Κακούργημα πλέον η παράνομη υλοτομία


ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ Ο ΔΗΜΟΤΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΜΕΣΣΗΝΗΣ ΜΕΝΙΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ

 
Άμεσα μέτρα και πρόληψη  για αντιμετώπιση της παραβατικότητας
 
Του Χάρη Χαραλαμπόπουλου
 
Τη λήψη άμεσων μέτρων, με ενίσχυση του προσωπικού του Αστυνομικού Τμήματος Μεσσήνης, προτείνει ο δημοτικός σύμβουλος της μείζονος μειοψηφίας, Μένιος Αδαμόπουλος, ως πρωταρχικό μέτρο για την αντιμετώπιση της ολοένα και αυξανόμενης παραβατικότητας.
Μιλώντας στο «Θ» ο κ. Αδαμόπουλος ανέφερε πως στην περίπτωση που δε ληφθούν αυτά τα άμεσα μέτρα, θα πρέπει να υπάρξουν δυναμικές αντιδράσεις, στο πλαίσιο της δημοκρατικής νομιμότητας.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, στηρίζεται σε δύο πυλώνες: την πρόληψη και την καταστολή.
Όπως μας είπε, «έγκλημα θεωρείται κάθε πράξη ή παράλειψη που διαπράττει κάποιος με πρόθεση, αντίθετη προς τους  κανόνες ποινικού δικαίου, που διαπράχθηκε από άνθρωπο ώριμο, με καταλογισμό και η πράξη αυτή προβλέπεται και τιμωρείται από κάποιον νόμο.   
Διαπιστώνουμε, πράγματι, κρούσματα εγκληματικής βίας, κλοπές, ληστείες, φόνους, κατάχρηση εξαρτησιογόνων ουσιών. Εμφάνιση νέων μορφών εγκλημάτων, σχετικά με την τεχνολογία, όπως: Internet, Facebook, ΑΤΜ, πιστωτικές κάρτες, όξυνση της οικονομικής εγκληματικότητας και των προσβολών κατά του περιβάλλοντος.  Βεβαίως, δεν αναφερόμαστε σε άλλες μορφές του οργανωμένου πλέον εγκλήματος, που αφορά στην εσωτερική ασφάλεια, όπως η διεθνής τρομοκρατία, η λαθρομετανάστευση, τα ναρκωτικά, το λαθρεμπόριο τσιγάρων, καυσίμων και ρούχων, τα κυκλώματα διακίνησης ανθρώπων (trafficking), η παράνομη διακίνηση όπλων και εκρηκτικών, οι απάτες, η παραχάραξη και η πλαστογραφία.
Το έγκλημα, λοιπόν, ανθεί, έχοντας ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά. Εξελίσσεται μαζί με την κοινωνία και διαμορφώνεται, μέσα από τα προβλήματα που αυτή αντιμετωπίζει. Αντιμετωπίζεται με δύο τρόπους: την πρόληψη και την καταστολή».

 
Η Αστυνομία έχει τη λύση,  αλλά και αυξημένα καθήκοντα 
Συνεχίζοντας σημείωσε πως το μεγάλο πρόβλημα αντιμετώπισης της παραβατικότητας έχει αναλάβει να φέρει σε πέρας η Αστυνομία, «η οποία, λόγω έλλειψης προσωπικού και επειδή έχει επιφορτιστεί με ξένα προς αυτή καθήκοντα (όπως δικόγραφα, μέτρα σε εκδηλώσεις, φυλάξεις υψηλών προσώπων, στόχων, μεταγωγές, δικαστήρια, αποσπάσεις, πολεοδομικές παραβάσεις και ό,τι άλλο), κάνει το έργο της υπερφορτωμένο και δύσκολο, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να επιβληθεί και, κατά συνέπεια, το έγκλημα να διαιωνίζεται και να αυξάνεται ραγδαία. Συνεπώς, καταβάλλονται φοβερές προσπάθειες εκ μέρους των αστυνομικών να περιορίσουν το έγκλημα, κρατώντας πολύπλευρες ισορροπίες.                          
Επιτακτική ανάγκη επιβάλλει το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη να ενισχύσει με ικανό αριθμό προσωπικού ή ό,τι κρίνει αναγκαίο, έτσι ώστε οι πολίτες στην περιοχή μας να εμπεδώσουν το αίσθημα ασφαλείας. Να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής τους και να ηρεμήσουν. Αυτό, όμως, θα έπρεπε να έχει γίνει από καιρό.
Θέση της μείζονος μειοψηφίας στο Δήμο Μεσσήνης είναι πως, αν δε ληφθούν άμεσα μέτρα, θα πρέπει να αντιδράσουμε δυναμικά, σεβόμενοι ένα από τα χαρακτηριστικά του κρατικού κύρους, τους νόμους. Μη μένουμε άπραγοι. Αυτή είναι η πρότασή μας, προς την πλειοψηφία, περιμένουμε να την αποδεχθεί και να δράσουμε από κοινού.
 
Η πρόληψη
Το άλλο θέμα είναι η πρόληψη. Πρέπει να συνειδητοποιηθεί ότι το ζήτημα της εγκληματικότητας αφορά όλους τους πολίτες και δεν είναι υπόθεση μόνο του κράτους. Να επιδιωχθεί μια αλλαγή του τρόπου προσέγγισης του εγκλήματος, κυρίως στο χώρο των νέων, στηριζόμενη πάντα στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στις επιταγές μιας σωστής αντεγκληματικής πολιτικής. Η Πολιτεία ασφαλώς έχει την κύρια ευθύνη και τον πρώτο λόγο. Οφείλει να δημιουργεί το πλαίσιο δράσης, να κατευθύνει και να συντονίζει τις προσπάθειες όλων. Γιατί, πραγματικά, μόνο με συλλογική δράση μπορούμε να αναμένουμε ότι θα περισταλθεί και θα ελεγχθεί το εγκληματικό φαινόμενο.                        
Εδώ φωτογραφίζουμε τα Τοπικά Συμβούλια Πρόληψης Εγκληματικότητας, για τα οποία έχει γίνει πάρα πολλές φορές λόγος και είναι δουλειά του Δήμου (άρθρο 16 ν 2713/1999). Είναι απολύτως αναγκαία η συνεργασία των φορέων του επίσημου κοινωνικού ελέγχου (Αστυνομία, Εισαγγελία, Κοινωνικών Φορέων με εργασία στη γειτονιά, την μικρή ομάδα, την οικογένεια, το σχολείο και όχι μέσα από το γραφείο), με εκείνους του άτυπου φορέα (οικογένεια, σχολείο, ΜΜΕ). Οι Δήμοι πρέπει να μετέχουν, να ενισχύουν και να ενθαρρύνουν τις ειδικές αυτές υπηρεσίες στην προσπάθεια αυτή, παράλληλα με τη χρήση εθελοντών, όπως προβλέπεται από το σχετικό ως άνω νόμο.
Η ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων, η παγκοσμιοποίηση του εγκλήματος, η εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας, η ανεργία, η φτώχεια, η πείνα, η έλλειψη αντεγκληματικής και μεταναστευτικής πολιτικής είναι αυτά που αιτιολογούν τις σημερινές αναπαραστάσεις της εγκληματικότητας.
Επιβάλλεται, συνέχισε, η συνεργασία κοινωνίας και Πολιτείας, σε επίπεδο ενημέρωσης, πραγματικής συνδρομής και δημιουργίας πολιτικών και κοινωνικών θεσμών για να εξομαλύνουν τις κοινωνικές σχέσεις, να προστατέψουν τους νέους, τους φτωχούς, τις κοινωνικά ευάλωτες ομάδες και να αποτρέψουν την δημιουργία γκέτο. Όλα αυτά σε προέκταση της αλληλεγγύης, της αλληλοκατανόησης, του ανιδιοτελούς ανθρωπισμού, της αγάπης και της αυτοθυσίας, είναι χαρακτηριστικά του πολιτισμού μας, που συνεχώς ευαγγελιζόμαστε.
Στη σημερινή κοινωνία, την τοπική, την ευρύτερη, την παγκόσμια, με την αλληλεξάρτηση και την αλληλοεπίδραση που υπάρχει, κάτω από την φιλελευθεροποίηση και την ασυδοσία που κυριαρχεί, η δίψα του κέρδους στην εποχή της αγοράς δεν αφήνει περιθώρια για ανθρωπιστικές σκέψεις και πράξεις.
Συμπερασματικά, η συνεργασία των φορέων με την ευαισθητοποίηση περισσοτέρων ανθρώπων που θα αντιδράσουν μεθοδευμένα και ανυποχώρητα, αγκαλιάζοντας πιο πλατιά στρώματα της κοινωνίας, ίσως μπορέσει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη συγκρότηση και την ανατροπή της κατηφόρας που ταχέως οδηγούμαστε».