Καταναλώνουμε προϊόντα άλλων χωρών…
Αρχίζουν οι εργασίες του “Σχολείου Τουρισμού Καλαμάτας” και είναι ευκαιρία να σκεφτούμε τα στοιχειώδη
Ο θεσμός του “Σχολείου Τουρισμού Καλαμάτας” είναι ένα από τα τελευταία προπύργια, μαζί με τις δράσεις της Ομάδας Γευσιγνωσίας Ελαιόλαδου του ΤΕΙ Πελοποννήσου, που λειτουργούν ως “φύλλα συκής” στη… γύμνια των παρεχόμενων υπηρεσιών από τα καταστήματα εστίασης, γενικότερα στη Μεσσηνία.
Βέβαια, ο κανόνας έχει και λαμπρές εξαιρέσεις, αλλά αυτές υπάρχουν για να τον επιβεβαιώνουν και μόνο.
Με το συγκεκριμένο θέμα το “Θάρρος” έχει ασχοληθεί με συνεχή ρεπορτάζ, μια και θεωρούμε ανήκουστο να πίνεις μπύρα στην Καρδαμύλη και, αντί να σου σερβίρουν λαλάγγι και μια-δυο ελιές, να έχεις μπροστά στη μούρη σου μια χούφτα φιστίκια αγνώστου ταυτότητας και προέλευσης. Παράλληλα, θεωρούμε αδιανόητο τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος να μην προωθούν – σχεδόν- αποκλειστικά αλκοολούχα αλλά και οποιοδήποτε άλλο ποτό, ακόμα και νερό, από τη Μεσσηνία.
Ο θεσμός για φέτος έχει τίτλο “back to basics”, επιστροφή, δηλαδή, στα στοιχειώδη, αλλά προσωπικά θεωρούμε ότι το θέμα πρέπει να το πιάσουμε, όχι από το σερβίρισμα, όπως δήλωσαν οι διοργανωτές του, αλλά από την παρεχόμενη ποιότητα πρώτης ύλης.
Διάβαζα τις προηγούμενες ημέρες ένα θαυμάσιο άρθρο του Γιώργου Λακόπουλου, όπου, μεταξύ άλλων, υποστήριζε: “Το πρόβλημα του ελληνικού τουρισμού είναι ότι καταναλώνει τα προϊόντα άλλων χωρών. Ανεξάρτητα με το κέρδος που έχει ο επιχειρηματίας ή ο προμηθευτής του, ο παραγωγός που ωφελείται βρίσκεται έκτος Ελλάδας.
Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι θέμα νοοτροπίας και σε άλλες θέμα μικρόψυχων υπολογισμών. Προτιμώνται εισαγόμενα προϊόντα για διαφορές τιμών που αφορούν υποδιαιρέσεις του ευρώ.
Σε περιοχές με πολύ γνωστά ελληνικά προϊόντα οι ξενοδόχοι και οι εστιάτορες προτιμούν τα ξένα. Δίπλα σε γαλακτοκομικές μονάδες, διαθέτουν εισαγόμενα γαλακτοκομικά. Σε περιοχές με ονομαστό μέλι, κρασί και αγροτικά προϊόντα στους τουρίστες προσφέρεται ό,τι έρχεται από την Κίνα, τη Λατινική Αμερική και τη Βαλκανική ενδοχώρα.
Πόσο απλή είναι η αντιστροφή αυτής της ανορθόδοξης λειτουργίας, ειδικά σε περίοδο κρίσης και συρρίκνωσης του ελληνικού ΑΕΠ, προκύπτει από ένα παράδειγμα.
Στην Τήνο το ζευγάρι που έχει το εστιατόριο “Θαλασσάκι” στα Υστέρνια, αντί να προμηθεύεται προμήθειες αγροτικών προϊόντων από αλλού, παρακίνησε τους γείτονες να παράγουν για λογαριασμό τους συγκεκριμένα είδη.
Μπορεί να φανταστεί κανείς την έκρηξη που θα είχε η γεωργική παραγωγή, αν οι μεγάλες τουριστικές μονάδες έκαναν το ίδιο στην περιοχή τους; Όχι μόνο για τα αναλώσιμα είδη και τα είδη διατροφής, αλλά και για τα υλικά των υποδομών. Ενδεχομένως, το κόστος θα ήταν υψηλότερο, αλλά η ποιότητα απείρως υψηλότερη και η ανάπτυξη της περιοχής θα επέστρεφε στους ίδιους. Κοντά στο νου κι η γνώση: αν δεν ενισχύσουν την ελληνική παραγωγή όσοι μπορούν να ρυθμίσουν τα χαρακτηριστικά της κατανάλωσης, ποιος θα το κάνει;
Αν δεν προσφέρει ο ελληνικός τουρισμός προϊόντα της εγχώριας παραγωγής, πού θα τα βρουν οι επισκέπτες. Σε τελευταία ανάλυση, δεν έρχονται στην Ελλάδα για να καταναλώσουν προϊόντα από όλον τον πλανήτη πλην της Ελλάδας.
Το συμπέρασμα είναι ότι ο τουρισμός θα μπορούσε να μετατραπεί σε μηχανή ανόρθωσης της ελληνικής παραγωγής . Γιατί δε συμβαίνει το ξέρουν καλύτερα οι εμπλεκόμενοι.
Για τη χώρα όμως το αποτέλεσμα είναι σαν αυτό που διεκτραγωδούσε ο Λιβανέζος ποιητής Χαλίλ Γκιμπράν τον προηγούμενο αιώνα: “Το έθνος να λυπάστε αν φοράει ρούχο που δεν το ύφανε, ψωμί αν τρώει, αλλά όχι απ’ τη σοδειά του, κρασί αν πίνει, αλλά όχι από το πατητήρι του”.
Η Αγλαΐα Κρεμέζη, ένας άνθρωπος που έχει αφιερώσει τη ζωή της στη μαγειρική, υποστηρίζει: “Εμένα αυτό που με ενοχλεί είναι ότι σε πάρα πολλά εστιατόρια, αντί να δουν πώς μαγειρευόταν ένα φαγητό στην αυθεντική του εκδοχή και να ρωτήσουν τη μαμά τους και τη γιαγιά τους, κοιτάζουν πώς το μαγείρεψε ο τάδε σεφ στη Νέα Υόρκη στο ελληνικό εστιατόριο, και μάλιστα το “πειράζουν” ακόμα περισσότερο.
Φτιάχνουν, δηλαδή, ένα πιάτο από την τέταρτη παραλλαγή. Και με ενοχλεί που έχουν ανοίξει χιλιάδες φούρνοι, σε κάθε γωνία, και απλώς ανακατεύουν μείγματα που παίρνουν έτοιμα, όπως κάναμε παλιά το κέικ από το κουτί. Ψωμί από την αρχή, αληθινό, πολύ λίγοι φούρνοι φτιάχνουν.
Όταν υπάρχει οικονομική κρίση και προσπαθείς να μαζέψεις τα έξοδα στα εστιατόρια, δε χρειάζεται να κάνεις της Παναγιάς τα μάτια και να φτιάχνεις ελεεινά φαγητά με πακεταρισμένα υλικά, κατεψυγμένα, έτοιμες σάλτσες. Μάθε να φτιάχνεις ένα απλό φαγητό, π.χ. ρεβίθια, τα οποία είναι φθηνά, αλλά μάθε να τα κάνεις καλά.
Πολύ λίγα εστιατόρια είναι αυτά που ξεκινάνε να κάνουν το δικό τους ζωμό, τις δικές τους σάλτσες. Πρέπει να είσαι πολύ μερακλής, να λες “εγώ αυτό το πράγμα δε θα το βάλω ποτέ στην κουζίνα”. Για να φτιάξεις μουσακά, πρέπει να κάνεις και μια απλή μπεσαμέλ, το απλούστερο πράγμα – ε, παίρνουν το κουτί! Όπως παίρνουν τις κρέπες στο κουτί, λες και η δυσκολία είναι να φτιάξεις το μείγμα και όχι να τις τηγανίσεις. Και φύλλο είναι εύκολο να ανοίξεις”…
Του Αντώνη Πετρόγιαννη