Μια νέα πραγματικότητα αναδύθηκε μέσα στην κρίση, από το 2009, και συνεχίζεται αμείωτη. Μαζική είναι η φυγή των ελληνικών επιχειρήσεων τα πρώτα χρόνια προς τη Βουλγαρία και τελευταία περισσότερο προς την Κύπρο, οι οποίες, σε αντίθεση με την Ελλάδα, καταφέρνουν τα τελευταία χρόνια να προσελκύουν επενδύσεις.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, στην Κύπρο οι εγγραφές ελληνικών επιχειρήσεων ήταν αυξημένες κατά 77% στα τέλη του 2016 σε σύγκριση με το 2015, ενώ αυξητική είναι η τάση και το τρέχον έτος.
Η αντίδραση της ΑΑΔΕ ήρθε καθυστερημένα και με τρόπο αδέξιο. «Αρχίζουν οι φορολογικές διώξεις των επιχειρήσεων που κατέφυγαν στη Βουλγαρία», ανακοίνωσε ο διοικητής της. Ήδη, έχει πραγματοποιηθεί συνάντηση εργασίας στη Σόφια, μεταξύ των δύο φορολογικών διοικήσεων, για να συζητήσουν τη διεύρυνση της συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών. Μεταξύ άλλων, συζητήθηκε κυρίως η προοπτική της εφαρμογής της υφιστάμενης Σύμβασης Αποφυγής Διπλής Φορολογίας μεταξύ των δύο χωρών, καθώς και το θέμα της φοροαποφυγής από ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες μεταφέρουν τη δραστηριότητά τους στη Βουλγαρία.
Μπλόκο, λοιπόν, στο φορολογικό αρμπιτράζ (ντετερμινιστικό ή ακριβές αρμπιτράζ είναι μια επενδυτική ευκαιρία που επιφέρει κέρδος χωρίς ρίσκο) και το business drain (επιχειρηματική αποστράγγιση) προς τη Βουλγαρία (και τη Κύπρο) θέλει να βάλει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, μόνο που η δύναμη της επιβίωσης οδηγεί σε αποφάσεις που ξεπερνούν τη λογική της στρουθοκαμήλου.
Η επιχειρηματικότητα διώκεται στη χώρα μας και τα εισοδήματα δημεύονται. Αυτή δεν είναι και η αιτία της μεγάλης φυγής; «Το να παίρνεις καλές αποφάσεις είναι ένα ζωτικής σημασίας προσόν σε όλα τα επίπεδα» είπε ο Peter Drucker (1909–2005), Αυστριακός γκουρού του management. Και ακόμα, όπως λέμε, «τα κέρδη είναι μια άποψη, το ρευστό χρήμα είναι ένα δεδομένο». «Δεδομένο», λοιπόν, στην Ελλάδα είναι ο μη Ακατάσχετος Λογαριασμού για Επιχειρήσεις, η υπερφορολόγηση και οι φορολογικοί αιφνιδιασμοί. Τις περισσότερες φορές δε χρειάζεται απάντηση στο ερώτημα «λουκέτο ή φυγή». Όσο η φυγή είναι «μια καλή απόφαση ζωτικής σημασίας» και τα «ελληνικά δεδομένα» επιμένουν, η… διακινδύνευση θα απαντά θετικά στη φυγή.
ΤΙ ΚΑΝΟΥΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΑΝΟΥΜΕ…
Οι δύο χώρες έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά, αλλά αυτό που είναι κοινό και στις δύο περιπτώσεις είναι το θετικό επενδυτικό περιβάλλον, που ευνοεί την ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές και χαμηλές ασφαλιστικές εισφορές, σε συνδυασμό με μεταρρυθμίσεις και την αναγκαία πολιτική συναίνεση για την έξοδο από το μνημόνιο, στην περίπτωση της Κύπρου, κατέστησαν τη χώρα πόλο έλξης για περίπου 5.200 επιχειρήσεις την τελευταία πενταετία.
Η Βουλγαρία, από την πλευρά της, αξιοποιεί την παρουσία διεθνών τραπεζικών ομίλων και το περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων στην Ευρώπη, επιτυγχάνοντας να εξασφαλίσει φθηνό χρήμα για τις επιχειρήσεις της που δανειοδοτούνται με χαμηλότερα –περίπου κατά 3%– επιτόκια σε σχέση με τις ελληνικές. Οι ξένες άμεσες επενδύσεις που εισρέουν στη χώρα συντηρούν την ανάπτυξή της, καθώς η Βουλγαρία καθίσταται πόλος έλξης για 15.000 ελληνικές επιχειρήσεις. Σταθερά, άλλωστε, τα τελευταία χρόνια κερδίζει συνεχώς έδαφος στην κατάταξή της σε σχέση με το δείκτη ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum, ανεβαίνοντας θέση –βρίσκεται στην 39η– για 6η συνεχή χρονιά το 2017, σε σχέση με την 87η θέση στην οποία υποχώρησε η Ελλάδα.
Μαζικά συνεχίζουν να μεταναστεύουν οι επιχειρήσεις σε Βουλγαρία και Κύπρο
