Ελπίζουν σε ανάκαμψη από τον Απρίλιο στις τιμές στο ελαιόλαδο

Ελπίζουν σε ανάκαμψη από τον Απρίλιο στις τιμές στο ελαιόλαδο

Με το βλέμμα στον Απρίλιο, οπότε και σύμφωνα με εκτιμήσεις, αναμένεται να υπάρξει τόνωση της ζήτησης για προϊόν από τη γειτονική Ιταλία, παραμένουν πλέον οι Έλληνες παραγωγοί ελαιολάδου και οι Συνεταιρισμοί τους. Τις τελευταίες μέρες, σύμφωνα με ρεπορτάζ στον ΑγροΤύπο,  οι τιμές παραμένουν σταθερές, ενώ υπάρχουν και συνεταιρισμοί που δε φαίνεται διατεθειμένοι να πουλήσουν το απόθεμα, περιμένοντας τον Απρίλιο.
«Μας πρόσφεραν για μια δεξαμενή έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, οξύτητας 0,4, δηλαδή πάρα πολύ καλό προϊόν, τιμή 3,25 ευρώ ανά κιλό, αλλά οι ελαιοπαραγωγοί μας αποφάσισαν να μην πουλήσουν», αναφέρει μιλώντας στον ΑγροΤύπο ο Παναγιώτης Πουλάκος, διαχειριστής του Αγροτικού Συνεταιρισμού Πετρίνας Λακωνίας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, για προϊόν οξύτητας 0,6 στα 3 ευρώ οι παραγωγοί είπαν και πάλι όχι. «Συνεπώς, όπως καταλαβαίνετε, περιμένουμε και εμείς έως τον Απρίλιο, μήπως επαληθευτούν οι εκτιμήσεις και ανεβούν, ζήτηση και τιμές», κατέληξε ο ίδιος.
Στην ίδια περιοχή, στη Λακωνία (Σκούρα), υπάρχει ελαιοτριβείο ιδιωτικό, που προσφέρει και 3,10 ευρώ το κιλό, αυτή τη στιγμή, ενώ στην Κρήτη, αλλά και την υπόλοιπη Ελλάδα, οι τιμές δεν ξεπερνούν τα 3 ευρώ το κιλό. Εξαίρεση αποτελεί η ζώνη ΠΟΠ της Σητείας, με τις τιμές να φτάνουν και τα 3,15 ευρώ ανά κιλό.
Εν τω μεταξύ, για μείωση της παραγωγής ελληνικού ελαιολάδου, που σε κάποιες περιοχές και περιπτώσεις θα αγγίξει και το 50% την τρέχουσα περίοδο (2018-2019), σε σχέση με πέρυσι, κάνουν λόγο οι μέχρι τώρα εκτιμήσεις.
Όπως ανέφερε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποιήσεων Ελαιολάδου (ΣΕΒΙΤΕΛ), Γρηγόρης Αντωνιάδης, «η φετινή χρονιά, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, θα κλείσει γύρω στους 140.000 τόνους ελαιολάδου».
Οι λόγοι πολλοί. Μεταξύ αυτών είναι καιρικές συνθήκες, καθώς φέτος σε πολλές περιοχές της Ελλάδας υπήρξαν έντονες βροχοπτώσεις, αλλά και η κόπωση των δένδρων, καθώς, όπως είπε ο κ. Αντωνιάδης, «το να πηγαίνει μια χρονιά καλά η παραγωγή και την επόμενη όχι, είναι και στην ιδιότητα του δένδρου. Δεν μπορεί να αλλάξει αυτό, το δένδρο δεν μπορεί να κάνει πολλές φορές συνεχόμενα καλές παραγωγές».
Επίσης, πέρα από τη μειωμένη παραγωγή, υπάρχει και ποιοτικό πρόβλημα λόγω του δάκου. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΕΒΙΤΕΛ, «στην Ελλάδα δεν έγινε σωστή καταπολέμηση του δάκου την περασμένη χρονιά με αποτέλεσμα να υποβαθμιστούν αρκετά από τα ελαιόδεντρα» και προσθέτει ότι η ποιότητα μπορεί να προστατευθεί αλλά και να βελτιωθεί, «εάν και εφόσον η δακοκτονία γίνει στο σωστό χρόνο και με το σωστό τρόπο, κάτι που δεν έγινε πέρυσι».
Μεγάλα είναι και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η αγορά της Ιταλίας, καθώς και εκεί η απώλεια αναμένεται να φτάσει τα επίπεδα του 50%, όπως και στην Ελλάδα. Αντίθετα, η παραγωγή στην Ισπανία είναι εξαιρετική όπως λέει ο κ. Αντωνιάδης και σημειώνει πως αυτό το γεγονός «ασφαλώς και πιέζει την τιμή στα επίπεδα τα σημερινά που είναι γύρω στα 3 ευρώ για το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο».
Τέλος, όπως είπε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων: «Πιστεύουμε ως ΣΕΒΙΤΕΛ ότι η εξαγωγή τυποποιημένου επώνυμου προϊόντος έχει δυνατότητες να προχωρήσει, διότι τα τελευταία χρόνια έχει πάει καλά. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε έχουμε ξεπεράσει τους 30.000 τόνους λαδιού τυποποιημένου προϊόντος» και υπογράμμισε πως στόχος «μέσα στα επόμενα 2-3 χρόνια είναι να ξεπεράσουμε τους 50.000 τόνους. Η δυναμική υπάρχει και είναι ικανοποιητική και είμαστε αισιόδοξοι ότι μέσα σε 2-3 χρόνια θα πετύχουμε το στόχο μας. Άλλωστε, η αγορά και οι εξαγωγές του ελαιολάδου μεγαλώνουν συνέχεια, ενώ αντίθετα στην εσωτερική αγορά υπάρχει μείωση».
 
Τελειώνουν τον Απρίλιο
τα ιταλικά αποθέματα
Τα αποθέματα στο ιταλικό ελαιόλαδο προβλέπεται να έχουν εξαντληθεί μέσα στους πρώτους τέσσερις μήνες του 2019, εκτιμά η Coldiretti (Ένωση Ιταλών Αγροτών). «Αυτό οφείλεται στη μείωση της παραγωγής που φέτος έπεσε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα», προσθέτει.
Θυμίζουμε ότι πρόσφατα η Coldiretti, που είναι η μεγαλύτερη συνδικαλιστική ένωση αγροτών της χώρας, πραγματοποίησε διαμαρτυρία των ελαιοπαραγωγών στη Ρώμη και συγκεκριμένα στην Piazza Montecitorio έξω από το Κοινοβούλιο.
Η μείωση της παραγωγής, κατά μέσο όρο σε ποσοστό 57%, αποδίδεται από τη συνδικαλιστική οργάνωση στις άσχημες καιρικές συνθήκες που επικράτησαν όλη τη διάρκεια του 2018 στην Ιταλία. Επίσης ο παράγοντας Xylella έπαιξε και αυτός τον ρόλο του σε αυτήν την κατακόρυφη πτώση.
Η Coldiretti επισημαίνει ότι ένα ακόμη πρόβλημα είναι ο αθέμιτος ανταγωνισμός που δημιουργείται από τις εισαγωγές χαμηλού κόστους ελαιολάδου που εισάγεται από το εξωτερικό και «βαφτίζεται» σαν ιταλικό.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι πολλές οικογένειες παραγωγών ελαιολάδου στη γειτονική χώρα να αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα.
Τις μεγαλύτερες απώλειες στην παραγωγή ελαιολάδου φαίνεται να τις έχουν υποστεί οι περιοχές του Νότου. Μόνο στην περιοχή της Απουλίας η παραγωγή ελαιολάδου, που αντιπροσωπεύει το ήμισυ περίπου της εγχώριας παραγωγής, έχει μείωση της παραγωγής σε ποσοστό περίπου 65%.
Η μειωμένη ιταλική παραγωγή έχει απογειώσει τις τιμές. Στα μέσα Δεκεμβρίου οι τιμές παραγωγού για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο ξεπέρασαν τα 5,93 ευρώ το κιλό. Τον Ιανουάριο έκαναν μια μικρή διόρθωση στα 5,65 ευρώ το κιλό, όμως σε κάποιες περιοχές, όπως στη Σικελία ξεπέρασαν 7 ευρώ το κιλό και στο Μπάρι τα 6 ευρώ.
Για πρώτη φορά στην ιστορία – σύμφωνα με την Coldiretti – η ιταλική παραγωγή θα μπορούσε να ξεπεραστεί από την Ελλάδα και το Μαρόκο, ενώ επικίνδυνα πλησιάζει και η Τουρκία.
Με την κατάρρευση της ιταλικής παραγωγής, η Coldiretti υποστηρίζει ότι οι εισαγωγές από το εξωτερικό αναμένεται να κινηθούν σε πολύ υψηλά επίπεδα. Ειδικότερα οι εισαγωγές από Τυνησία προβλέπεται να σημειώσουν «άλμα», της τάξης του 150%, σε σχέση με τους πρώτους δέκα μήνες του 2018.
Σήμερα για την συντριπτική πλειοψηφία των συσκευασιών ελαιολάδου στην Ιταλία – λέει η Coldiretti – χρειάζεται ο καταναλωτής να έχει μαζί του ένα «μεγεθυντικό φακό» για να μπορέσει να διαβάσει τα μικροσκοπικά γράμματα που αναφέρουν «μείγματα κοινοτικών ελαιολάδων» ή «μείγματα μη κοινοτικών ελαιολάδων», που η αναγραφή τους επιβλήθηκε από το νόμο της 1ης Ιουλίου 2009 στη χώρα.