Φρένο στη νοθεία του έξτρα παρθένου ελαιολάδου


Πόσο βέβαιος μπορεί να είναι κανείς ότι μια συσκευασία ελαιολάδου με την ετικέτα «έξτρα παρθένο», και επομένως με την ανάλογη τιμή, περιέχει πραγματικά αυτό που διαφημίζει; Όχι απόλυτα, όπως αποδεικνύει πρόσφατη ανακοίνωση του Ενιαίου Φορέα Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ), ο οποίος πριν από δύο εβδομάδες εντόπισε προϊόντα από τέσσερις διαφορετικές ελληνικές εταιρείες, τα οποία στην πραγματικότητα ήταν χρωματισμένο ηλιέλαιο. Τέτοια περιστατικά δείχνουν γιατί το ελαιόλαδο θεωρείται ένα από το πιο «εκτεθειμένα» στη νοθεία προϊόντα, χωρίς βέβαια αυτό να ισχύει μόνο στην Ελλάδα.
Για παράδειγμα, ακόμη και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, σύμφωνα με μελέτες, πάνω από τα 2/3 του «έξτρα παρθένου» ελαιολάδου στα ράφια των καταστημάτων ουσιαστικά είναι κατώτερης ποιότητας προϊόντα.
Έξι, όμως, φοιτητές από το Πανεπιστήμιο Davis στην Καλιφόρνια ανέπτυξαν έναν αισθητήρα που υπόσχεται να βάλει «φρένο» στη νοθεία, κάνοντας πολύ πιο εύκολο τον έλεγχο σε όλα τα στάδια που μεσολαβούν από το ελαιοτριβείο μέχρι το… πιάτο των καταναλωτών. Ο αισθητήρας δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του φετινού διαγωνισμού συνθετικής βιολογίας IGEM στη Βοστώνη, με την καθοδήγηση τριών καθηγητών του πανεπιστημίου. Ανάμεσά τους και ο δρ Ηλίας Ταγκόπουλος, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πληροφορικής (με καταγωγή από τη Μεσσηνία).
«Υπολογίζουμε πως η πρώτη έκδοση της συσκευής θα είναι έτοιμη να κυκλοφορήσει στο εμπόριο σε δύο χρόνια, ενώ θα έχει αρκετά προσιτή τιμή που θα κινείται γύρω στα 135 δολάρια», λέει στην «Κ» ο κ. Ταγκόπουλος. Χάρις στη συσκευή, ο έλεγχος της ποιότητας του ελαιολάδου θα γίνεται πολύ πιο γρήγορα και με πολύ μικρότερο κόστος από τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται έως τώρα. Πλεονεκτήματα που εξηγούν γιατί κέρδισε το πρώτο βραβείο στο φετινό IGEM, ο οποίος ολοκληρώθηκε στις αρχές Νοεμβρίου, το μεγαλύτερο ετήσιο διαγωνισμό συνθετικής βιολογίας με συμμετοχές από όλο τον κόσμο.
«Για έναν προκαταρκτικό έλεγχο, συνήθως σήμερα χρησιμοποιούνται ειδικά κιτ που μετρούν την οξύτητα, μια παράμετρος που έχει μεν σχέση αλλά δεν αντιπροσωπεύει πλήρως την ποιότητα του ελαιολάδου», προσθέτει ο επιστήμονας. Μια πιο αποτελεσματική μέθοδος είναι να ταυτοποιηθούν όλες οι χημικές ενώσεις που περιέχει το προϊόν που εξετάζεται, κάτι που γίνεται με ένα φασματογράφο μάζας. Ωστόσο, το εργαλείο αυτό κοστίζει περίπου 100 χιλιάδες δολάρια και απαιτεί εκπαιδευμένο προσωπικό. Επίσης, η ανάλυση κάθε δείγματος κοστίζει περίπου 1.000 δολάρια, ενώ για να συναχθούν τα αποτελέσματα χρειάζονται έως και τρεις εβδομάδες, από τη στιγμή που το δείγμα θα φτάσει στο εργαστήριο.
Αντίθετα, ο βιοαισθητήρας από το Πανεπιστήμιο του Davis έχει τη δυνατότητα να μετρήσει μια ομάδα χημικών ενώσεων που ονομάζονται αλδεΰδες και έτσι να δώσει μια αρκετά ακριβή εικόνα της ποιότητας του λαδιού. Με αυτό τον τρόπο, όπως λέει ο κ. Ταγκόπουλος, η εξέταση κάθε δείγματος αναμένεται να στοιχίζει 2-3 δολάρια, ενώ τα αποτελέσματα θα προκύπτουν σε λίγα λεπτά. «Όσον αφορά στο ποσοστό ακρίβειας της εξέτασης, τα πειράματα που έχουμε κάνει μέχρι τώρα δείχνουν πως στο 89% των περιπτώσεων κατηγοριοποιεί σωστά διάφορους τύπους ελαιολάδου», προσθέτει.
Πηγή: «Καθημερινή» Tου Κώστα Δεληγιάννη