Ελαιόλαδο: Έχουμε ποιότητα, αλλά άλλοι έχουν…τη χάρη


Το ελαιόλαδο υπάρχει πλέον σε πολλά γερμανικά νοικοκυριά, σύμφωνα με έρευνα της εταιρείας IRI του Ντίσελτορφ. Όμως η τροφοδοσία της αγοράς δεν είναι δεδομένη. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει μια κακή σοδειά ή ακόμα και νοθείες. Ό,τι ισχύει για όλα τα τρόφιμα, ισχύει και για το ελαιόλαδο: Η καλή ποιότητα έχει κόστος, το οποίο εξαρτάται από την προσφορά και τη ζήτηση. Ειδικοί εκτιμούν ότι η φετινή ζήτηση θα καλυφθεί οριακά. Ορισμένοι μάλιστα διαπιστώνουν ήδη αυξήσεις στην γερμανική αγορά.
Η εν λόγω εταιρία που πραγματοποιεί έρευνες αγορές καταγράφει μάλιστα άνοδο της τιμής 20% σε σχέση με πέρυσι λόγω της κακής σοδιάς στην Ισπανία και την προσβολή από μύκητα ιταλικών ελαιώνων.
Στην Ισπανία, η οποία διαθέτει τη μεγαλύτερη παραγωγή ελαιολάδου στον κόσμο, αναμένεται φέτος μέτρια σοδιά. Η κυβέρνηση της Ανδαλουσίας αναμένει ότι η παραγωγή θα φθάσει φέτος τα 1,3 εκατομμύρια τόνους και θα καλύψει οριακά τη διεθνή ζήτηση.
Κατά συνέπεια οι τιμές βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα, ενώ την ίδια στιγμή οι προοπτικές παραμένουν ασαφείς. Σε περίπτωση που συνεχιστεί η ξηρασία στις ελιές μέχρι τον Απρίλιο ή τον Μάιο τότε οι τιμές θα εκτιναχθούν, εκτιμά ο ισπανικός ελαιουργικός κλάδος.
Και η Ιταλία αντιμετώπισε ωστόσο προβλήματα στην σοδιά των ελιών τα τελευταία χρόνια. Λόγω του φυτοπαθογόνου βακτηρίου Ξυλέλα, αλλά και δάκου η ιταλική παραγωγή περιορίστηκε προσωρινά ακόμα και στους 300.000 τόνους. Την ίδια ώρα εντείνονται τα φαινόμενα νοθείας με φθηνό και χαμηλής ποιότητας λάδι από χώρες της βόρειας Αφρικής. Ο ιταλικός σύνδεσμος ελαιοπαραγωγών Coldiretti προειδοποιεί για «εισβολή» χαμηλής ποιότητας ελαιολάδου από το εξωτερικό. Ενδεικτική η περσινή αύξηση εισαγωγών ελαιόλαδο από την Τυνησία κατά 681%!

Ισπανία και Ιταλία καθορίζουν τις τιμές
Αν και η Ελλάδα θεωρείται νάνος σε σύγκριση με την Ισπανία και την Ιταλία ως προς τις ποσότητες ελαιολάδου δεν θα πρέπει να την υποτιμούμε, δηλώνει ο Γιοχάνες Άιζενμπαχ από τον σύνδεσμο Organic Marketing & Export Networks και προσθέτει: «Οι ελληνικές εταιρίες παράγουν καταπληκτικής ποιότητας λάδι, αλλά η Ισπανία και η Ιταλία είναι εκείνες που καθορίζουν τις τιμές στην αγορά».
Οι χαμηλές τιμές των ανταγωνιστών οφείλονται συχνά στο υψηλό ποσοστό χαμηλής ποιότητας λαδιού από χώρες όπως η Τυνησία. «Και εδώ οι Έλληνες είναι συχνά εκτός συναγωνισμού, μιας και το λάδι παράγεται κυρίως σε μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις», τονίζει ο κ. Άιζενμπαχ.
Η Ελλάδα παράγει περίπου 300.000 τόνους το χρόνο και μέχρι στιγμής η παραγωγή πηγαίνει καλά. Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι έλληνες ελαιοπαραγωγοί πωλούν μέχρι και 120.000 τόνους σε ιταλικές εταιρίες, επειδή οι περισσότεροι έλληνες παραγωγοί δεν είναι σε θέση να επωμιστούν το κόστος συσκευασίας και εξαγωγής.
Από την πλευρά τους οι Ιταλοί εξευγενίζουν με το ελληνικό λάδι το δικό τους προϊόν. «Χρειαζόμαστε ένα καλύτερο μάρκετινγκ και μια καλύτερη συνεργασία μεταξύ μας για να βρούμε τη θέση μας στην αγορά, αλλά αυτό είναι δύσκολο σε περίοδο κρίσης», λέει ο Γιώργος Οικονόμου από τον Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποιήσεως Ελαιολάδου.

Άγνωστο στις ΗΠΑ  το ελληνικό ελαιόλαδο
Άγνωστη χώρα, παραμένει η αγορά των ΗΠΑ για το ελληνικό ελαιόλαδο. Τα επίσημα στοιχεία του Διεθνούς Ελαιοκομικού Συμβουλίου (IOC) είναι αποκαλυπτικά, σύμφωνα με τον Βασίλη Ζαμπούνη σε άρθρο του στην “Ύπαιθρο Χώρα”.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία η ελληνική εικόνα είναι απογοητευτική, με μερίδιο αγοράς μικρότερο του 3%. Οι εξαγωγείς δεν έχουν αξιοποιήσει ούτε τα χρηματοδοτούμενα προγράμματα προώθησης που «τρέχουν» από τις αρχές του ’90, ούτε τις επιδοτήσεις που υπήρχαν για την τυποποίηση και για τις εξαγωγές σε τρίτες χώρες, ούτε τη στροφή των Αμερικανών καταναλωτών στο εξαιρετικό παρθένο και στην ποιότητα, ούτε το δυναμικό της ομογένειας, ούτε τα άλλα «όπλα» όπως ο τουρισμός, ο πολιτισμός, η ιστορία.
Είναι, τέλος, χαρακτηριστικό ότι ακόμη και τις χρονιές – «χρυσές ευκαιρίες», λόγω των προβλημάτων που αντιμετώπισαν οι ανταγωνίστριες χώρες της Ισπανίας και της Ιταλίας, ελάχιστα μπόρεσε να τις αξιοποιήσει το ελληνικό ελαιόλαδο. Μεταξύ 2013 και 2014/15, η αύξηση στο τυποποιημένο περιορίστηκε στους 884 τόνους και στο χύμα στους 1.050 τόνους.

Επιμέλεια: Αντώνης Πετρόγιαννης