Οι οσμές “πνίγουν” και πάλι την ευρύτερη περιοχή του Μελιγαλά

Οι οσμές “πνίγουν” και πάλι την ευρύτερη περιοχή του Μελιγαλά

Εφιαλτικές ημέρες περνούν – για πολλοστή φορά- οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής στο Μελιγαλά, εξαιτίας των πυρηνελαιουργείων που λειτουργούν στην περιοχή. Τα τηλεφωνήματα διαμαρτυρίας που δεχόμαστε είναι δεκάδες και η οργή των πολιτών δικαιολογημένη.
Το “Θάρρος” επικοινώνησε τις προηγούμενες ημέρες με το δήμαρχο Οιχαλίας, Αριστείδη Σταθόπουλο, στον οποίο θέσαμε την όλη κατάσταση. Από την πλευρά του, μας τόνισε ότι όλα είναι γνωστά και την επόμενη εβδομάδα θα υπάρξουν, μάλιστα, σχετικές ανακοινώσεις. Βέβαια, δε μας διευκρίνισε αν θα είναι στην κατεύθυνση της οριστικής επίλυσης του προβλήματος ή οτιδήποτε άλλο.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι πρωτάκουστο να σέρνεται επί χρόνια ένα πρόβλημα, το οποίο, αν μη τι άλλο, έχει επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων. Δήμος, Περιφέρεια και αρμόδιο υπουργείο θα έπρεπε να έχουν λάβει τα απαραίτητα μέτρα, ώστε το πρόβλημα, αν δεν μπορεί να εκλείψει, τουλάχιστον να μετριαστεί σοβαρά. Είναι απορίας άξιον το γεγονός ότι κάποιοι “παίζουν” με την υγεία μιας ολόκληρης περιοχής και δεν μπορεί να βρεθεί μια οριστική λύση.
Πόσο δύσκολο είναι ή ποια…συμφέροντα δεν επιτρέπουν την τήρηση των περιβαλλοντικών όρων των αδειών λειτουργίας στα πυρηνελαιουργεία, την υιοθέτηση τεχνολογίας που περιορίζει τις όποιες βλαπτικές επιπτώσεις από τις αέριες εκπομπές, την αυστηρή εφαρμογή της νομοθεσίας -από την Πολιτεία και τις αυτοδιοικήσεις- στις παραβατικές περιπτώσεις, αλλά πάνω απ’ όλα τη συνεργασία μεταξύ των επιχειρηματιών, των τοπικών φορέων και των κρατικών οργάνων, προκειμένου να αποφεύγονται τα περιβαλλοντικά προβλήματα ή να επιλύονται εν τη γενέσει τους;
Η έρευνα του “Δημόκριτου” για το φαινόμενο είναι σαφέστατη στα συμπεράσματά της: Διαπίστωσε υψηλό ποσοστό υπερβάσεων ως προς τους πολυαρωματικούς υδρογονάνθρακες στη Σκάλα, τον Μελιγαλά και τη Μεσσήνη.
Επιπλέον, επισημαίνεται σε αυτή  ότι διαπιστώθηκε και η παρουσία έντονων οσμών στις πιο πάνω περιοχές, ενώ ως προς τη διασπορά των ρύπων, σημειώνει ότι το ανάγλυφο του εδάφους και οι άνεμοι που πνέουν συνήθως δεν ευνοούν την αποφόρτιση του φαινομένου, αλλά αντίθετα το διαχέουν.
Καταλήγοντας επισημαίνει ότι απαιτείται σαφέστερο θεσμικό πλαίσιο, καθώς και συνεργασία μεταξύ πολλών παραγόντων, προκειμένου να υπάρξει ουσιαστική λύση, ενώ ότι τις όποιες επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία θα μπορέσει να εκτιμήσει μια επιδημιολογική μελέτη. 

Του Αντώνη Πετρόγιαννη