Η απλή (ανα)λογική πίσω από «τα Αρχαία της Υπαπαντής»

Η απλή (ανα)λογική πίσω  από «τα Αρχαία της Υπαπαντής»

Τον τελευταίο μήνα, με την πρωτοβουλία σημαντικών ανθρώπων της πόλης μας και την ακόλουθη κινητοποίηση μιας πολυπληθούς διαδικτυακής κοινότητας συμπολιτών μας, «ήρθε στο φως» το ζήτημα της ανάδειξης των καταχωνιασμένων «Αρχαίων της Υπαπαντής» («της Αρχαίας πόλης των Φαρών»), το ζήτημα δηλαδή της ίδιας της υπαρξιακής απόδειξης ότι ο ιστορικός μας χρόνος ανατρέχει και πριν από την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1204 π.Χ).

Η συγκυρία για την ανάδειξή τους κι αφού μεσολάβησαν έξι 10ετίες στην αφάνεια της κατάχωσης, ήταν εξάλλου η κατάλληλη, χρονικά και πολιτικά. Χρονικά, διότι είχε προκηρυχθεί ο διαγωνισμός για τη (δαπανηρή) ανάπλαση της «Πλατείας Υπαπαντής» (χωρίς καμία μέριμνα ανάδειξης της ιστορίας της πόλης μας). Πολιτικά, γιατί το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης μας, που εξελέγη με το σύστημα της απλής αναλογικής, διαθέτει σήμερα την αντιπροσωπευτική σύνθεση που αναλογεί στην πραγματική εκλογική δύναμη παρατάξεων κι αιρετών, προσδίδοντας επακόλουθα τη δυνατότητα πολλαπλών πολιτικών ροών επικοινωνίας και μεταφοράς θεμιτής πίεσης κι ερεθισμάτων από την βάση.

Έτσι, η ευαισθητοποίηση σε ένα θέμα που ένωσε πολίτες διαφορετικών πολιτικών ταυτοτήτων μπόρεσε να διατυπωθεί ως κοινό πολιτικό ζητούμενο, αφού διαχεόμενο – μέσω ικανού αριθμού αιρετών υπογραφών – έφθασε έγκυρα μέχρι το Δημοτικό Συμβούλιο (όρος απίθανος σε άλλες «ακρο-πλειοψηφικές περιόδους»), κάμπτοντας τις αρχικές επιφυλάξεις και διεγείροντας τη Δημοτική Αρχή, ώστε να γίνει «κοινό κτήμα»  για την πόλη μας.

Με άλλα λόγια, η απλή αναλογική και η ισορροπημένη σύνθεση της πολιτικής εκπροσώπησης αποτέλεσε τον πρόσφορο όρο της μετεξέλιξης ενός κοινωνικού αιτήματος σ’ ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα: την αναγκαιότητα ανάδειξης της ιστορίας του τόπου μας, που αν και μοιάζει αυτονόητο από επιστημονικής, ιστορικής αλλά και κοινωνικοοικονομικής σκοπιάς, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να καταστεί πολιτικά επίκαιρο σε άλλες εποχές.

Η δυναμική των εξελίξεων κατέστησε έτσι προφανές ότι η εφαρμοσμένη πραγματικότητα της «απλής αναλογικής» συμβάλλει στην επίτευξη «του αυτονόητου». Βοηθά ώστε οι συλλογικές προτεραιότητες να μη μένουν καταχωνιασμένες στα «αιώνια συρτάρια» της επιφυλασσόμενης αναβλητικότητας ή και της απροθυμίας. Ενισχύει την «παρεμβατική αυτοπεποίθηση» των πολιτών, αλλά και κινητοποιεί την αναγκαία σχέση αλληλεπίδρασης πολιτών – αιρετών αρχών, θεμελιώνοντας τη συμμετοχική πολιτική κοινωνία και προσδίδοντας νόημα στη συνεργασία πολιτών και πολιτικών δυνάμεων, στη βάση του κοινού οφέλους. Με άλλα λόγια, αναδεικνύει τον ενεργό – παρεμβατικό πολίτη ενάντια στη μοιρολατρική παθητικότητα της «εκ προοιμίου αδιέξοδης κοινωνικής δράσης», που υπήρξε το κύριο στίγμα των ακραία δυσαναλογικών και δημαρχοκεντρικών εκλογικών συστημάτων.

Αυτή ακριβώς, όμως, η πολιτική καινοτομία που φέρνει μαζί της η απλή αναλογική, «ουσιαστικοποιώντας» τη συμμετοχή του πολίτη και αναβαθμίζοντας την πρόσβασή του στο επίπεδο της καθημερινής πολιτικής λειτουργίας, αποτελεί και την αιτία, που άμεσα, από τη στιγμή της θεσπίσεώς της, συναντά τις έντονες αντιδράσεις των παραδοσιακών συστημάτων διακυβέρνησης, εκείνων δηλαδή που ιστορικά ενέχουν μια ιδιοκτησιακή αντίληψη για τις δημόσιες υποθέσεις, θέλοντας συνήθως να περιθωριοποιούν καταχρηστικά τον πολίτη στο μονοσήμαντο ρόλο του εκλογέα «μιας χρήσης».

Η απλή αναλογική θεσπίστηκε από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τον «Κλεισθένη», ικανοποιώντας ένα διαχρονικό δημοκρατικό αίτημα. Κι αν για την Αριστερά η απλή αναλογική αποτελεί βιωματική συνθήκη και είναι άμεσα συνυφασμένη με τον ίδιο τον ιστορικό της προορισμό: «να πολιτικοποιεί διεκδικητικά, με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης, τις συλλογικές πλειοψηφικές κοινωνικές ενστάσεις απέναντι σε κάθε είδους εξουσία», αντίθετα, για τα κατεστημένα πολιτικά συμφέροντα στον τόπο μας, η νομοθέτησή της αποτέλεσε «εξωγενή» απειλή για την ίδια τη βιωσιμότητα και τη διαιώνισή τους, που παγιώνεται στις υπο-διαιρέσεις των πολιτών και στον κοινωνικό διχασμό.

Είναι ενδεικτικό π.χ. πως, αν και σε δημοσκοπική έρευνα του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Αυτοδιοίκησης, το έτος 2017, 1 στους 2 πολίτες (50,18%) τάχθηκαν υπέρ της απλής αναλογικής, η κατάσταση αντιστρέφεται μεταξύ των δημάρχων (ΚΕΔΕ), αφού στην ίδια δημοσκόπηση, κατά συντριπτική πλειοψηφία (60.53%), οι τελευταίοι προέβλεψαν ότι η καθιέρωση της απλής αναλογικής στις δημοτικές εκλογές θα έχει ως αποτέλεσμα τη διάλυση των Δήμων, επαναλαμβάνοντας μηχανικά το μόνιμο επιχείρημα της «κυβερνησιμότητας». Ένα επιχείρημα, το οποίο άρρητα υπονοεί ως – αδιανόητα – ανέφικτη την ιδέα περί παραγωγικής σύζευξης και συνεργασίας πολιτών και πολιτικών χώρων, επενδύοντας μίζερα στο γνώριμο μετεμφυλιακό διχαστικό πρότυπο της αναπαραγωγής μειοψηφικών αλλά στεγανών δομών εξουσίας, που θα μπορούν να επιβιώνουν μόνο χάριν της άνισης σχέσης κράτους – υπηκόων.

Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι το επιχείρημα της «κυβερνησιμότητας» επαναλαμβάνεται μηχανικά κι αφηρημένα, αποσιωπώντας το έλλογο: η απλή αναλογική, όπως και κάθε εκλογικό σύστημα, δε λειτουργεί σε πολιτικό κενό.

Αντίθετα, το εκλογικό σύστημα επιδρά μεσοπρόθεσμα και στη συμπεριφορά του πολιτικού προσωπικού και ενισχύει (ή αντίστροφα αποκλείει) την κουλτούρα συναινέσεων, συνεργασιών και δημιουργικής αντιπολίτευσης, εκπαιδεύοντας την ίδια την κοινωνία και το πολιτικό της προσωπικό προς το σκοπό αυτό. Το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, επειδή ακριβώς είναι ικανό να συσπειρώσει προγραμματικά ισχυρές πολιτικές πλειοψηφίες με αληθινό κοινωνικό έρεισμα, είναι και το μόνο – αντικειμενικά – ικανό να διασφαλίσει τη μέγιστη συναίνεση και προοπτική για τις σημαντικές αλλαγές, προς όφελος των κοινωνικών πλειοψηφιών.

Για τη σημερινή κυβέρνηση, η επιλογή της αντι-μεταρρύθμισης του «Κλεισθένη» έγινε με γνώμονα την υπονόμευση του ρόλου των νέων Δημοτικών και Περιφερειακών Συμβουλίων «της απλής αναλογικής» που προέκυψαν από τις εκλογές του Μαΐου – Ιουνίου του 2020. Πριν μάλιστα αυτά προλάβουν καν να συγκροτηθούν, αφού ήταν κρίσιμο για το «παλαιοκομματικό σύστημα», η απλή αναλογική «να εξατμιστεί» προτού λειτουργήσει στην πράξη κι αναδειχθούν τα οφέλη της στην παραγωγή συνθέσεων. Στο ίδιο αυτό πλαίσιο της ανατρεπτικής προσαρμογής της αναλογικής σύνθεσης των συμβουλίων των ΟΤΑ στις περιοριστικές κυβερνητικές προθέσεις, χαράχθηκαν κι εντυπώθηκαν σε νόμους, τα μέτρα απόσπασης κρίσιμων αποφασιστικών αρμοδιοτήτων από τα Δημοτικά και Περιφερειακά Συμβούλια και αντίστοιχα η ενίσχυση του ρόλου των επιτροπών (Οικονομικής, Ποιότητας Ζωής) στις οποίες χορηγήθηκε «ως προίκα» από την κυβέρνηση μια τεχνητή πλειοψηφία στις παρατάξεις  δημάρχων και περιφερειαρχών, με την ανάλογη συρρίκνωση έως τον αφανισμό των δυνάμεων της αντιπολίτευσης. Σαφής σκοπός, η νόθευση της επιρροής της απλής αναλογικής, μέσα από την «τυπικοποίηση» του ρόλου των συμβουλίων και των αιρετών.

Όμως, στην υπόθεση των «Αρχαίων της Υπαπαντής» αποδείχθηκε ότι τα πολυσυλλεκτικά αιρετά συμβούλια της απλής αναλογικής, παρακάμπτοντας τον εν δυνάμει μετασχηματισμό τους σε «διακοσμητικά όργανα», μπορούν να ομογενοποιηθούν όταν κρίνονται «καταχωνιασμένα» μεν, αλλά σπουδαία θέματα, που επικαιροποιούν οι συλλογικότητες πολιτών για τον τόπο τους, αίροντας κάθε οπισθοδρομική επιφύλαξη για το μέλλον.

Διανύοντας τον 21ο αιώνα κι έχοντας μπροστά μας μια νέα πολλαπλή κρίση, που εν πολλοίς εδραίωσαν και μας κληροδότησαν τα κατεστημένα συστήματα διακυβέρνησης, αλλά και την ίδια τη σπουδή της σημερινής κυβέρνησης να αντιπαρέλθει και «καταχωνιάσει» ιδέες και μέσα συλλογικής δημοκρατικής αφύπνισης, όπως είναι η απλή αναλογική, ίσως επανέρχεται – πιο υποψιασμένα – το ερώτημα: Για πόσο καιρό ακόμα θα δύνανται (πειστικά ή και παραπειστικά) τα παραδοσιακά – μη γνήσια αντιπροσωπευτικά – συστήματα εξουσίας του προηγούμενου αιώνα να υπαγορεύουν υπ’ όρους ελλιπούς δημοκρατικής συναίνεσης και φθίνουσας κοινωνικής δικαιοσύνης ένα ανθεκτικό ή και ευοίωνο μέλλον, με τους πολίτες αμέτοχους και «καταχωνιασμένους» στο περιθώριο της πολιτικής ζωής;

Του Γεωργίου Μακρή

Δικηγόρου, μέλους της Ν.Ε Μεσσηνίας του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία