Ιωάννα Παρασκευοπούλου: «Ο χορός είναι μια παράλληλη προσωπική μου ιστορία»

Ιωάννα Παρασκευοπούλου: «Ο χορός είναι μια παράλληλη προσωπική μου ιστορία»

Η Ιωάννα Παρασκευοπούλου ξεκίνησε το χορό από τις Σχολές της ΔΕΠΑΚ. Επόμενος σταθμός της, η Νομική Αθηνών. Ποτέ, όμως, δεν έπαψε να χορεύει. Ευρισκόμενη στην Αθήνα, πέρασε τις εξετάσεις της Κρατικής Σχολής Χορού, όπου και συνέχισε πια επίσημα το ταξίδι της στο χορό.
Με τη Νομική, όπως καταλαβαίνετε, δεν ασχολήθηκε ποτέ, επιλέγοντας αυτό που αγαπά και φτάνοντας ψηλά.
Φέτος χόρεψε στην Πράγα, συμμετείχε σε δύο ακόμα ομάδες στη χώρα μας, ενώ αρκετοί την είδαν και στο εξώφυλλο της εφημερίδας Athens Voice.
Μιλήσαμε μαζί της και μας είπε τα πάντα για αυτό το «μαγικό χώρο» στον οποίο ανήκει.



-Πότε και πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με το χορό;
Ξεκίνησα στη ΔΕΠΑΚ, όταν ήμουν 6 χρόνων. Εκείνα τα χρόνια οι σχολές, ωδείο, εικαστικά, χορός, ανθούσαν. Έτσι, μέσα απ’ αυτήν την καλλιτεχνική ανάπτυξη, αγάπησα το χορό. Ουσιαστικά δεν αποφάσισα κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή ότι θέλω να ασχοληθώ μ’ αυτό στη ζωή μου. Ήρθε φυσιολογικά και αβίαστα, ακριβώς επειδή μεγάλωσα κάνοντάς το και αγαπώντας το μέσα σε ένα περιβάλλον με ανθρώπους που πίστευαν σ’ αυτό, μας πρόσφεραν γνώση και αγάπη.
Στην πορεία έδωσα εξετάσεις στην Κρατική Σχολή Χορού και συνέχισα αυτό που είχα μέχρι στιγμής μάθει να κάνω, σαν να μην πέρασε μια μέρα, με άλλους ανθρώπους, υπό άλλες συνθήκες, αλλά με την ίδια πάντα πίστη.

-Τι είναι για εσένα ο χορός;
Είναι τρόπος επικοινωνίας με τους άλλους, αντανάκλαση των βιωμάτων μου, δουλειά κι ευτυχώς «ωραία» δουλειά, με δυσκολίες μεν, αλλά τουλάχιστον με προσωπική επιλογή. Είναι μια παράλληλη προσωπική μου ιστορία.

-Πόσο δύσκολο είναι να φτάσει κανείς ψηλά σε αυτό το χώρο;
Το να φτάσω «ψηλά», κατά τη γνώμη μου, είναι ένας μάταιος στόχος και μια φιλοδοξία που δε με εκφράζει. Το να δουλεύω σκληρά με το σώμα μου και να παλεύω να γίνω καλύτερη μέσα από μαθήματα, σεμινάρια και προσωπικό χρόνο, είναι αυτό που θα μου δώσει και τα αντίστοιχα κεκτημένα. Δηλαδή, να μπορώ να υπάρχω σε δουλειές που με εκφράζουν, με πείθουν να τις πιστεύω και να είμαι καλά μέσα σ’ αυτό που έχω επιλέξει. Δουλειές, ωστόσο, στις μέρες μας δεν υπάρχουν. Ένας χορευτής ζει μόνο αν υπάρξει σε κάποια παραγωγή, π.χ. του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας ή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση και άλλων αντίστοιχων φορέων ή μέσα από πολύωρες διδασκαλίες. Οπότε το «ψηλά» του καθενός, φιλόδοξο ή όχι, κάπου εκεί ταρακουνιέται και αρχίζει η κατηφόρα. Αν η πίστη μας ενωνόταν με λίγη υποστήριξη, τότε θα μιλούσαμε με περισσότερο θάρρος για ύψη.

-Πες μας πώς είναι οι πρόβες σου.
Οι πρόβες από ομάδα σε ομάδα διαφέρουν. Συνήθως υπάρχει η κοινή αφετηρία μιας παράστασης που θα ανέβει. Αν δεν είναι παραγωγή κάποιου απ’ τους παραπάνω φορείς, είναι συνήθως μάξιμουμ δύο με τρεις μήνες, αλλιώς υπάρχει η δυνατότητα οι ομάδες να κάνουν πρόβες περισσότερο καιρό.
Ως διαδικασία είναι τις περισσότερες φορές πολύωρη και κουραστική, αρχικά για το σώμα και, κατά συνέπεια, για το μυαλό. Καμιά φορά συμβαίνει και το αντίστροφο. Υπάρχουν ομάδες που δουλεύουν με αφετηρία την κίνηση και τι αυτή μπορεί να προκαλέσει θεματικά, και άλλες που έχουν μια δραματουργική προσέγγιση και μέσα από αυτοσχεδιασμούς κρατούν και δουλεύουν αυτά που εξυπηρετούν τη συγκεκριμένη δραματουργική επιλογή.

-Μια χορεύτρια έχει όριο ηλικίας.
Σίγουρα αυτά που κάνει ένας χορευτής μέχρι μια ηλικία δε θα είναι τα ίδια με αυτά που θα μπορεί να κάνει και θα επιλέξει μεγαλώνοντας. Αλλιώς είναι ένας χορευτής και άλλα επιλέγει στα 25 με 30 και αλλιώς είναι στα 40.
Κατά τη γνώμη μου, όριο ηλικίας δεν υπάρχει. Όσο αγαπάς και αντέχεις να υποστηρίζεις αυτό που κάνεις, συνεχίζεις.
Κάποιες φορές η ωριμότητα λειτουργεί δημιουργικά και, άρα, λυτρωτικά. Αν σε επιλέξει πίσω ο χορός, γιατί όχι και μη χορεύει κάποιος στα 60 του;

-Άφησες τη Νομική για να ασχοληθείς με το πάθος σου. Το μετάνιωσες;
Καθόλου. Ούτως ή άλλως, με το που τελείωσα το σχολείο ήξερα κρυφά μέσα μου ότι το χορό θα ακολουθούσα. Έτυχε να περάσω Νομική, δεν την επέλεξα με την έννοια ότι έβγαλα καλό βαθμό και δήλωσα μιαν υψηλόβαθμη σχολή. Όσο περνούν τα χρόνια, όχι μόνο δεν το μετανιώνω, αλλά λέω πόσο τυχερή είμαι να κάνω αυτό που πάντα μου άρεσε.

-Έχεις υπάρξει εσύ ταξιθέτρια στο Φεστιβάλ Χορού. Ονειρευόσουν ότι μια μέρα θα μπορούσες να βρεθείς πάνω στη σκηνή του κάστρου;
Και ως ταξιθέτρια το σκεφτόμουν κι ακόμα το σκέφτομαι. Μακάρι να τύχει να βρεθώ. Αυτός ο χώρος κουβαλάει χορευτική παράδοση και ιστορία, μιας κι έχει φιλοξενήσει μεγάλες ομάδες χορού, ελληνικές και πολλές απ’ το εξωτερικό. Βρίσκεται δε στην Καλαμάτα, όπου μεγάλωσα, οπότε θα χαιρόμουν πολύ αν μου συνέβαινε κάτι τέτοιο.

-Ποια η άποψή σου για το Φεστιβάλ Χορού της πόλης μας;
Είναι ένας θεσμός που μετρά πια σεβαστά χρόνια. Θεωρώ πως το γεγονός ότι είναι στην Καλαμάτα, μακριά απ’ την πρωτεύουσα, λειτουργεί σαν μια αποκεντρωτική διέξοδο πολύ ενδιαφέρουσα καλλιτεχνικά.
Έχει αποκτήσει ένα κοινό που το ακολουθεί και ταξιδεύει κάθε χρόνο για να παρακολουθήσει τις παραστάσεις, τις διαλέξεις, τα σεμινάρια και τις παράλληλες εκδηλώσεις.
Έχει δημιουργήσει το ντόπιο κοινό, που δίχως αυτό δε θα είχε και πολλά άλλα καλλιτεχνικά ερεθίσματα. Είναι μια κοινότητα, κάπου στα μέσα Ιουλίου, που συναντιέται και ανταλλάσσει κοινά ερεθίσματα πάνω σε ένα φεστιβάλ διεθνές αποκλειστικά χορού. Πού; Στην Καλαμάτα. Στο νότιο άκρο μιας μικρής ευρωπαϊκής χώρας. Και ποσοτικά να το δει κανείς, είναι μάλλον ενδιαφέρον.

-Η φετινή ήταν, τελικά, η χρονιά σου;
Ήταν μια χρονιά που δούλεψα σχεδόν χωρίς να σταματήσω, κάτι που δεν είχε συμβεί μέχρι τώρα. Μακάρι να μην είναι η τελευταία. Έκανα πράγματα που είχαν ενδιαφέρον κι ένιωσα λιγάκι ότι κάτι κατάφερα σε σχέση με την προσωπική μου δουλειά.

-Πες μας τι έκανες φέτος;
Συμμετείχα στην παράσταση «Μητέρες» που παρουσιάστηκε στην Πράγα τον Δεκέμβρη, σε χορογραφία της Ίρις Καραγιάν, Ομάδα Ζήτα.
Στη συνέχεια χόρεψα με την ομάδα «Κι όμως Κινείται» στο έργο MedDet στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης κι ύστερα με την ομάδα «Αερίτες» στο έργο EraPovera στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση.

-Η Ελλάδα θεωρείς ότι έχει ένα «ταβάνι» και πλέον πρέπει να συνεχίσεις στο εξωτερικό;
Το ταβάνι υπάρχει λόγω της ελλιπούς υποστήριξης, των ελάχιστων ευκαιριών και της πληθώρας χορευτών σε σχέση με τις ομάδες που έχουν τη δυνατότητα να κάνουν παραγωγές. Η Ελλάδα έχει πολύ καλούς χορευτές, κάποιοι μάλιστα απ’ αυτούς χορεύουν σε μεγάλες ομάδες του εξωτερικού. Είναι μια λύση το να φύγει κάποιος έξω. Κι εκεί παλεύει όπως κι εδώ. Από ένα σημείο και μετά, έχει να κάνει με επιλογές, φιλοδοξίες και διαθέσεις.

-Πες μας τι θα κάνεις στο μέλλον.
Δεν ξέρω. Καμιά φορά είναι καλύτερα να αφήνεις το χρόνο να σε πηγαίνει σε κάτι επόμενο. Την επιλογή στη ζωή μου την έκανα νωρίς κι από εκεί και πέρα παίρνει το δρόμο της. Αν χρειαστεί για κάποιον λόγο να επέμβω, τότε θα σκεφτώ.

-Ένα τρελό σου όνειρο;
Δεν έχω, όμως, κι αν είχα, δε θα το έλεγα.

-Στο παρελθόν δίδαξες στις σχολές της πόλης μας, βλέπεις την Ιωάννα αργότερα να ξαναδιδάσκει εδώ;
Δίδασκα στη ΔΕΠΑΚ κι ήταν πολύ καλή εμπειρία, όπως και το ότι βρέθηκα εκεί που ήμουν ως μαθήτρια με άλλη ιδιότητα πια. Όμως, προς το παρόν δεν το σκέφτομαι. Αν γύριζα κάποτε, μάλλον ναι.

-Υπάρχει μια προκατάληψη του χορού για τα αγόρια, τι έχεις να απαντήσεις;
Νομίζω ότι αυτό είναι ένα στερεότυπο ξεπερασμένο πια. Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερα αγόρια ασχολούνται με το χορό. Οπότε μάλλον αυτή η αύξηση ενδιαφέροντος απαντά και στις όποιες προκαταλήψεις.

-Τι θα έλεγες σε ένα παιδί που σκέπτεται να ξεκινήσει το χορό.
Θα έλεγα να ξεκινήσει οτιδήποτε δημιουργικό. Είναι ένα ταξίδι που προσφέρει πολλά και που ανεξάρτητα απ’ τον προορισμό, θα έχει δει εικόνες που θα κουβαλάει βιωματικά σε ό,τι κι αν τελικά ακολουθήσει στη ζωή του.
Δεν είναι τυχαίο που συναντιέμαι καμιά φορά με παλιές μου συμμαθήτριες από τη ΔΕΠΑΚ κι ενώ η καθεμιά μας κάνει στη ζωή της κάτι άλλο, υπάρχει αυτή η κοινή αναφορά που μας ακολουθεί μέσα στα χρόνια.


Του Παναγιώτη Μπαμπαρούτση