Αυγουστιάτικη πανσέληνος στην κορυφή του Ταϋγέτου (φωτογραφίες)


Με τον ορειβατικό σύλλογο Καλαμάτας
 
Του Χρήστου Καρρά
 
Όλα ξεκίνησαν την Τετάρτη 6 Αυγούστου, όταν, ενώ βρισκόμουν πολύ πιεσμένος λόγω φόρτου εργασίας στην Αθήνα και προσπαθώντας να μη σκέφτομαι το γεγονός ότι σε δύο ημέρες θα ξεκινούσαν οι πολυαναμενόμενες διακοπές μου, ακούστηκε από το κινητό μου ένας ήχος από γνωστό μέσο κοινωνικής δικτύωσης.
Ο Ορειβατικός Σύλλογος Καλαμάτας ανακοίνωνε ότι την Πέμπτη τα μέλη του θα πραγματοποιούσαν συζήτηση σχετικά με μία νυχτερινή ανάβαση στον Ταΰγετο, κάτω από την αυγουστιάτικη πανσέληνο. Ακολουθώ τον Ορειβατικό Σύλλογο Καλαμάτας ανενεργά μέσω του διαδικτύου, με αφορμή τις πολλές και τόσο ενδιαφέρουσες περιγραφές εξορμήσεων της πολύ καλής μου φίλης και ενεργού μέλους του Συλλόγου, Ντιάνας.
Η δύσκολη μέρα στη δουλειά, δυστυχώς, δε μου επέτρεψε να σκεφτώ κάτι παραπάνω για τη σχετική ανάβαση στον Ταΰγετο, αλλά από τη στιγμή που διάβασα γι’ αυτό κάτι είχε καρφωθεί στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου. «Μήπως να το επιχειρούσα;» σκέφτηκα, όταν είχα ήδη γυρίσει στο σπίτι. Κοιμήθηκα έχοντας στο μυαλό μου αυτό το δίλημμα. 
Την επόμενη ημέρα με «έτρωγε» μέσα μου η ίδια σκέψη. Δεν άντεξα και τηλεφωνήθηκα με την Ντιάνα, την οποία και ρώτησα μεταξύ σοβαρού και αστείου, αν το βράδυ του ερχόμενου Σαββάτου θα πατούσαμε στην κορυφή του Ταϋγέτου παρέα.
Έφτασε η πολυπόθητη Παρασκευή! Η παραμονή της ανάβασης και η έναρξη των διακοπών μου. Όταν έφτασε το απόγευμα, είχα ήδη φτάσει στην Καλαμάτα και η σκέψη τού να ανέβω στην κορυφή του Ταϋγέτου μέσα στη νύχτα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, είχε αντικατασταθεί από σκέψεις για τρόπους χαλάρωσης σε μία από τις μαγευτικές παραλίες της πόλης, απολαμβάνοντας κάτι δροσιστικό, ώσπου χτύπησε το κινητό μου και άκουσα μία φράση: «Τι θα γίνει; Θα ανέβουμε αύριο;».
Δεν το σκέφτηκα ούτε δευτερόλεπτο. Απάντησα θετικά, ενώ οι παλμοί μου είχαν σίγουρα αυξηθεί σημαντικά. Η ημέρα της ανάβασης είχε φτάσει και δεν είχα πολύ χρόνο για να οργανωθώ. Δανείστηκα ένα δεύτερο σακίδιο πλάτης που είχε η φίλη μου η Ντιάνα, ετοίμασα προμήθειες για την εξόρμηση και έτρεξα να προλάβω να αγοράσω έναν υπνόσακο.
Όλα ήταν έτοιμα, εκτός από το πιο σημαντικό. Έπρεπε να εξηγήσω στη δύο χρόνων κόρη μου, η οποία με περίμενε ήδη δύο εβδομάδες, ότι θα χρειαζόταν να λείψω για ακόμη μία ημέρα, ενώ είχα έρθει από Αθήνα λίγες ώρες πριν. 
Το πρώτο σημαντικό εμπόδιο, τελικά, το ξεπέρασα και έφτασε η ώρα για να πάμε στο σύλλογο. Φτάσαμε στα γραφεία του Ορειβατικού κατά τις πέντε. Υπήρχε αρκετή κινητικότητα και πολύ καλή διάθεση από όλους, ενώ κάποια από τα άτομα φορτώνανε σάκους συμμετασχόντων σε ένα φορτηγάκι. Μέχρι τις έξι παρά είχαμε όλοι γράψει τα ονόματά μας στη λίστα συμμετασχόντων, είχε γίνει η απαραίτητη καταμέτρηση και κανονίστηκε ως πρώτο σημείο συνάντησης το Τουριστικό Ταϋγέτου. Εμείς αποφασίσαμε να πάμε με το δικό μας αυτοκίνητο, προσφέροντας δύο ακόμη θέσεις σε όποιον ήθελε να έρθει μαζί μας. Την πρόσκλησή μας δέχτηκαν δύο κοπέλες, η Σύλβια και η Μαρία, με τις οποίες και μοιραστήκαμε στιγμές και συγκινήσεις της εξόρμησης από την αρχή μέχρι και το τέλος της.
Φτάσαμε όλοι στο πρώτο σημείο συνάντησης. Τα φιλικά πειράγματα και η θετική ενέργεια από όλους χαρακτήριζαν τη μέχρι τότε επαφή μου με τον Ορειβατικό Σύλλογο. Πήραμε έναν καφέ και ένα σνακ για το δρόμο μέχρι τη Σπάρτη, δώσαμε το επόμενό μας ραντεβού στην πηγή Μαγγανιάρη και πριν ξεκινήσουμε, βγάλαμε μια αναμνηστική φωτογραφία, η οποία και ανέβηκε στη σελίδα του Ορειβατικού την ίδια στιγμή. Ξεκινήσαμε τη δύσκολη λόγω των κλειστών στροφών διαδρομή προς Σπάρτη. Από εκεί συνεχίσαμε με κατεύθυνση το δρόμο προς Γύθειο και, έπειτα από περίπου επτά χιλιόμετρα, βγήκαμε από τον κεντρικό δρόμο, για να περάσουμε από το χωριό Ανώγεια. Λίγο μετά είδαμε ταμπέλα που μας κατεύθυνε για το καταφύγιο του Ταϋγέτου, ενώ ο καιρός δεν έδειχνε και πολύ φιλικές τάσεις. Είχε ήδη ξεκινήσει να βρέχει. Αφού περάσαμε και τον οικισμό Ντόριτσα, στο τέλος του ασφαλτοστρωμένου δρόμου και στα 980 μέτρα βρήκαμε την πηγή Μαγγανιάρη, το δεύτερο σημείο συνάντησης, όπου και ξεκινούσε το μονοπάτι προς το καταφύγιο.
Παρκάραμε το αυτοκίνητο και συζητήσαμε για το ποιοι από εμάς επιθυμούσαν να ανέβουν στο καταφύγιο από το μονοπάτι και ποιοι με τα αυτοκίνητα. Η αλήθεια είναι ότι με ανησύχησε λίγο ο καιρός, ο οποίος τελικά ύστερα από ώρα μάς έκανε το χατίρι και σταμάτησε να βρέχει, και αποφάσισα να ανέβω με κάποιο από τα φορτηγάκια που θα ανέβαιναν από το χωματόδρομο. Ακολούθησε πολύς χαβαλές στην καρότσα του αγροτικού μέχρι που φτάσαμε στο καταφύγιο στην θέση Βαρβάρα, το οποίο βρίσκεται στα 1.550 μέτρα.
Σε πολύ σύντομο διάστημα είχαμε τακτοποιήσει τα πράγματά μας, είχαμε ετοιμάσει τους υπνόσακούς μας, ενώ κάποιοι τολμηροί την ίδια στιγμή ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν την ανάβαση στην κορυφή του βουνού με σκοπό να διανυκτερεύσουν εκεί. 
Αφού ξεκίνησε η πρώτη ομάδα, εμείς που είχαμε μείνει στο καταφύγιο με σκοπό να ξεκινήσουμε στα μέσα της νύχτας τη διαδρομή, βγάλαμε ό,τι είχαμε από φαγητό για να το μοιραστούμε για το βράδυ. Αυτό που έλειπε ήταν κάτι καλό να πιούμε. Όταν κάποιοι εκφράσαμε την επιθυμία μας για τσίπουρο, σχεδόν αμέσως έφτασε κάποιος ως από μηχανής θεός, φέρνοντας μαζί του ένα μπουκάλι για να συνοδέψει το πλούσιο γεύμα μας. Ο καθαρός αέρας, η ησυχία της φύσης και το τέλειο τοπίο με το γεμάτο φεγγάρι να μας κοιτάζει από ψηλά, μου γεννούσαν πολύ έντονα συναισθήματα. Μία ευφορία, η οποία κάτι μου έλεγε ότι δε θα τελείωνε και πολύ σύντομα.
Ήρθε η ώρα να χαμηλώσει η λάμπα του καταφυγίου για να μπορέσει να κοιμηθεί όποιος θέλει. Κάποια στιγμή επισκέφτηκα και εγώ τον υπνόσακό μου. Μπήκα μέσα, αλλά η λαχτάρα και η αγωνία μου για το άγνωστο της ανάβασης δε μου επέτρεπαν να κοιμηθώ. Τουλάχιστον όχι αμέσως, όπως θα επιθυμούσα, μιας και θα ξυπνούσα εντός πολύ λίγων ωρών. Τελικά τα κατάφερα και ο επόμενος ήχος που άκουσα ήταν η αφύπνιση του κινητού μου, που με ενημέρωνε ότι η ώρα ήταν ήδη τρεις και έπρεπε να σηκωθώ και να ετοιμαστώ για την περιπέτεια της νυχτερινής ανάβασης στην κορυφή του Ταϋγέτου. 
Πριν προλάβω να το καταλάβω είχε πάει ήδη τρεις και μισή και ήμασταν όλοι έτοιμοι να ξεκινήσουμε. Ο Γιάννης, που ήταν και ο αρχηγός της ομάδας, μας ενημέρωσε ότι θα ξεκινήσουμε στην αρχή με αργό ρυθμό και ότι θα πραγματοποιήσουμε 1-2 στάσεις μέχρι την κορυφή.
Είχαμε ήδη ξεκινήσει να περπατάμε το μονοπάτι για την κορυφή μέσα από το δάσος, όταν, βλέποντας τα φώτα από τους φακούς μας να σκαρφαλώνουν το επιβλητικό βουνό, συνειδητοποίησα τι συμβαίνει και τι δοκιμασία είχα βάλει σκοπό να φέρω εις πέρας. Δε με φόβισε καθόλου αυτή η σκέψη βέβαια, γιατί ένοιωσα οικεία από την πρώτη στιγμή με όλη αυτή την κατάσταση. Η πρώτη μας στάση έγινε έπειτα από περίπου μία ώρα πορείας, αφού περάσαμε κάποια ρεματιά για να κόβει ο αέρας. Ήπιαμε λίγο νερό, ξεκουραστήκαμε για 5 λεπτά και συνεχίσαμε την πορεία μας με το επιβλητικό φεγγάρι να μας κρατάει συντροφιά από ψηλά. Η κορυφή του Ταϋγέτου είχε ήδη αρχίσει να φαίνεται στα αριστερά μας. Ανεβαίναμε για περισσότερο από δύο ώρες, όταν περάσαμε ακόμη μία ρεματιά, μέχρι που φτάσαμε στις λεγόμενες Πλάκες. Ένα αρκετά ανηφορικό κομμάτι, το οποίο θύμιζε ένα κανονικό πλακόστρωτο μονοπάτι πάνω στην πλαγιά. Εκεί κοντοστάθηκα λίγο και κοίταξα τον ουρανό. Είχε καθαρίσει τελείως από τα σύννεφα και μπορούσες μέσα στα αστέρια να διακρίνεις πεντακάθαρα τους διάφορους αστερισμούς που είναι εφικτό να φανούν με γυμνό μάτι. 
Όλα κυλούσαν μια χαρά και απολάμβανα κάθε στιγμή της εξόρμησης.
Η δεύτερη και τελευταία στάση μας ήταν στις Πόρτες. Εκεί με το που πέρασα το μικρό σχίσμα που κόβει την κορυφογραμμή, έμεινα έκπληκτος από το τοπίο. Το φεγγάρι βρισκόταν ανάμεσα από την ψηλότερη κορυφή του Ταϋγέτου και την Αθάνατη Ράχη, ενώ έριχνε απλόχερα φως στο Μεσσηνιακό κόλπο. Τόσο εντυπωσιακό που σε άφηνε με το στόμα ανοιχτό. Εκεί φορέσαμε κάτι πιο ζεστό όσοι είχαμε μείνει ακόμη με καλοκαιρινά μπλουζάκια, γιατί το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής θα μας οδηγούσε στην κορυφή του Ταϋγέτου και εκεί οι θερμοκρασίες θα ήταν αρκετά χαμηλές. Είχε ξεκινήσει να χαράζει και είχαμε μπει στην τελική ευθεία. Μπορούσες πια να διακρίνεις ξεκάθαρα το μονοπάτι που θα μας οδηγούσε στην κορυφή. Το έδαφος ήταν πολύ πιο ασταθές από την μέχρι τότε πορεία μας, με αποτέλεσμα να κάνει την ανάβαση αρκετά δύσκολη. Η ανυπομονησία, όμως, του να πατήσεις το πόδι σου στην κορυφή και να περιμένεις την ανατολή, ξεπερνούσε κατά πολύ αυτή τη δυσκολία.
Φτάσαμε! Τα πόδια μας περπατούσαν στα 2.407 μέτρα. Συναντήσαμε και την ομάδα που είχε διανυκτερεύσει εκεί, μπροστά από το μικρό πλινθόκτιστο ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία. Το θέαμα που συνάντησα, όταν κοίταξα γύρω μου, είναι κάτι που δεν είναι δυνατόν να το περιγράψεις με απλές λέξεις. Τα συναισθήματα ήταν τόσο έντονα και το δέος που ένιωσα τεράστιο. Το όλο σκηνικό ήταν τόσο επιβλητικό. Ένιωθες σαν να βρίσκεσαι στο ψηλότερο σημείο του κόσμου. Η ηθική ικανοποίηση και οι εικόνες που συναντάς, όταν πατάς το πόδι σου σε αυτή την κορυφή, σε αποζημιώνουν για ό,τι πέρασες μέχρι να φτάσεις μέχρι εκεί, με αποτέλεσμα να μη νιώθεις την παραμικρή κούραση.
Σιγά σιγά πλησίαζε 6.20, η ώρα της ανατολής του ηλίου. Όλοι περίμεναν με ανυπομονησία την αυγή για να απολαύσουν το περίφημο φαινόμενο της «Πυραμίδας του Ταϋγέτου». Είχε ήδη ξεκινήσει. Ελάχιστα λεπτά πριν ανατείλει ο ήλιος, σχηματίζεται μέσα στο Μεσσηνιακό κόλπο η τέλεια ισόπλευρη τριγωνική σκιά της κορυφής του Ταϋγέτου. Σταθήκαμε τυχεροί, γιατί η ατμόσφαιρα ήταν πολύ καθαρή και μας επέτρεπε να δούμε την πυραμίδα πεντακάθαρα. Βγάλαμε πολύ όμορφες φωτογραφίες μαζί με όλα τα άτομα του Συλλόγου και αφού είχε ανέβει για τα καλά ο ήλιος ξεκινήσαμε την κατάβαση.
Όταν φτάσαμε στις Πόρτες, μας δόθηκε η επιλογή να μην κατέβουμε από το μονοπάτι που ανεβήκαμε, αλλά να ακολουθήσουμε ένα άλλο, λίγο πιο απαιτητικό, με σαθρό έδαφος, αφού πρώτα θα είχαμε περάσει να δούμε τον τάφο του Λιαντίνη, του γνωστού καθηγητή και φιλοσόφου, που είχε αποφασίσει «να αφανισθεί αυτοθέλητα», όπως χαρακτηριστικά έγραφε στο γράμμα που είχε αφήσει στην κόρη του πριν εξαφανιστεί. 
Αποφάσισα να μην κατέβω από το μονοπάτι που ήρθα και να δοκιμάσω την άλλη διαδρομή, αν και πιο δύσκολη. Τελικά, κατεβήκαμε αρκετά γρήγορα την πλαγιά μετά τον τάφο του Λιαντίνη, κόβοντας δρόμο, μέχρι που συναντήσαμε τα άτομα που είχαν αποφασίσει να κατέβουν από το ίδιο μονοπάτι που είχαμε ανέβει. Η ομάδα ενώθηκε ξανά μέχρι που κατεβήκαμε στο καταφύγιο, όπου μας περίμενε τέλειος ελληνικός καφές.
Φόρτωσα τα πράγματά μου στο φορτηγάκι και έκατσα λίγο έξω από το καταφύγιο για να ξεκουραστώ και να απολαύσω την φύση. Αυτή τη φορά θα διέσχιζα με τα πόδια το περίπου μίας ώρας μονοπάτι που θα οδηγούσε στο σημείο που είχαμε αφήσει το αυτοκίνητο. Ένα τέλειο μονοπάτι κρυμμένο στο απέραντο πράσινο των δέντρων, τα οποία πρόσφεραν απλόχερα τη σκιά που τόσο πολύ χρειαζόμασταν εκείνη τη στιγμή. Μία μικρή στάση στην πηγή «Βαρβάρα» έπειτα από περίπου είκοσι λεπτά περπατήματος. Γεμίσαμε λίγο νερό στα μπουκάλια μας και συνεχίσαμε την κατάβαση για την πηγή Μαγγανιάρη. 
Η περιπέτειά μου τελείωνε και είχα ήδη μια γλυκιά πικρία που όλα αυτά θα έφταναν στο τέλος τους. Είχα περάσει τέλεια και σκεφτόμουν ήδη ποια θα είναι η επόμενη μου εξόρμηση. Γνώρισα αρκετούς ενδιαφέροντες ανθρώπους που ο καθένας τους είχε να διηγηθεί από μία ή και περισσότερες εμπειρίες σχετικά με την ορειβασία και όχι μόνο.
Με το που γύρισα στο σπίτι διηγήθηκα στην οικογένειά μου με λεπτομέρειες την πρώτη μου εμπειρία στο βουνό και το βράδυ κοιμήθηκα σε δευτερόλεπτα. Ένα περίεργο συναίσθημα με το που ξύπνησα το επόμενο πρωί και που με έκανε να χαμογελάσω, αλλά και ένα γλυκό πιάσιμο στα πόδια, όταν σηκώθηκα, ήμουν σίγουρος ότι σηματοδοτούσαν την έναρξη μίας νέας δραστηριότητας στη ζωή μου.
Ευχαριστώ πολύ τον Ορειβατικό Σύλλογο Καλαμάτας για την ευκαιρία που μου έδωσε να ζήσω αυτή την τόσο έντονη εμπειρία.