης παρατηρεί ότι αποτελεί «μικρό θαύμα» που κατακτήθηκε, μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις πόλεων στην Ελλάδα που μπορούν σήμερα να συγκροτήσουν συμφωνική ορχήστρα αποκλειστικά με ντόπιους μουσικούς!
Στάθης Γυφτάκης
«Το Ωδείο είναι ένα έργο ζωής για μένα»
Για το διευθυντή του Δημοτικού Ωδείου Καλαμάτας, Στάθη Γυφτάκη, η σχέση με το χώρο είναι βαθιά προσωπική. «Από το 1987 που εργάζομαι εδώ, το Ωδείο δεν είναι το δεύτερο, αλλά το πρώτο μου σπίτι», σημειώνει.
Κοιτώντας πίσω, στο μακρινό πια 2003, παραδέχεται ότι όταν του προτάθηκε να αναλάβει τη διεύθυνση, ήταν επιφυλακτικός λόγω ηλικίας και του βάρους των ευθυνών, ωστόσο σήμερα θεωρεί το Ωδείο ως «έργο ζωής» για τον ίδιο.
Για τη διαφορά ανάμεσα στο ρόλο του καθηγητή και του διευθυντή, παρατηρεί ότι ο πρώτος έχει να κάνει με τη διδασκαλία και τις παιδικές ψυχές, καθώς «παίρνουμε παιδιά από τεσσάρων ετών και τα βλέπουμε να ωριμάζουν και να γίνονται επαγγελματίες», ενώ ο δεύτερος φέρει τη διοικητική ευθύνη για όλη τη λειτουργία του Ωδείου. Οπότε «και τα δύο αυτά πράγματα θέλουν σεβασμό και αφοσίωση», προσθέτει.

Μιλώντας για την αίγλη του Ωδείου όλα αυτά τα χρόνια, πιστεύει ότι όχι μόνο διατηρήθηκε, αλλά και ενισχύθηκε τα τελευταία χρόνια, κυρίως μέσα από τα διεθνή φεστιβάλ που διοργανώνονται στην πόλη. Αυτό που τονίζει ο ίδιος, άλλωστε, είναι ότι «η δυσκολία πάντα είναι το να μπορέσεις να διατηρήσεις το έργο που έχει γίνει ήδη από τους προηγούμενους διευθυντές. Κι αυτό ήταν κάτι για το οποίο φρόντισαν να συντηρηθεί και να αναπτυχθεί όλοι οι καλλιτεχνικοί διευθυντές, καθ’ όλη τη διάρκεια της ύπαρξής του».
Αναγνωρίζει, δε, ως καθοριστικό το όραμα του τότε δημάρχου Καλαμάτας, Σταύρου Μπένου, κατά την πρώτη δημιουργική περίοδο του Ωδείου, καθώς προσέλκυσε μουσικούς από όλη την Ελλάδα, πολλοί από τους οποίους εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Καλαμάτα. «Αυτό που έχει αλλάξει από τότε είναι ότι, ενώ το 90% των καθηγητών ερχόταν από την Αθήνα, τώρα το 90% των καθηγητών είναι από την Καλαμάτα».
Όσο για το όραμά του για το μέλλον του Ωδείου, ο κ. Στάθης Γυφτάκης επισημαίνει: «Είναι να ενισχύσουμε την εξωστρέφεια του Ωδείου διεθνώς και να δημιουργήσουμε δύο ορχήστρες: μία μαθητική και μία επαγγελματική. Η Καλαμάτα έχει πλέον τη δυναμική και πάρα πολλούς μουσικούς για να το πετύχει!».
Διονύσης Μαλλούχος
«Το Ωδείο υπήρξε πάντα μια ανοιχτή πόρτα για όλους»
Ο Διονύσης Μαλλούχος βρέθηκε στο Δημοτικό Ωδείο Καλαμάτας το 2009, ύστερα από επαγγελματική πρόταση και παλιά του συνεργασία με τον Νίκο Ξανθούλη. Η άφιξή του συνέπεσε με τις τελευταίες εβδομάδες πριν από την είσοδο της Ελλάδας στο μνημόνιο, κάτι που ανέτρεψε όλο τον καλλιτεχνικό προγραμματισμό του.
Παρά τις δυσκολίες, όμως, ο κ. Μαλλούχος και οι συνεργάτες του προσπάθησαν να κρατήσουν το Ωδείο ενεργό στο εκπαιδευτικό του έργο, χωρίς προϋπολογισμό και νέες προσλήψεις. «Με βάση γνωριμίες που είχα στην Αθήνα, έφερνα σολίστ, μουσικούς, συνεργάτες χωρίς κάποια αμοιβή, κάτι για το οποίο θέλω να τους ευχαριστήσω και πάλι δημόσια».
Σύμφωνα με τον ίδιο, εκείνη την περίοδο καταλυτική ήταν η συμβολή του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων «Τέρψις», ο οποίος είχε δεχθεί να καλύπτει τα βασικά έξοδα φιλοξενίας των διακεκριμένων μουσικών που έφταναν στην Καλαμάτα.

Ο ίδιος θυμάται με συγκίνηση την άνθιση που παρατηρούνταν τότε στην πόλη της Καλαμάτας, κάτι στο οποίο συνέβαλαν οι σημαντικές υποδομές που διέθετε: πέντε αίθουσες με πιάνο με ουρά και το νεοσύστατο Μουσικό Σχολείο, αποτελώντας μία από τις λίγες πόλεις της Ελλάδας που στήριζαν ενεργά τον πολιτισμό. «Η Καλαμάτα ανήκει σε μια ελίτ 6-7 πόλεων, εκτός της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, οι οποίες έχουν υποδομές, έχουν ένα κοινό το οποίο παρακολουθεί, και γενικώς είναι από τις πόλεις που στηρίζονται και στηρίζουν τον πολιτισμό», υπογραμμίζει. Άλλωστε, αυτός ήταν και ο λόγος που, παρά την οικονομική κρίση που βίωνε η χώρα τότε, το Ωδείο της Καλαμάτας είδε αύξηση των μαθητών του, φτάνοντας μάλιστα να ξεπερνά σε αριθμό το Ωδείο Αθηνών.
Κατά τον κ. Μαλλούχο, η επιτυχία αυτή οφείλεται στα σωστά θεμέλια που μπήκαν από την ίδρυσή του το 1985, χάρη στον Σταύρο Μπένο και τον Γιώργο Κουρουπό, με την υποστήριξη του Μάνου Χατζιδάκι και του Θάνου Μικρούτσικου. Οι πρώτοι καθηγητές και τα υψηλής ποιότητας όργανα δημιούργησαν μια σταθερή βάση, ενώ η παρουσία του Φεστιβάλ Χορού και οι πρωτοποριακές δράσεις της κας Βίκυς Μαραγκοπούλου έφεραν στην πόλη ένα καλλιεργημένο κοινό.
Το Ωδείο, σημειώνει, υπήρξε πάντα μια «ανοιχτή πόρτα» για όλους. «Δε θα ξεχάσω τις διάφορες εκδηλώσεις που κάναμε και οι οποίες δεν ήταν ακριβώς μουσικές, αλλά πάντα είχαν μια σχέση. Παραδείγματος χάριν, δε θα ξεχάσω μία παρουσίαση που έκανε ο Θεοδόσης Τάσιος, ο ακαδημαϊκός και ο φιλόσοφος-μηχανικός. Είχε έρθει για να κάνει μία ομιλία με τίτλο “Μουσική και Μαθηματικά”. Πρέπει να σας πω ότι η μισή αίθουσα, που ήταν όρθιοι μέχρι έξω στο διάδρομο, έκλαιγε, διότι ήταν μαθητές του στο Πολυτεχνείο, μηχανικοί δηλαδή, που δεν είχαν έρθει ξανά στο Ωδείο, άκουσαν ότι έρχεται ο Τάσιος στην Καλαμάτα και ήρθαν», καταλήγει ο κ. Μαλλούχος.
Επετειακή εκδήλωση
Οι επετειακές εκδηλώσεις του Δημοτικού Ωδείου Καλαμάτας, στο πλαίσιο της συμπλήρωσης 40 χρόνων λειτουργίας του, θα συνεχιστούν στις 15 Νοεμβρίου, στο Μέγαρο Χορού της πόλης. Εκεί, σε μια ξεχωριστή εκδήλωση, θα παρουσιαστεί στο μεσσηνιακό κοινό η συλλεκτική ηχογράφηση των καλλιτεχνικών διευθυντών του με αφορμή τη φετινή επέτειο.
Της Χριστίνας Μανδρώνη










