-Ο αρχαιολόγος και καθηγητής Πανεπιστημίου μιλάει για τη διαχείριση των αρχαιοτήτων, την απέχθειά του για τους πολιτικούς και τους ανθρώπους που διαμόρφωσαν την πορεία του
Έχουν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια από τότε που βρέθηκε μπροστά σε ένα βάλτο με κάποιες ορατές αρχαιότητες, μπήκε βιαστικά στο αυτοκίνητό του, επέστρεψε στην Αθήνα και απάντησε αρνητικά στους εταίρους της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας στην πρόταση που του είχαν κάνει να αναλάβει τη διεύθυνση της ανασκαφής της Αρχαίας Μεσσήνης.
Τελικά η επιμονή των εταίρων τον ανάγκασε να δεχθεί τη θέση και σήμερα μπορεί να καμαρώνει για την αποκάλυψη και ανάδειξη της μεγαλύτερης και καλύτερα σωζόμενης ελληνιστικής πόλης στον ελλαδικό χώρο. «Απογοητεύτηκα πολλές φορές. Έπεσα σε κατάθλιψη. Δεν τα παράτησα όμως, διότι η υπόθεση της Μεσσήνης εξελίχθηκε σε ένα πάθος για μένα», λέει απολαμβάνοντας ένα ποτήρι λευκό κρασί, από την πατρίδα του, τη Θεσσαλονίκη.
Κι όπως όλα τα πάθη, βεβαίως, ούτε αυτό δε θα μπορούσε να μην έχει μια σύνδεση με το χρήμα. «Δε θα διαφωνήσω. Μία από τις μεγάλες μου έγνοιες είναι να έχω χρήματα για να πληρώνω το έργο. Δε με πειράζει, όταν έχω, να βάζω και από τα δικά μου. Αρκεί να προχωράνε οι εργασίες. Ξέρετε τι είναι να έχεις εγκεκριμένα κονδύλια από την Ευρωπαϊκή Ένωση και αντί να εκταμιεύονται από την αρχή του χρόνου, να φτάνει ο Σεπτέμβριος και οι συνεργάτες σου να είναι ακόμη απλήρωτοι; Να έχει παραδοθεί ο χώρος στο υπουργείο Πολιτισμού από το 2000 και σήμερα, 20 χρόνια μετά, χωρίς να έχω υποχρέωση να βρίσκω μόνος μου χρήματα για να αποψιλωθεί από τα αγριόχορτα μια έκταση 400 στρεμμάτων; Είναι φοβερό!», λέει και ξεσπά σε ένα γέλιο δυνατό που μοιάζει να πηγάζει από τον παραλογισμό που περιγράφει.
«Μοναδικές λύσεις είναι τα ιδιωτικά χρήματα και η αυτοδιαχείριση του χώρου», συμπληρώνει τη σκέψη του και το βλέμμα του είναι από τις λίγες στιγμές που σκοτεινιάζει τόσο που σχεδόν να αποκτά την ίδια απόχρωση με το γκρίζο του κοστούμι.
Θυμώνει που πρέπει να μπαίνει στη διαδικασία δημοσίων σχέσεων με υποψήφιους χορηγούς για να εξασφαλίσει όσα θα έπρεπε το κράτος να παρέχει σε έναν μείζονος σημασίας αρχαιολογικό χώρο; «Δεν έχω ζητήσει ποτέ χρήματα. Η σχέση μου με τους χορηγούς είναι εντελώς προσωπική και φιλική. Συζητώ μαζί τους για το χώρο και τις ανάγκες του και μου προτείνουν με δική τους πρωτοβουλία να τους καταθέσω μια πρόταση χρηματοδότησης».
Μάλλον, λοιπόν, θα πρέπει η Αρχαία Μεσσήνη να μακαρίζει την καλή της τύχη που έχει διευθυντή των ανασκαφών της τον Πέτρο Θέμελη.
Μερικές δεκάδες χιλιόμετρα πιο μακριά ο «Παρθενώνας της Πελοποννήσου», ο ναός του Επικουρίου Απόλλωνα, κηρυγμένο μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την UNESCO βρίσκεται σε άθλια κατάσταση.
«Είναι αίσχος που έχουν αφήσει το ναό κάτω από ένα σκισμένο πανί το οποίο μπάζει νερά και χιόνια. Οι φύλακες τρέμουν μην καταρρεύσει η κατασκευή όταν ο άνεμος φτάνει τα 11 μποφόρ». Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που αντιμετωπίζουν με αρκετή επιφύλαξη την εμπλοκή ιδιωτικών χορηγιών στις εργασίες που διεξάγονται στα κατάλοιπα της πόλης που ίδρυσε ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας το 369 π.Χ., όπως και το ζήτημα της αυτοδιαχείρισης του χώρου.
«Είναι άνθρωποι με παρωπίδες σε ορισμένες περιπτώσεις και αυτό με θλίβει. Όταν μιλάω για αυτοδιαχείριση δε μιλάω για ιδιωτικοποίηση. Αυτό είναι χονδροειδής λαϊκισμός. Δε θέλω να δώσω τα μνημεία στο κεφάλαιο, αλλά να εκμεταλλευτώ το κεφάλαιο προς όφελος των προλετάριων. Ποιος θα πάρει τα χρήματα; Ο εργάτης με το φτυάρι και το καροτσάκι. Άλλωστε κι οι χορηγοί δεν επιβάλλουν την προβολή τους. Το όνομά τους μπαίνει σε μια μικρή πινακίδα και μερικές φορές ούτε αυτό δε ζητούν. Τους ενδιαφέρει να δουν ότι με τα χρήματα που προσφέρουν σηκώνεται ένα μνημείο».
«Θλίβομαι για την κατάντια της πολιτικής»
Ένας δημοφιλής κατά κοινή ομολογία αρχαιολόγος και ακαδημαϊκός δάσκαλος που πιστεύει στην κοινωνικοποίηση των μνημείων, στο διάλογό τους με τη σύγχρονη τέχνη, την απόδοση της τρίτης διάστασης των μνημείων τόσο για την καλύτερη κατανόησή τους από το κοινό όσο και για τη σωτηρία τους, και στον οποίο έχει ζητηθεί, όπως παραδέχεται, να συντάξει υπομνήματα τόσο προς υπουργούς Πολιτισμού διαφορετικών κυβερνήσεων, όσο και προς στελέχη της εκάστοτε αντιπολίτευσης, σχετικά με «καυτά» θέματα, πιθανόν να ήταν ιδανικός για τη θέση του υπουργού Πολιτισμού.
Η απάντησή του είναι κατηγορηματικά αρνητική. «Πρώτον, δεν είμαι παιδί για να ξεκινήσω καινούργια καριέρα. Και δεύτερον, απεχθάνομαι την πολιτική και θλίβομαι για την κατάντια της. Έχω ζήσει τους πολιτικούς όταν υπηρετούσα στην περιφέρεια – το αντιμετωπίζω ακόμη και σήμερα στη Μεσσηνία – κι έχω κάκιστη εντύπωση για το πώς πολιτεύονται. Λειτουργούν με εγκάθετους μέσα στα χωριά για να μαζεύουν ψήφους. Είναι δυνατόν;».
Η απέχθεια ωστόσο για τον Πέτρο Θέμελη δε συνεπάγεται την αποχή. «Ψηφίζω ανελλιπώς. Αν και ο πατέρας μου (σ.σ.: ο λογοτέχνης Γιώργος Θέμελης) είχε κατηγορηθεί ως αριστερός και δημοτικιστής, δεν αποκαλύπτω σε ποιο κόμμα δίνω την ψήφο μου. Έχω φίλους σε όλες τις παρατάξεις, αλλά δεν πιστεύω πλέον σε καμία ιδεολογία, παρά μόνο στις ανθρώπινες σχέσεις τις οποίες και καλλιεργώ».
«Ό,τι δεν είναι ποιοτικό μού χαλάει το στομάχι»
Τη συζήτηση διακόπτει η σερβιτόρος που μας προτείνει το μενού. Καταλήγει στο μυλοκόπι. «Έχω αδυναμία στο ψάρι, διότι κατάγομαι κι από νησί, από τη Σάμο από την πλευρά του πατέρα μου και από την Ικαρία από την πλευρά της μητέρας μου», δικαιολογεί την επιλογή του και δηλώνει λάτρης του καλού φαγητού. «Ό,τι δεν είναι ποιοτικό με ενοχλεί πνευματικά και σωματικά. Μου χαλάει το στομάχι», λέει γελώντας και εξομολογείται ότι το γεγονός ότι είχε εισαχθεί με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του έδινε τη δυνατότητα από φοιτητής όχι απλώς να πηγαίνει στην Αρετσού και να απολαμβάνει καλό ψάρι, αλλά να κερνάει την παρέα του. Αργότερα, όταν εξελέγη καθηγητής στο Ρέθυμνο, πίστεψε ότι θα είχε την ευκαιρία να αποκτήσει μια βάρκα που τόσο ονειρευόταν και ότι θα είχε τη δική του ψαριά, αλλά το όνειρο αποδείχθηκε απατηλό. «Ούτε για μπάνιο δεν κατάφερα να πάω, καθώς έπρεπε να μοιράζω το χρόνο μου στη σχολή, την πανεπιστημιακή ανασκαφή στην Ελεύθερνα, τη Μεσσήνη και την Αθήνα όπου βρίσκονταν η σύζυγος και ο γιος μου».
Στέλεχος σήμερα σε μεγάλη τράπεζα, το μοναχοπαίδι του Πέτρου Θέμελη δε θέλησε να ακολουθήσει τα ίχνη του πατέρα του. Κι ο ίδιος, όμως, μήπως επέλεξε την Αρχαιολογία ως μια αντίδραση στο δικό του πατέρα – φιλόλογο και καταξιωμένο λογοτέχνη; «Ανήκω σε μια μετακατοχική γενιά όπου υπήρχε πείνα. Στο σχολείο μάς έδιναν χάπια μουρουνέλαιου για να αντιμετωπίσουμε τις αδενοπάθειες. Κανείς δε σκεφτόταν να επαναστατήσει.
Φιλολογία σπούδαζα, ό,τι δηλαδή είχε σπουδάσει κι ο πατέρας μου. Ήμουν ο μοναδικός από την οικογένεια. Τα άλλα μου αδέλφια είχαν σπουδάσει Μουσική, Ιατρική, Νομική και Οικονομικά. Παράλληλα φοιτούσα στη Σχολή Ξεναγών, όπου γνώρισα ως διδάσκοντες σπουδαίους αρχαιολόγους. Μόλις τελείωσα τη σχολή και ενώ ήμουν φοιτητής ακόμη στο Πανεπιστήμιο, πρώτος ο Χαράλαμπος Μακαρόνας μού πρότεινε να πάω στην ανασκαφή της Βεργίνας. Δεν ήξερα τι είναι. Στο ανάκτορο της Βεργίνας γνώρισα την Αρχαιολογία. Μετά με κάλεσε ο Φώτης Πέτσας στα Λευκάδια. Ενθουσιάστηκα με τη δουλειά στη φύση, διότι ήμουν αθλητικός τύπος. Έκανα μονόζυγο, κωπηλατούσα κάθε Κυριακή πηγαίνοντας για ψάρεμα με τον άνδρα της αδελφής μου, έπαιζα μπάσκετ. Κι εκείνη η εξάσκηση είναι που με κρατά σε καλή κατάσταση ακόμη».
«Γιατί το δέντρο είναι πράσινο; Μπορεί και κόκκινο»
Ενδέχεται υποσυνείδητα να έπαιξε ρόλο στον επαγγελματικό του προσανατολισμό και ο «Ανδρέας», το κασελάκι με τα οστά που ήταν τοποθετημένο κάτω από το νεροχύτη και με τα οποία μελετούσε ανατομία η μεγάλη του αδελφή, φοιτήτρια τότε της Ιατρικής; «Δεν το πιστεύω. Ωστόσο, χάρη στη Νέλλη έβγαλα τα πρώτα μου χρήματα διότι με έβαζε να αντιγράφω τις συνταγές της στα βιβλία της Εφορίας. Κανένας δεν μπορούσε να διαβάσει τα γράμματά της κι έτσι πήρα εγώ τη δουλειά». Το φλερτ της Νέλλης με τον Νίκο – Γαβριήλ Πεντζίκη ήταν εκείνο που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. «Έρχονταν στο σπίτι μας ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Γιώργος Ιωάννου… Εκείνος που με επηρέασε περισσότερο ήταν ο Νίκος – Γαβριήλ Πεντζίκης. Υπερρεαλιστής από την κορυφή ως τα νύχια. Παίζαμε μαζί. Με έπαιρνε μαζί στις εκδρομές τους. Κι ήταν εκείνος που μου άνοιξε ορίζοντες τους οποίους δεν θα μπορούσε να μου δώσει ούτε το Πανεπιστήμιο. Μια μέρα που με είδε να ζωγραφίζω μου είπε: “Γιατί κάνεις το δέντρο πράσινο; Μπορείς να το φτιάξεις και κόκκινο”».
Εξοικειωμένος με την πολυπολιτισμικότητα από πολύ νωρίς ενοχλείται από τα κρούσματα ρατσιστικής βίας. «Με τρομάζει η άνοδος της Ακροδεξιάς σε ολόκληρη την Ευρώπη και αλλοιώνει το χαρακτήρα της. Είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί. Έρχεται επιπλέον και το Brexit, που είναι ένα τρομερό λάθος, το οποίο οι Βρετανοί θα μετανιώσουν και θα πληρώσουν. Και ακολουθεί ο Τραμπ που δίνει τη χαριστική βολή. Υπεύθυνη για όλα αυτά είναι η πολιτική ακραίας λιτότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία και προκαλεί ως αντίδραση την άνοδο της Άκρας Δεξιάς».
ΠΗΓΗ: ΤΑ ΝΕΑ
Πέτρος Θέμελης: «Δεν πιστεύω πλέον σε καμία ιδεολογία»
