Ξέσπασμα του πρώην αστυνομικού κατά ανωτέρων του στη δίκη για το φόνο Μεσάι

Ξέσπασμα του πρώην αστυνομικού κατά ανωτέρων του στη δίκη για το φόνο Μεσάι

Την απαλλαγή 3 πρωτόδικα καταδικασμένων πρότεινε ο εισαγγελέας

Το οργισμένο ξέσπασμα του κατηγορούμενου αστυνομικού της Δίωξης Ναρκωτικών κατά των ανωτέρων του και των διοικητών του, που γνώριζαν ότι επικοινωνούσε με μέλος της οργάνωσης και δεν εμφανίσθηκαν στο δικαστήριο να καταθέσουν, κυριάρχησε χθες κατά τη συνεδρίαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Καλαμάτας στη δίκη για την εγκληματική οργάνωση για τη διπλή δολοφονία πατέρα και γιου Μεσάι, τους εκβιασμούς και τη διακίνηση ναρκωτικών.
Η δίκη χθες συνεχίσθηκε με τις απολογίες και των υπόλοιπων κατηγορουμένων και την αγόρευση του εισαγγελέα, ο οποίος διαφοροποιήθηκε από την πρωτόδικη απόφαση για τρεις κατηγορουμένους. Ζήτησε την απαλλαγή από τις κατηγορίες του πρώην αστυνομικού της Δίωξης Ναρκωτικών, λέγοντας ότι ενεργούσε εντός των επαγγελματικών του καθηκόντων, του δασικού υπαλλήλου, διότι δε γνώριζε πως μετέφερε το δολοφονό Αλβανό «Νίκο» στην Αθήνα και του κατηγορούμενου γιου επιχειρηματία για εκβιασμό άλλου επιχειρηματία, μέσω μέλους της οργάνωσης.
Η χθεσινή μέρα ολοκληρώθηκε με τις αγορεύσεις δύο δικηγόρων, ενώ η δίκη θα συνεχισθεί σήμερα με τις αγορεύσεις των υπόλοιπων συνηγόρων υπεράσπισης.

Απολογίες νεαρών
Η ακροαματική διαδικασία το πρωί ξεκίνησε με την απολογία του 30χρονου από τη Μεσσήνη, ο αδελφός του οποίου βρισκόταν μαζί με τον Αλβανό «Νίκο» στο αυτοκίνητο που έγιναν οι δολοφονίες.
Πρωτόδικα είχε καταδικασθεί ως τοξικομανής, με ποινή κάθειρξης 15 χρόνων, για συμμετοχή στην εγκληματική οργάνωση, αγορά, κατοχή και πώληση ναρκωτικών ουσιών από κοινού και κατ’ εξακολούθηση στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης.
Όπως είπε στην απολογία του, το μόνο που έχει κάνει είναι ότι έδινε κάποιες μικρές ποσότητες ναρκωτικών για να εξασφαλίζει τη δόση του. Έμπλεξε, όπως εξήγησε, με τα ναρκωτικά, όχι από μαγκιά, αλλά λόγω οικογενειακών προβλημάτων και πως ποτέ κανείς δεν του είπε να ενταχθεί σε καμία εγκληματική οργάνωση.
Στον 52χρονο που έχει καταδικασθεί ως αρχηγός, ο 30χρονος είπε ότι είχε πάει τους τελευταίους μήνες. Ασχολούνταν σε αγροτικές εργασίες και εξασφάλιζε τη χρήση του. Μάλιστα, σε ερώτηση της Έδρας τι ήθελαν δύο αδέλφια σε έναν τόσο σκληρό κακοποιό, απάντησε ότι ήξερε ότι είχε καταδικασθεί για ναρκωτικά και όχι για κάτι άλλο. Παραδέχθηκε ότι μια φορά πήγε ως οδηγός μαζί με τον 52χρονο αρχηγό να αγοράσουν ναρκωτικά στην Αθήνα, ενώ είπε πως δε γνώριζε για τις δολοφονίες.
Κλείνοντας, κατέθεσε ότι έχει μετανιώσει για το κακό που έχει κάνει στον εαυτό του, πληρώνοντας πολύ ακριβά το πάθος του για τα ναρκωτικά.
Ο νεαρός ξάδελφος των δύο αδελφών από τη Μεσσήνη απολογήθηκε στη συνέχεια. Πρωτόδικα του είχε επιβληθεί ποινή καθείρξεως 25 ετών για απλή συνέργεια στις δύο ανθρωποκτονίες, καθώς ακολουθούσε με αυτοκίνητο το όχημα όπου έγιναν οι δύο δολοφονίες και παρέλαβε τον Αλβανό «Νίκο» και τον 25χρονο ξάδελφό του, ενώ δικάστηκε και ως μέλος της εγκληματικής οργάνωσης για αγορά, κατοχή και πώληση ναρκωτικών ουσιών από κοινού και κατ’ εξακολούθηση στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης.
Όπως είπε, ένα βράδυ του είπαν να παραλάβει από την περιοχή του νοσοκομείου ένα άτομο και να το πάει στο σπίτι του 52χρονου αρχηγού, όπως και το έκανε, χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν ο «Νίκο».
Στο σπίτι του 52χρονου είπε πως έκανε μεροκάματα, φροντίζοντας τα ζώα που είχε και αυτός του έλεγε να μην κάνει παρέα με το θύμα Φελίμ Μεσάι και το «Νίκο», όταν αυτός ήρθε. Το απόγευμα της δολοφονίας θα πήγαιναν να κόψουν μια καραμπίνα, χωρίς να το ξέρει ο 52χρονος, κι αυτός ακολούθησε το αυτοκίνητο του θύματος που ήταν μέσα πατέρας και γιος Μεσάι, ο «Νίκο» και ο 25χρονος ξάδελφός του. Ξαφνικά, όπως είπε, έχασε τα φώτα του προπορευόμενου αυτοκινήτου και ελάχιστα μετά είδε τον 25χρονο να έρχεται πεζός. Του είπε να φύγουν γρήγορα, ενώ τους πρόλαβε και ο «Νίκο», ο οποίος ήταν βρεγμένος και τους απείλησε με την καραμπίνα να τον πάρουν, γιατί θα τους σκότωνε.
Όταν ρωτήθηκε από την πρόεδρο πως μετά σύλληψή του είχε πει ότι άκουσε τον 52χρονο αρχηγό να λέει στο «Νίκο» να σκοτώσει τον Μεσάι, αρνήθηκε λέγοντας πως από τους αστυνομικούς της Αθήνας είχε φάει πολύ ξύλο και δεν ήξερε τι έλεγε και υπέγραφε.
Μετά, είπε, επέστρεψαν στο σπίτι του 52χρονου, ο οποίος όταν έμαθε τι είχε γίνει εξαγριώθηκε και τους έδιωξε. Μάλιστα, αυτή του η αναφορά προκάλεσε επιφώνημα αγανάκτησης από την Έδρα, ενώ ο νεαρός συνεχίζοντας είπε πως όταν περνούσαν από το αεροδρόμιο, ο «Νίκο» πέταξε την καραμπίνα της δολοφονίας σε καλάμια, ενώ είδε ότι είχε κι ένα μαχαίρι στη μέση του. Τον άφησαν, όπως είπε, στο Νέδοντα.

Η μεταφορά του «τσοπάνη»
Ο δασικός υπάλληλος, που έχει καταδικασθεί σε 3,5 χρόνια φυλακής, εξαγοράσιμα, για υπόθαλψη εγκληματία και οπλοφορία, υποστήριξε στην απολογία του ότι ο κατηγορούμενος για εκβιασμούς υπάλληλος του ΟΣΕ, με τον οποίο είχε σχέσεις και εργαζόταν σε κατάστημά του, του ζήτησε κάποια στιγμή να πάει να πάρει μια σακούλα από το σπίτι του 52χρονου αρχηγού. Το έκανε, αλλά όταν επέστρεψε, ψηλαφώντας την τσάντα, κατάλαβε ότι είχε ένα όπλο. Μάλιστα, είπε στον υπάλληλο του ΟΣΕ: «Τι είναι αυτά που με βάζεις να κάνω;».
Για τη μεταφορά του «Νίκο» στην Αθήνα, είπε ότι του ζήτησαν να πάρει ένα άτομο από τη Νέδουσα, που ήταν το σπίτι του δίδυμου αδελφού του 52χρονου αρχηγού, και να το μεταφέρει στην Αθήνα. Του έδωσαν τα έξοδά του και όταν ρώτησε ποιος είναι, του είπαν ότι είναι ένας τσοπάνης. Επειδή είχε ήδη γίνει γνωστή η δολοφονία, είπε πως προβληματίσθηκε για το ποιος είναι ο ταξιδιώτης, αλλά δεν ήξερε τίποτα που να τον βεβαιώνει για κάτι άλλο.
Ο 34χρονος γιος επιχειρηματία, που έχει καταδικασθεί για ηθική αυτουργία σε απόπειρα κακουργηματικής εκβίασης και έχει ποινή φυλάκισης 3 ετών με 3ετή αναστολή, κατέθεσε ότι ο πατέρας του γνώριζε τον υπάλληλο του ΟΣΕ από τη δουλειά και ζήτησε να μεσολαβήσει φιλικά για να πάρουν χρήματα που τους χρωστούσε άλλος επιχειρηματίας. Αρνήθηκε ότι εννοούσε σοβαρά όσες απειλές ακούγονται σε συνομιλία με τον υπάλληλο του ΟΣΕ.
Η σύντροφος του δίδυμου αδελφού του 52χρονου αρχηγού, που έχει καταδικασθεί ως τοξικομανής για διακίνηση ναρκωτικών σε ποινή 4 χρόνων, αρνήθηκε ότι πουλά ναρκωτικά, ενώ όσα αναφέρονται στις συνομιλίες αφορούν πώληση κρέατος από τα ζώα που είχαν.

Ξέσπασμα
αστυνομικού
Με οργή απολογήθηκε ο κατηγορούμενος πρώην Αστυνομικός της Δίωξης Ναρκωτικών, λέγοντάς πως ακόμα δεν μπορεί να πιστέψει ότι έχει καταδικασθεί ως πληροφοριοδότης της οργάνωσης και καταφέρθηκε εναντίον τότε προϊσταμένων του. Μάλιστα, είπε ότι αυτό που ζητά είναι ηθική δικαίωση, καθώς πλέον έχει αποφυλακιστεί. Πρωτόδικα είχε καταδικασθεί σε ποινή καθείρξεως 8 ετών.
Στη Δίωξη ήταν από το 1994 έως και το 2013 και πρόσφερε πολλά, κάτι που αναγνώρισε και το δικαστήριο.
«Αυτά που προσέφερα δεν αναγνωρίσθηκαν από κανέναν. Άνθρωποι που έπρεπε να έχουν έρθει στο δικαστήριο, δεν ήρθαν. Με έστειλαν σαν το σκυλί στ’ αμπέλι. Είναι εν ενεργεία και φοβούνται κάποιοι», είπε και άρχισε να ονοματίζει ανωτέρους του που γνώριζαν τις επικοινωνίες του με το δίδυμο αδελφό του 52χρονου αρχηγού. Αναφέρθηκε σε ανώτερο αξιωματικό που του είπε ότι θέλει να έρθει να τον βοηθήσει στο δικαστήριο, αλλά «θα του πάρουν το κεφάλι», αλλά και σε απόστρατους που τον διαβεβαίωναν ότι οι συνομιλίες του που είχαν καταγραφεί δεν είχαν τίποτα μεμπτό. Μίλησε ακόμα και για τότε διοικητή του, που του είχε ζητήσει να επικοινωνήσει με το συγκεκριμένο κατηγορούμενο μπροστά του.
«Οι ίδιοι οι διοικητές μάς έβαζαν να δίνουμε τα τηλέφωνά μας στους παράνομους. Με έβαζε η υπηρεσία να μιλάω μαζί του. Αν παρακολουθήσετε τις συνομιλίες των αστυνομικών της Δίωξης, θα τους φέρετε όλους εδώ κατηγορούμενους», συνέχισε.
Σε ερώτηση της προέδρου γιατί ο δίδυμος αδελφός του 52χρονου αρχηγού τον φώναζε «Μιχάλη», είπε πως ούτε οι παράνομοι ήθελαν να ξέρουν οι υπόλοιποι στο χώρο τους ότι επικοινωνούν με αστυνομικό, γι’ αυτό και τον είχε καταχωρίσει με άλλο όνομα.
Στα τελευταία, όπως είπε, προσπαθούσε να τον αποφύγει, καθώς είχε αποφασίσει να συνταξιοδοτηθεί και την ημέρα της έρευνας στο σπίτι της συντρόφου του, τον πήρε στις 9.30 το πρωί ζητώντας του να πάει να πάρει τα όπλα του. Όπως είπε, το σπίτι από τις 8.30 φυλασσόταν και κανείς δεν μπορούσε να πλησιάσει, ενώ ο 52χρονος βρισκόταν σε κατάσταση παραφροσύνης κι αυτός προσπαθούσε να τον αποφύγει, ενώ δεν είχε καμία ιδέα για όπλα και τι του έλεγε.
Καταλήγοντας, ζήτησε συγγνώμη για τον τόνο της φωνής του, που ήταν και η αιτία για ολιγόλεπτη διακοπή της συνεδρίασης, δικαιολογώντας ότι τον «πνίγει το δίκιο».

Πρόταση εισαγγελέα
Αρχικά στην αγόρευσή του ο εισαγγελέας αναφέρθηκε διεξοδικά στη σημασία που έχει η καταγραφή συνομιλιών σε τέτοιες δίκες, υπογραμμίζοντας, όμως, παράλληλα, ότι αυτές δεν πρέπει να δαιμονοποιούνται.
Τόνισε πως η διακίνηση ναρκωτικών αποδείχθηκε και μίλησε για δύο φόνους κατά παραγγελία. Είπε πως δεν έχει σημασία ποιος σκότωσε το παιδί, καθώς και οι δύο που βρέθηκαν στο αυτοκίνητο ήταν αποφασισμένοι να κάνουν τα εγκλήματα, τα οποία χαρακτήρισε προσχεδιασμένα.
Μάλιστα, ανέφερε ότι ο 25χρονος από τη Μεσσήνη, που έχει καταδικασθεί για τις δολοφονίες μαζί με τον Αλβανό, εμφανίσθηκε στο δικαστήριο με άλλο πρόσωπο, όμως στις συνομιλίες αποδεικνύεται, όπως σημείωσε ο εισαγγελέας, με πόσο συναισθηματισμό και χωρίς φόβο συμμετέχει στην οργάνωση.
Για όλους όσοι έχουν εμπλοκή στις δολοφονίες ζήτησε καταδίκη, όπως και πρωτόδικα.
Για τον υπάλληλο του ΟΣΕ, είπε ότι για τους εκβιασμούς που έχει καταδικασθεί υπάρχουν αποδείξεις, ενώ είναι ένοχος και για υπόθαλψη εγκληματία. Αντίθετα, όπως είπε, πρέπει να απαλλαγεί ο δασικός υπάλληλος, καθώς ο προηγούμενος εκμεταλλεύτηκε τη φιλία τους και τον χρησιμοποίησε. Παραδέχεται, όπως είπε, ένα συνειρμό που έκανε για τον ποιον μετέφερε στην Αθήνα, αλλά δεν είχε τη βεβαιότητα, ενώ και για το όπλο, είπε πως όσο το κατείχε δε γνώριζε τι ήταν.
Για τους επιχειρηματίες, πρότεινε ο πατέρας να κηρυχθεί εκ νέου ένοχος, ενώ για το γιο να απαλλαγεί λόγω αμφιβολιών.
Τέλος, για τον κατηγορούμενο αστυνομικό, είπε ότι «ο καλός μπορεί να γίνει κακός», αλλά το κάνει για συγκεκριμένο λόγο και με καλά κίνητρα. Είπε πως αναγνωρισμένα πρόκειται για έναν αστυνομικό με μεγάλη εμπειρία και πολλές επιτυχίες, τονίζοντας ότι είναι σύνηθες οι αστυνομικοί να επικοινωνούν με παραβάτες του νόμου, παρά τους κινδύνους που ενέχει αυτή η ενέργεια. Μάλιστα, είπε ότι αυτή η επικοινωνία γίνεται με μυστικότητα και σχέση εμπιστοσύνης και πως στις συγκεκριμένες επικοινωνίες αυτά τα δύο τα βλέπει ως εργαλεία της δουλειάς του αστυνομικού. Είπε δε, πως είναι λογικό να τον έχει με ψεύτικο όνομα καταχωρημένο και ότι το σπίτι φυλασσόταν και δεν μπορούσε να μπει να αφαιρέσει κάτι.
Κατέληξε λέγοντας ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι λανθασμένα και ο αστυνομικός πρέπει να αθωωθεί. Επίσης, πως ο αστυνομικός δε θα έπρεπε να απορεί με τη συμπεριφορά ανωτέρων του και συναδέλφων του μετά τη σύλληψή του, διότι «δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται».

της Βίκυς Βετουλάκη