Εκκλησιαστική και διδασκαλική επιρροή στο Μινιστέριον, στο οποίο διακονεί ο κ. Φίλης


Στο μήνυμά του, το έτος 2016, επί τη εορτή της επετείου της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, ο επί της Εθνικής Παιδείας κ.λπ. ορισμένος υπουργός αναφέρει: «Θα πρέπει κάποτε να τιμήσουμε τις χιλιάδες αφανείς δασκάλες και δασκάλους, που το 19ο αιώνα και ως τα μέσα του 20ού αιώνα πήγαν στα πιο απρόσιτα μέρη, όπου δεν υπήρχε ακόμη συγκοινωνία, για να χτίσουν με τα χέρια τους σχολεία, να διδάξουν γενιές γενεών, να οργανώσουν μαθητικές κοινότητες, να γίνουν τα στηρίγματα των τοπικών κοινωνιών».
Εύστοχα ο σημερινός υπουργός τονίζει ότι πρέπει να διδαχθούμε από τους Διδασκάλους του Γένους και το έργο τους. Απαραίτητη προϋπόθεση, όμως, είναι να τους γνωρίζουμε (αυτούς και το έργο τους) μέσα από τη μη ιδεολογικοποιημένη ιστορική καταγραφή.
Ένας από αυτούς ήταν και ο προκάτοχος του υπουργού, ο πρώτος μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, Μινίστρος της Θρησκείας και του Δικαίου, Επίσκοπος Ανδρούσης και μετέπειτα Μεσσήνης Ιωσήφ Νικολάου.
Το υπουργείο, στο οποίο θητεύει ο νυν κ. υπουργός, είχε την ακόλουθη εκκλησιαστική αλλά και διδασκαλική επιρροή, από την οποία, όσο κι αν θέλει κάποιος, δεν μπορεί να απαλλαγεί, διότι η επιρροή αυτή αποτελεί το θεμέλιο του σημερινού υπουργείου (Μινιστερίου) Παιδείας, τ.λ. και Θρησκευμάτων.
Πρώτος Μινίστρος της Θρησκείας, του νέου ελληνικού κράτους, μετά την Επανάσταση του 1821, υπήρξε ο επίσκοπος Ανδρούσης Ιωσήφ, ο οποίος συνετέλεσε στην εθνική και κοινωνικο-πολιτισμική εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας σε εποχή κατά την οποία συγκροτείται το νέο ελληνικό κράτος.
Ο τότε επίσκοπος Ανδρούσης και μετέπειτα Μεσσήνης Ιωσήφ υπήρξε πολυσχιδής προσωπικότητα της προεπαναστατικής, της επαναστατικής και της μεταεπαναστατικής Ελλάδος. Στο πρόσωπό του συνδυάζεται ο εκκλησιαστικός και πολιτικός ανήρ. Υπήρξε ο πρώτος, μετά την απελευθέρωση του 1821 από τον τουρκικό ζυγό, ο οποίος ταυτοχρόνως ασκούσε εκκλησιαστικά και πολιτικά-διοικητικά καθήκοντα. Ήταν ευπροσήγορος, ανεξίκακος, αφιλάργυρος, λέγων αείποτε το «ο έχων πίστιν ου δείται χρημάτων», φιλόπτωχος, και εις άκρον φιλάδελφος, αμνησίκακος εις κάθε τυχούσαν περίστασιν.
Ο Ιωσήφ το 1781 εισήχθη στη Σχολή της Δημητσάνας και επεράτωσε τις σπουδές του το έτος 1790.
Μαθήτευσε σε διδασκάλους, διακεκριμένους, οι οποίοι και οργάνωσαν τη Σχολή της Δημητσάνας. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του επέστρεψε στην Τρίπολη, όπου και άρχισε τη διδασκαλία αμισθί, αποκτώντας πολλούς μαθητές. Ένεκα του ζήλου και της αρετής του Ιωσήφ ιδρύθηκε σχολείο. «…δεν έρριψεν εις τα της ματαιότητος πράγματα τα όμματα του, αλλ’ ευθύς κηρύξας ότι είναι πρόθυμος να μεταδώση τα μαθήματά του εις τους υιούς των συμπολιτών του, εισακούσθη ηδέως η αίτησίς του, και αμέσως ητοιμάσθη σχολείον πλησίον της Εκκλησίας των Ταξιαρχών, ένθα συνέτρεξε πλήθος μαθητών, τους οποίους και εδίδασκε σοφίαν και αρετήν μετά μεγάλης προθυμίας και ζήλου…».
Επίσης, δίδαξε στα Δολιανά, στο Ναύπλιο, στην Κορώνη, στη Δημητσάνα. Ο Ιωσήφ συνέχισε το εκπαιδευτικό του έως το 1806 όταν και εξελέγη Επίσκοπος Ανδρούσης.
Ενδεικτικά στη συνέχεια αναφέρονται κάποιες πράξεις του Επισκόπου και Διδάσκαλου Ιωσήφ, τις οποίες θα μπορούσε να μιμηθεί –τηρουμένων των αναλογιών εποχής – ο διάδοχός του κ. Φίλης, αλλά και όλοι οι Διδάσκαλοι του κόσμου.
1η πράξη του Ιωσήφ. Συνελήφθη μαζί με άλλους οκτώ αρχιερείς και πολλούς προκρίτους και την Κυριακή του Πάσχα του 1821 φυλακίστηκαν από τους Τούρκους στην Τρίπολη. «Περιθέντες αυτοίς αλύσους, βάρος έχουσας 180 οκάδων, εκτός των περιαυχενίων κλοιών (κουλούρων) εις τους τραχήλους των».
Σε σκοτεινό υπόγειο υπέφεραν τα πάνδεινα. «φέροντες ράκη αντί ενδυμάτων… τρεφόμενοι δια ξηρού τεμαχίου άρτου και ολίγου ύδατος… είχον καταντήσει καταμέλανες εκ της ακαθαρσίας… σκελετοί πλέον και ουχί άνθρωποι».
Όταν ελευθερώθηκαν από τους επαναστατημένους Έλληνες, γνήσιος Ορθόδοξος Ιεράρχης, ο Ιωσήφ μεσιτεύει υπέρ των δεσμοφυλάκων και των αγρίων αυτών δημίων «ίνα μη ούτοι κατασφαγώσιν υπό των Ελλήνων».
Στις 15 Ιανουαρίου 1822 εκλήθη από την Α´ Εθνοσυνέλευση να αναλάβει υπουργός της Θρησκείας.
Ο Ιωσήφ πρώτος υπουργός Θρησκείας, σε μία χώρα με την Επανάσταση να συνεχίζεται, ανέλαβε ένα πολύ δύσκολο έργο. Ένα υπουργείο που ξεκινούσε εκ του μηδενός.
Το υπουργείο δεν είχε καθόλου διοικητικό προσωπικό. Οργάνωση στην παιδεία δεν υπήρχε. Τυπικά δεν επρόκειτο για ένα υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, όπως διαμορφώθηκε μεταγενέστερα. Όμως, σε περίοδο πολέμου δεν ήταν δυνατή η λειτουργία οργανωμένης εκπαιδεύσεως.
Τα όποια σχολεία λειτουργούσαν ήταν υπό τον έλεγχο της Εκκλησίας με διδασκάλους κυρίως κληρικούς, με οικονομική συντήρηση της Εκκλησίας. Αφού, λοιπόν, ο Μινίστρος της Θρησκείας είχε τον έλεγχο των Εκκλησιών και των Μοναστηρίων, άτυπα είχε και των σχολείων. «Τα λίγα σχολεία που λειτουργούσαν στην Ελλάδα προ της Επαναστάσεως, όπως λ.χ. οι περιώνυμες σχολές Δημητσάνας, Αθωνιάδος, Πατμιάδος, Μελέ Αλαγονίας κ.ά., βρίσκονταν κατά το πλείστον σε χέρια λογίων κληρικών (ιεροδιδασκάλων). Είναι γνωστόν, ότι στους καταλόγους των σχολείων και των Ελλήνων λογίων κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, που συνέταξαν οι Ματθαίος Παρανίκας και Κωνσταντίνος Σάθας, τα δύο τρίτα και πλέον των διδασκάλων ήταν ιερωμένοι!».
2η πράξη του Ιωσήφ. Ως Μινίστρος της Θρησκείας του νεοσύστατου κράτους θεωρούσε ότι οι διδάσκαλοι προσφέρουν μεγάλες υπηρεσίες στην Ελλάδα και ετόνιζε: «Η Ελλάς, ήτις εκπηδά από το χάος των αιώνων εις την αρχαίαν της λαμπρότητα, καταγίνεται εις ανέγερσιν σχολείων δια να αναστήση τους Πλάτωνας και Λυκούργους, και στοχάζομαι εντεύθεν πρέπει ν’ αρχίση από την περιποίησιν των διδασκάλων, δια να δώση ψυχήν εις τους ιδίους να επιμελώνται και παράδειγμα και άμιλλαν στους νέους, δια να μην απαυδώσι βλέποντες τους ιδίους των διδασκάλους δυστυχείς και αδικουμένους»
3η πράξη του Ιωσήφ. Ο αγώνας εναντίον των Τούρκων συνεχιζόταν και ο Ιωσήφ πρωτοστάτησε στην εξεύρεση τροφών, πολεμοφοδίων και άλλων αναγκαίων τόσο για τους αγωνιστές όσο και για τις οικογένειές τους, τις χήρες και τα ορφανά. Ο Ιωσήφ ως μινίστρος της Θρησκείας δε διστάζει πρωτίστως να προτείνει και τη διάθεση των χρημάτων των Μονών για τον ιερόν αγώνα του Γένους. Διακήρυξεν την χορηγίαν των αργυρών και χρυσών σκευών των Μονών και Εκκλησιών υπέρ του αγώνος, όντως δε οκτακοσίας οκάδες τοιούτων συνελέγησαν».
4η πράξη του Ιωσήφ. Ο Ιωσήφ υπηρετεί με ευσυνειδησία και το μινιστέριον του Δικαίου για τρία έτη έως και το 1825. Από κανένα Υπουργείο δεν έλαβεν εις αντιμισθίαν ουδέ λεπτόν, πληρώνων τους μισθούς των υπαλλήλων του από την πτωχήν περιουσίαν εμού τού αυταδέλφου του.
5η πράξη του Ιωσήφ. Ο Ιωσήφ, ως διδάσκαλος ο ίδιος, εφρόντισε για την πληρωμή των διδασκάλων, θεωρώντας ότι είναι πολύ σημαντικὴ η ανέγερση σχολείων και η φροντίδα των διδασκάλων, τονίζοντας ότι οι διδάσκαλοι δεν πρέπει να αδικούνται.
6η πράξη του Ιωσήφ. Το 1825 πρόσφυγας στο Κρανίδι δεν έχει μήτε τον καθημερινό άρτο, ζει από την ελεημοσύνη των πιστών, γράφει με παρρησία στον Καποδίστρια: «Συνεφυλακώθην μετά των Αρχιερέων και προεστώτων εν Τριπολιτζά. Ηλευθερώθην ημίθνητος… επεφορτίσθην το Υπουργείον της θρησκείας. Εδούλευσα τρία έτη μετὰ πάσης ειλικρινείας και πίστεως. Εν αυτή τη τριετία μητ’ άρτον εθνικόν έφαγον, μηδ’ οβολὸν εκ τού ταμείου έλαβον… τριτάκις ελαφυραγωγήθην… εν Κρανιδίω, ζω από ελεημοσύνας. Καταφεύγω εις σε τον Κυβερνήτην και πατέρα της Ελλάδος, ίνα με εξοικονομήση… Αν δε ανάξιον με κρίνης της τοιαύτης βοηθείας, ευχαριστούμαι μόνον να μην μεμφθώ δια ταύτην μου την τολμηράν αίτησιν».
Τελευταία πράξη του Ιωσήφ. Εκοιμήθη στις 13 Μαρτίου του 1844, σε ηλικία 74 ετών, αφού προφρόνως και περιουσίας και αξιώματα και αυτήν έτι την ζωὴν εις τον ιερόν της πατρίδος βωμὸν ασμένως προσήνεγκεν.
Με πρώτο το σημερινό διάδοχό του, στο επί της Ζωοποιού Παιδείας Μινιστέριον, ας τον μιμηθούμε αρνούμενοι να ποιήσωμεν την Παιδεία μας Παιδεία θανάτου.

Του Ιωάννου Π. Μπουγά
Θεολόγου, διδάκτορος Νεωτέρας Ελληνικής Ιστορίας και Φιλοσοφίας