Η εύθραυστη οικονομική ανάπτυξη


Η τελευταία πρόβλεψη της απελθούσας Ευρωπαϊκής Επιτροπής έκρυβε μια μάλλον δυσάρεστη προειδοποίηση για τα κράτη μέλη:
Οι χώρες της Ε.Ε. θα πρέπει να είναι προετοιμασμένες για «όλα τα σενάρια», καθώς η ευρωπαϊκή οικονομία συνεχίζει να επιβραδύνεται και δεν προβλέπεται να ανακάμψει στο άμεσο μέλλον.
Παράλληλα, η Κομισιόν απηύθυνε σοβαρή προειδοποίηση στη Γαλλία, την Ιταλία και στην Ισπανία, διότι οι χώρες αυτές «απέτυχαν να βάλουν σε τάξη τα οικονομικά τους» και παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα δημοσίου χρέους, ενώ συνολικά οκτώ χώρες αντιμετωπίζουν προβλήματα στους προϋπολογισμούς τους, καθώς δεν εναρμονίζονται με τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ε.Ε. Ειδικότερα, η Γαλλία, η Ισπανία και το Βέλγιο καταγράφουν δημόσιο χρέος 100% του ΑΕΠ, ενώ η Ιταλία 136% του ΑΕΠ (υποτίθεται ότι πρέπει να τηρείται ο όρος του δημοσίου χρέους στο 60% του ΑΕΠ για τις χώρες της ευρωζώνης).
Η Μαδρίτη και οι Βρυξέλλες είναι υποχρεωμένες να παρουσιάσουν ένα επικαιροποιημένο οικονομικό πρόγραμμα , μόλις σχηματιστούν σταθερές κυβερνήσεις στις χώρες αυτές. Παράλληλα , η απελθούσα Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάλεσε την Πορτογαλία, τη Σλοβενία, τη Σλοβακία και τη Φινλανδία να «πάρουν τα απαραίτητα μέτρα» για να ακολουθήσουν τις απαιτήσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Αν, λοιπόν, πολλές ευρωπαϊκές χώρες «παραπατάνε» στα δημοσιονομικά τους, η Επιτροπή ύστερα από τα «πέτρινα χρόνια» των Μνημονίων είχε μόνον καλά λόγια για την Ελλάδα, η οποία «βρίσκεται στον δρόμο της υπερ-κάλυψης του δημοσιονομικού στόχου του πλεονάσματος 3,5% για το 2019, ενώ η ανάπτυξη στη χώρα υπολογίζεται στο 2,3% το 2020, πολύ πάνω από το 1,2% της υπόλοιπης ευρωζώνης».
Ήρθε, λοιπόν, η ανάκαμψη στην Ελλάδα και επανήλθε η εποχή των «παχέων αγελάδων» για τη χώρα;
Δύσκολο ακόμα και να το φανταστεί κανείς. Και τούτο, γιατί η πραγματική οικονομία δεν έχει βγει ακόμα από το δάσος και, για την ακρίβεια, ψάχνει να βρει το μονοπάτι εξόδου.
Είναι αποκαλυπτικά τα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει για την Ελλάδα μια από τις μεγαλύτερες διεθνείς Ελεγκτικές Εταιρείες, η PwC (Pricewaterhouse Coopers).
Στην πρόσφατη έκθεσή της για την Ελλάδα, ύστερα από έρευνα σε 3.000 ελληνικές εταιρείες, η εταιρεία παρουσιάζει μια θαμπή εικόνα για τη χώρα: «Η οικονομία δε μεταρρυθμίστηκε ως αποτέλεσμα του οικονομικού σοκ που υπέστη από την κρίση. Αντιθέτως, διατήρησε τις προηγούμενες δομές της, αντιστάθηκε σε αλλαγές, στέγνωσε από επενδύσεις, είδε την εξασθένιση της τεχνολογικής βάσης της και έχασε την προστιθέμενη αξία».
Η PwC παρατηρεί ότι οι ελληνικές εταιρείες έγιναν μικρότερες και πιο αδύναμες. Η παραγωγική βάση της οικονομίας μετατοπίστηκε από τον τομέα των υπηρεσιών προς τη βιομηχανία και τον τουρισμό και δι’ αυτού του τρόπου, σε χαμηλότερη προστιθέμενη αξία και ενσωματωμένη τεχνολογία.
Η έκθεση παρατηρεί ακόμα ότι ο όγκος των εξαγωγών έφτασε τα 12 δισ. ευρώ κατά τη διάρκεια της κρίσης, καθώς οι εταιρείες προσπάθησαν να αντισταθμίσουν τη βαριά πτώση της εσωτερικής κατανάλωσης, παρά ταύτα η προστιθέμενη αξία, ως αναλογία των εξαγωγών, έπεσε κατά 11%. «Η εξάπλωση σε νέες αγορές βασίστηκε κυρίως σε χαμηλής αξίας προϊόντα» αναφέρει η έκθεση της PwC.
Καθώς η Ελλάδα βγαίνει από την κρίση, υπάρχουν περίπου 2.100 εταιρείες που μπορούν να έχουν επενδύσεις, που έχουν τις δικές τους στρατηγικές ανάπτυξης με ετήσια έσοδα που ανέρχονται σε περίπου 110 δισ. ευρώ.
Παρά ταύτα, η PwC επιμένει ότι η εν δυνάμει ανάπτυξη αυτών των εταιρειών επηρεάζεται αρνητικά από την παρουσία περίπου 750 εταιρειών, που η έκθεση τις χαρακτηρίζει «εταιρείες ζόμπι ή σχεδόν ζόμπι». Αυτές οι ζημιογόνες εταιρείες κρατιούνται στη ζωή από δάνεια ύψους 15 δισ. ευρώ και άλλα 10 δισ. ευρώ που οφείλονται σε τρίτους. Η σκληρή εκτίμηση της έκθεσης είναι ότι οι ζημιογόνες αυτές εταιρείες πρέπει να εξαλειφθούν, διότι «αποπροσανατολίζουν την αγορά λόγω αθέμιτου ανταγωνισμού και απορρόφησης της ρευστότητας που θα πρέπει να κατευθύνεται σε υγιείς εταιρείες».
Η έκθεση ακόμα παρατηρεί ότι η οικονομική κρίση εξανάγκασε πολλές εταιρείες να ακολουθήσουν μια στρατηγική επιβίωσης με συσσώρευση ρευστού, μείωση δαπανών και συγκράτηση μεγάλου μεγέθους επενδύσεων. Ως εκ τούτου, οι περισσότερες εταιρείες αυτή τη στιγμή βρίσκονται μπροστά στην επιλογή της αύξησης της ανάπτυξης ή της βελτίωσης των περιθωρίων λειτουργίας τους.
Η έκθεση, τέλος, εκτιμά ότι ο κατασκευαστικός τομέας και η βιομηχανία τροφίμων και ποτών θα έχουν μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους λόγω της ανάπτυξης, ενώ εταιρείες στους τομείς του τουρισμού και της υγείας θα πρέπει να επικεντρωθούν στη μείωση των δαπανών, προτού αποφασίσουν να εφαρμόσουν στρατηγικές ανάπτυξης.

Της Κύρας Αδάμ