Μετά την έκδοση του πρώτου της βιβλίου η Δοξούλα Παλαμάρα μιλά στο «Θ»

Μετά την έκδοση του πρώτου της βιβλίου η Δοξούλα Παλαμάρα μιλά στο «Θ»

«Συνεχή, απροσδόκητα, περισσότερο ή λιγότερο βίαια κύματα ρεστίας μάς χτυπάνε…»

Ένας φάκελος από τις εκδόσεις «Κέδρος» παραδόθηκε προ ημερών στα γραφεία του «Θάρρους», με περιεχόμενο το βιβλίο της συγγραφέως Δοξούλας Παλαμάρα. Είναι το πρώτο της βιβλίο, με διηγήματα, και μόλις είχε εκδοθεί. Τίτλος του «Απόψε θα έχουμε ρεστία».

Η γνωριμία και έπειτα από κάποια χρόνια η φιλία με τη Δοξούλα μετριούνται σε βάθος δεκαετιών… Όσο χρειάστηκε να μετρήσει η μία την άλλη…

Χθες, όμως, καθίσαμε απέναντι με διαφορετικές ιδιότητες: η συγγραφέας και η δημοσιογράφος. Ανάμεσά μας το «Απόψε θα έχουμε ρεστία».

Το είχα αποφασίσει… ήθελα με τις ερωτήσεις μου να επικεντρώσω αυτή τη συνέντευξη στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας της συγγραφέως και όχι τόσο στο βιβλίο. Έτσι ο αναγνώστης θα μπορεί, ίσως, να φανταστεί το περιεχόμενο των διηγημάτων. Αυτών των διηγημάτων που προσωπικά με συνεπήραν παρά το γεγονός ότι είμαι λάτρης του μυθιστορήματος, κρατώντας μια μεγάλη απόσταση, ως αναγνώστρια, από τα διηγήματα. Με συνεπήραν όχι μόνο για τον αριστοτεχνικό τρόπο με τον οποίο χειρίζεται την ελληνική γλώσσα, αλλά και για το διεισδυτικό τρόπο παρατήρησης των ανθρωπίνων. Η ματιά της σαν το δύτη που βουτά σε βάθος, πολλές φορές χωρίς τη χρήση οξυγόνου.

-Ποια χαραμάδα, άραγε, βρήκε η συγγραφέας και βγήκε στην επιφάνεια;
Επειδή η λέξη «χαραμάδα» σηματοδοτεί στο μυαλό μου την έννοια «άνοιγμα στο φως και την αισιοδοξία», πρέπει να πω ότι δεν ήταν μια χαραμάδα που άνοιξε, αλλά αντίθετα ένα παράθυρο που έκλεισε με την απώλεια του συντρόφου μου. Στράφηκα στο γράψιμο, όπως άλλοι στρέφονται στην εκκλησία, άλλοι στο σύμβουλο ψυχικής υγείας και άλλοι στο ταβερνείο.

-Ποια ερεθίσματα κινητοποιούν τη σκέψη σου για να πάρουν τελικά τη μορφή του διηγήματος;
Το ζητούμενο ήταν η αυτορρύθμιση, η αυτοπαρηγοριά, η αυτοπροστασία μέσω της αυτοέκθεσης. Τα ερεθίσματα μπορεί να ήταν ένα ρόδι, αυτός που το έκοψε ή αυτός που φύτεψε τη ροδιά.

-Ο άνθρωπος αποτελεί τον πυρήνα των διηγημάτων σου. Είσαι το ίδιο ανθρωποκεντρική και στη ζωή σου;
Ναι. Με γοητεύει η απίστευτη ποικιλία των ανθρωπίνων και οι αναρίθμητοι παράγοντες στο νόμο των πιθανοτήτων που αποκαλούμε «Τύχη».

Ο Τζίμης Μαρκόπουλος, εξαιρετικός άνθρωπος και οδοντίατρος, και φίλος μου, μου έλεγε για έναν πελάτη του που είχε κληρονομήσει μεγάλη γνάθο από τον πατέρα και κανονική οδοντοστοιχία από τη μητέρα, με αποτέλεσμα να έχει αραιοδοντία.

Αντίθετα, ένας πελάτης του Άγγλος, κάτοικος Καρδαμύλης, είχε κληρονομήσει τεράστια οδοντοστοιχία από τον πατέρα και κανονική γνάθο από τη μητέρα, με αποτέλεσμα διπλή – σχεδόν- σειρά δοντιών, σαν τους καρχαρίες.

Και οι δύο είχαν πρόβλημα υγειονομικό και αισθητικό. Ο ένας εκ των δύο με μέτρια οικονομικά, και μεγάλη αίσθηση του χιούμορ, έκανε πλάκες αυτοσαρκαζόμενος, ο έτερος με οικονομική άνεση κατατρυχόταν από την επιθυμία να ξεριζώσει όλα του τα δόντια και να βάλει εμφυτεύματα.

Έπιναν μαζί τα ουζάκια τους στην Καρδαμύλη, ο ένας γελαστός και ο άλλος μίζερος, καταριόταν την κληρονομικότητα και την τύχη του.

Θυμάμαι τα γέλια που κάναμε με τον Τζίμη, όταν μου είπε ότι ο μίζερος ερωτεύθηκε και παντρεύτηκε!

-«Είναι θέμα χρόνου, ούριων ανέμων, προσπάθειας ή απλώς συμπτώσεων προκειμένου να καταφέρει ο έρωτας και η αγάπη να ευδοκιμήσουν μέσα στον ασφυκτικό κλοιό της καθημερινότητας;»… Είναι μια ερώτηση που αντιγράφω από το οπισθόφυλλο του βιβλίου σου και θα ήθελα τη δική σου απάντηση…
Ο άνθρωπος είναι εν πολλοίς δημιούργημα της Ιστορίας, της Γεωγραφίας και της Βιολογίας και είναι αντικείμενο μελέτης της Κοινωνιολογίας, της Ψυχολογίας, της Οικονομίας, του facebook, του Ζούκερμπεργκ κ.λπ.

Μπορώ, λοιπόν, να μιλήσω μόνο για τη δική μου σχέση, κι αυτό με κάποιες αμφιβολίες. Έχω, π.χ., πολύ ανεπτυγμένη όσφρηση! Μυρίζω όχι μόνο τον ιδρώτα ενός ανθρώπου, αλλά την αγωνία, το φόβο, το άγχος του. Οσφραίνομαι – στην κυριολεξία- την απαρέσκειά του, το αν του αρέσω ή όχι. Αν σε αυτό προσθέσεις τη φροϋδική ρήση: «Αγαπάμε αυτόν που μας κάνει να έχουμε καλή γνώμη για τον εαυτό μας» και ότι η «καλή γνώμη» για τον εαυτό μας μπορεί να ποικίλει από το «είμαι τσαχπίνα» μέχρι το «είμαι τύπος και υπογραμμός»… Αν προσθέσουμε ότι έχω πολύ ανεπτυγμένη αίσθηση του «πρέπει» και συγχρόνως την ανάγκη της ανεξαρτησίας και ο άντρας μου είχε μια εμμονική ανάγκη για ελευθερία, τότε είναι αντιληπτό ότι η μακροημέρευση της σχέσης μας οφειλόταν σε μικρές, μικρότατες ιδιομορφίες. Εν ολίγοις, στην τύχη!

Βέβαια, για να βρεις το έτερό σου ήμισυ, πρέπει πρώτα να έχεις βρει τον εαυτό σου.

-Αντί αφιερώματος στο βιβλίο σου επέλεξες να γράψεις μια φράση της συγγραφέως και δοκιμιογράφου Αναΐς Νιν: «Γράφουμε για να γευτούμε τη ζωή δύο φορές, την ίδια τη στιγμή και εκ των υστέρων». Τελικά, αυτή η χρονική απόσταση μας οδηγεί κάποιες φορές να βλέπουμε έναν άνθρωπο ή ένα γεγονός με διαφορετικό μάτι;
Είναι σαν να πηγαίνεις πρωί στη δουλειά σου… βιάζεσαι, τρέχεις να προλάβεις… μπροστά σου πηγαίνει ένα ποδήλατο. Το μόνο που βλέπεις είναι ένα εμπόδιο που σε καθυστερεί. Όμως, όταν σουρουπώσει, δε βιάζεσαι να φτάσεις πουθενά… προχωράς αργά, ρεμβαστικά. Βλέπεις μπροστά σου το ποδήλατο, παρατηρείς τα πετάλια, τα φωτάκια κινδύνου, το όμορφο καλαθάκι για να μεταφέρει φρούτα και μηνύματα, την πλάτη του οδηγού και αν είσαι και φιλοπερίεργος, περνάς δίπλα του και βλέπεις το πρόσωπο και την έκφραση του ποδηλάτη!

-Στο βιβλίο σου υπάρχει μια άκρως ολιγόλογη παρουσίασή σου. Μόλις 41 λέξεις, συμπεριλαμβανομένου του ονόματός σου. Τελειώνεις με τα ταξίδια. Τι σημαίνει για σένα το ταξίδι;
Μ’ αρέσει αυτή η ερώτηση! Κατ’ αρχάς και ξεκάθαρα, Ταξίδι για μένα ΔΕ σημαίνει ξεκούραση! Έχω διαβάσει ότι υπάρχουν κάποιοι νευρώνες στον εγκέφαλο που λειτουργούν όταν ταξιδεύουμε. Ενδεχομένως δεν το εκφράζω σωστά, γιατί, αφενός, δεν ξέρω Βιολογία και, αφετέρου, δεν υπάρχει τίποτα πιο άτσαλο από την “Pop Science”, αλλά εμένα ανάβουν όλα τα λαμπάκια μου όταν ταξιδεύω!

Τρελαίνομαι με τις διαφορετικές εικόνες, οσμές, πρακτικές και, πάνω απ’ όλα, τη διαφορετική γλώσσα. Νομίζω ότι το καλύτερο που θα μπορούσε να μου συμβεί είναι να βρεθώ σε έναν τόπο όπου να μη μπορώ να επικοινωνήσω με καμία γλώσσα και να πρέπει να βρω «άλλους τρόπους επικοινωνίας».

Και στην Ελλάδα μ’ αρέσει να ακούω «διαφορετικά» ελληνικά και γοητεύομαι να μιλάω με πραγματικές, γνήσιες χωριάτισσες. Ρωτάω, π.χ., την κυρα-Μαρία από τη Λάκκα Αιγιαλείας: «Παντρεύτηκε, κυρα-Μαρία, ο γιος σου;» και μου λέει: «Όχι, κυρά Δοξούλα’ μ ! Σαραντάρισε και τον τρώει η μοναξιά! Πάει, κυρά Δοξούλα΄μ, στα μπαρ στο Αίγιο να βρει γυναίκα και τ΄λέω: “Αντρικο΄μ σι λάθος περασάδα τσι περιμένς τσι πέρδικες και τσι σκοτώνουν οι άλλοι”»… Δεν είναι απλώς η διαφορά στον ήχο… Είναι μία πολύ σκληρή αλήθεια μέσα σε έναν ποιητικό λόγο.

-Ποια πόλη του εξωτερικού από όσες έχεις επισκεφτεί σε έχει συνεπάρει; Μπορεί να είναι και δύο, βέβαια, για διαφορετικούς λόγους…
Το Λονδίνο. Έμεινα τρία χρόνια εκεί ως εργαζόμενη – φοιτήτρια και έζησα τα δύο πρώτα μέσα σε απόλυτη ένδεια. Πολλές μέρες ζούσα με τσάι και ψωμί! 10-11 φλιτζάνια τσάι κι εκείνο το απαίσιο εγγλέζικο άσπρο ψωμί που ήταν σαν πλαστικό (επειδή και το ψωμί στην Αθήνα τότε ήταν χάλια, θυμάμαι ότι μόνο όταν ήρθα στην Καλαμάτα κατάλαβα ότι υπάρχει και νόστιμο ψωμί!).

Όμως στο Λονδίνο, που ακόμα και σήμερα θεωρώ ότι είναι μια πόλη απείρως απροσδόκητη, βίωσα ευδαιμονία. Μια συνεχή αναμπουμπούλα, αναταραχή, σύγκρουση με ανθρώπους απ’ όλο τον κόσμο, με διαφορετικές απόψεις, διαφορετικές κουλτούρες. Ήμουν 19 ετών.

Η δεύτερη ήταν το Wadi Ram, η έρημος της Ιορδανίας, όπου σε ένα σεληνιακό τοπίο έψαξα τον εαυτό μου και τον κόσμο, μέσα στην περισυλλογή. Όχι, βέβαια, ότι πρέπει να πάει κάποιος οπωσδήποτε στην Ιορδανία για να συλλογιστεί! Ο άντρας μου έλεγε: «Εγώ μπορώ να κάθομαι στην κορυφή του λόφου και να βλέπω τα τραίνα να περνούν…».

-Έχεις διανύσει επαγγελματικά μια χρονικά μεγάλη περίοδο διδασκαλίας της αγγλικής γλώσσας με μεγάλη επιτυχία. Πρόσφατα άνοιξες ένα νέο κύκλο, αυτόν της συγγραφής…
Διδάσκω 50 χρόνια. Για μένα το να διδάσκω δεν είναι αυτό που κάνω, είναι αυτό που είμαι. Όταν διδάσκω, μου βγαίνει η καλύτερη Δοξούλα. Δεν προσπαθώ απλώς να «εξηγήσω», αλλά να καταλάβω αυτά που λέει, κι αυτά που δε λέει κάποιος, να τον ενθαρρύνω και -όχι πάντα, αλλά συχνά- καταφέρνω να τον βοηθήσω.

Όμως, οι ιδιότητες που συναποτελούν το ποια είμαι – γυναίκα, σύντροφος, μητέρα, δασκάλα, φίλη, επαγγελματίας- λειτουργούν πάνω μου δημιουργικά και όχι καπελωτικά, κι αυτό έπειτα από εκμάθηση και προσπάθειες πολλών ετών.

Μπορώ να πω ότι το πιο δύσκολο ήταν να εξυφάνω την ιδιότητα της δασκάλας, που ιδιαίτερα σε μια μικρή επαρχιακή πόλη είναι συνυφασμένη με τον καθωσπρεπισμό και τη σοβαροφάνεια, και που απέρριψα αποφασιστικά.

Στο Bayswater, στο Λονδίνο, έβλεπα συχνά έναν παπά να πηγαίνει στην εκκλησία με πατίνια, σοβαρό ύφος και ράσα που ανέμιζαν. Όλοι στη γειτονιά έλεγαν ότι ήταν πολύ καλός παπάς.

Αν αποφασίσω να μάθω πατίνια, θα μάθω, εν γνώσει μου ότι μπορεί να πέσω και να σπάσω τα μούτρα μου.

-Τελικά, πιστεύεις πως υπάρχουν χρονικά περιθώρια στους ανθρώπους για νέα ανοίγματα ή διερεύνηση και υλοποίηση καινούριων δεξιοτήτων;
Διάβασα πρόσφατα για μία Ιρλανδέζα 79 χρόνων που τρέχει με φόρμουλα! Και είδα ένα βίντεο με μια 80χρονη Αμερικανίδα με ένα ροζ φορμάκι που ανέβαινε σε ένα κοντάρι 20 μέτρα και έκανε ακροβατικά με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω!

Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι αν προσπαθήσω, όσο σκληρά κι αν προσπαθήσω, θα καταφέρω να οδηγήσω μια φόρμουλα ή να κάνω ακροβατικά πάνω σε ένα κοντάρι 20 μέτρα. Όμως, το ζητούμενο δεν είναι ο εντυπωσιασμός. Δεν είναι απαραίτητο να κάνεις κάτι σπάνιο, μοναδικό, καταπληκτικό! Το ζητούμενο είναι να ζήσεις μια δημιουργική ζωή και πολλές φορές τα ηλικιακά όρια, τα βιολογικά όρια, αποδεικνύονται λιγότερο αιχμηρά από διάφορα κλισέ και μπαγιάτικες απόψεις για την «καθώς πρέπει» γυναίκα.

Η Χάρις Ψυχοπαίδη έκανε εντατικά μαθήματα αρμένικων, στα 80 της, επειδή σχεδίαζε – και πραγματοποίησε- ένα οδοιπορικό στην Αρμενία.

Έχουμε εδώ, στην πόλη μας, στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, εργαζόμενες γυναίκες με παιδιά που παίρνουν Διδακτορικό έπειτα από μακροχρόνιες, εξαντλητικές σπουδές.

Γνωρίζω μια σκληρά εργαζόμενη μαγείρισσα που μαθαίνει αγγλικά προς ιδία ευχαρίστηση, άλλη τρέχει συστηματικά, άλλη κάνει μαθήματα Φωτογραφίας. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι προϊούσης της ηλικίας οι γυναίκες αποδεικνύονται πιο ικανές και ευφάνταστες από τους άντρες, στο Ευ Ζην!

-Είκοσι τέσσερα διηγήματα, λοιπόν, εμπεριέχονται στο βιβλίο σου. Είναι η «ρεστία» ο συνδετικός κρίκος;
Η ρεστία– σύμφωνα με το λεξικό- είναι ένα βουβό κύμα, βίαιο και απροσδόκητο, που οφείλεται σε καιρικά φαινόμενα που συνέβησαν σε προηγούμενο χρόνο, ενίοτε και ημέρες πριν, ή σε άλλη περιοχή.

Οι ναυτικοί και οι άνθρωποι της θάλασσας το «βλέπουν» να έρχεται, αλλά για όλους τους άλλους είναι απροσδόκητο και επικίνδυνο. Όταν το πρωτοάκουσα δεν ήξερα τι σημαίνει, και δεν ήθελα να δείξω ότι δεν το ξέρω, γιατί διένυα μια εποχή που τα ζευγάρια κονταροχτυπιούνται πάνω στο «φαίνεσθαι».

Στην πορεία της ζωής βεβαιώθηκα ότι ναι… συνεχή, απροσδόκητα, περισσότερο ή λιγότερο βίαια κύματα ρεστίας μάς χτυπάνε… Μερικοί «ψαράδες και ναυτικοί» τα βλέπουν να πλησιάζουν και παίρνουν τα μέτρα τους! Όλοι οι άλλοι βρεχόμαστε, μουλιάζουμε, βουλιάζουμε, μαθαίνουμε από τις προηγούμενες ρεστίες και συνεχίζουμε.

ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ
«Απόψε θα έχουμε ρεστία» στο πιεστήριο του «Θάρρους»
Στην παρουσίαση του βιβλίου της Δοξούλας Παλαμάρα «Απόψε θα έχουμε ρεστία» προσκαλούν οι Εκδόσεις Κέδρος και το Βιβλιοπωλείο Δημητριάδης το Σάββατο, 27 Νοεμβρίου, στις 7.00 το απόγευμα, στο πιεστήριο της εφημερίδας «Θάρρος» (Σταδίου 45, Καλαμάτα).

Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι: Άντα Αποστολάκη, εκδότρια της εφημερίδας «Θάρρος», Κώστας Μαυρακάκης, συγγραφέας- σύμβουλος ψυχικής υγείας και Ξανθή Γεωργακοπούλου-Ντάβου, κειμενογράφος- μουσικός.

Κατά την παρουσίαση θα τηρηθούν αυστηρά όλα τα προβλεπόμενα μέτρα προστασίας κατά της Covid.

Της Άντας Αποστολάκη