Επιβεβαιώνεται η στασιμότητα στις τιμές ελαιολάδου

Επιβεβαιώνεται η στασιμότητα στις τιμές ελαιολάδου

Στις τιμές παραγωγού τα στοιχεία του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου επιβεβαιώνουν τη στασιμότητά τους κατά τις τελευταίες εβδομάδες του Ιανουαρίου σε Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία.
Συγκεκριμένα, η μέση τιμή στην Ελλάδα δεν ξεπέρασε τα 2,83 ευρώ μέχρι και την τρίτη εβδομάδα του Ιανουαρίου, σημειώνοντας συγκριτικά με τον Ιανουάριο του 2018 μια πτώση 16%.
Παρόμοια και στην Ισπανία, όπου η τιμή σταθεροποιήθηκε στα 2,65 ευρώ ανά κιλό, πτώση από έτος σε έτος κατά 27%. Αντίθετα στην Ιταλία η τιμή παραγωγού διατηρεί μια ανοδική τάση, και στα 6,08 ευρώ ανά κιλό έχει ήδη σημειώσει μια αύξηση της τιμής κατά 44%.
Αυξημένο καταγράφηκε το εμπόριο ελαιολάδου στις οκτώ μεγαλύτερες αγορές κατά τους δύο πρώτους μήνες της ελαιοκομικής περιόδου, αφού συνολικά μέχρι το Νοέμβριο του 2018, διακινήθηκαν 28.485,5 τόνοι, όταν το Νοέμβριο του ’17 ο όγκος αυτός μετά βίας ξεπέρασε τις 15.2022 τόνους, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιοκομίας (IOC) στο δελτίο του Φεβρουαρίου.
Ειδικότερα, το ενδοκοινοτικό εμπόριο αυξήθηκε κατά τους μήνες αυτούς κατά 16%, όμως παράλληλα η Ε.Ε. αύξησε τις εισαγωγές από τρίτες χώρες κατά 97% συγκριτικά με τον Οκτώβριο του 2017, εισάγοντας 12.787,9 τόνους, από τους 6.495,9 που εισήγαγε έναν χρόνο πριν. Στις παγκόσμιες αγορές τώρα, η Αυστραλία αύξησε τις εισαγωγές της κατά 38%, η Βραζιλία κατά 31%, η Ρωσία κατά 25%, η Ιαπωνία κατά 19%, ο Καναδάς κατά 15% και η Κίνα κατά 5%.
Στις ΗΠΑ, τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία φτάνουν μέχρι τον Οκτώβριο του 2018 και μαρτυρούν και εκεί μια αύξηση των εισαγωγών κατά 29%.
 
Αύξηση 178,7 στην κατανάλωση
επιτραπέζιων ελιών
Μέσα σε λιγότερο από 30 χρόνια, η κατανάλωση επιτραπέζιων ελιών εκτινάχθηκε, παρουσιάζοντας αύξηση της τάξης του 178,1% από το 1990/91 μέχρι το 2018/19. Η αύξηση της κατανάλωσης αφορά κυρίως κράτη μέλη του IOC, όπου σε ορισμένα από αυτά η αύξηση της παραγωγής παρέσυρε την κατανάλωση. Ενδεικτικά αναφέρεται το παράδειγμα της Αιγύπτου, όπου η κατανάλωση πήγε από τους 11.000 τόνους στο ξεκίνημα των 90’ς στους 370.000 τόνους σήμερα. Πάνω από 340.000 τόνους καταναλώνει και η Αλγερία πλέον, από τους 14.000 το 1990, αλλά και η Τουρκία, που έφτασε ξεκινώντας από τους 110.000 τόνους στους 360.000.
Στην Ε.Ε. η αύξηση της κατανάλωσης είναι της τάξης του 69,8% το ίδιο διάστημα, οπότε οι 346.000 τόνοι που καταναλώθηκαν το 1990/91 έγιναν 588,500 σήμερα, με μια κατά κεφαλήν κατανάλωση που προσεγγίζει το 1,1 κιλό ανά κάτοικο.