«ΘΑΡΡΟΣ» 2 Μαΐου 1907: Τρομερά σύγκρουσις ατμοπλοίου – ιστιοφόρου παρά την Σαπιέντζαν

«ΘΑΡΡΟΣ» 2 Μαΐου 1907: Τρομερά σύγκρουσις ατμοπλοίου – ιστιοφόρου παρά την Σαπιέντζαν

-Πώς εγένετο η σύγκρουσις

-Οι σωθέντες ναύται

-Το ατμόπλοιον εν τω λιμένι

-Η έξοδος των σωθέντων

-Διατράνωσις συμπαθειών

-Η αναχώρησις του ατμοπλοίου

-Τι λέγει ο πλοίαρχος του ατμοπλοίου

-Φρικώδεις και συγκινητικαί λεπτομέρειαι

Την προχθεσινήν εσπέραν εκ του λιμένος ημών απήλθε το ιταλικόν «Παύλο Κώστα» κατευθυνόμενον εις Μεσσήνην της Σικελίας, αφού παρέδωκε το φορτίον αυτού αποτελούμενον από θείον εις ον ανήκεν ενταύθα έμπορον, τον Ψάλτην. Το ιστιοφόρον τούτο κατέπλευσεν εν τω λιμένι την ημέραν της Αναστάσεως.

Ο καιρός ήτο εύδιος και η θάλασσα ουδόλως εταράσσετο.

Μη βοηθούμενον δε τούτο υπό του ανέμου μόλις εκινείτο, πλέον τας άκρας του ακρωτηρίου Ακρίτα.

Το πλήρωμα αυτού απoτελείτο από επτά εν όλω ναύτας μετά του πλοιάρχου ονομαζομένου Παύλο Κώστα, ιδιοκτήτου του ιστιοφόρου.

Το ατμόπλοιον

Είχε παρέλθη το μεσονύκτιον και το ιστιοφόρον τούτου ευρίσκετο πλησίον της Νήσου Σαπιέντζας ενώ ο ουρανός ασέληνος εδυσκόλευε τον δρόμον αυτού. Αντιθέτως την ώραν εκείνην ήρχετο ατμόπλοιον «Μπιτίνια» ονόματι εκ Τεργέστης κατευθυνόμενον εις Κωνσταντινούπολιν υπό κυβερνήτην τον Α. Καμιναροβίτς.

Ευρίσκοντο εις αρκετήν απόστασιν, όταν αντελήφθη το εν το έτερον εκ των ανημμένων επ’ αμφοτέρων φώτων. Δεν ανησύχησαν όμως και ουδέν έσπευσαν να λάβουν μέτρον προφυλακτικόν, διότι η απόστασις ουδένα ενέπνεε φόβον.

Η σύγκρουσις

Παρήλθεν αρκετή ώρα οπόταν ήλθον εγγύς αλλήλων κατ’ ευθείαν.

Οι εν τω ιστιοφόρω ήρχισαν τότε να ανησυχούν, διότι παραδόξως έβλεπον να κατευθύνεται κατ’ επάνω των το ατμόπλοιον. Προσπαθούν τότε να λοξοδρομήσουν φοβηθέντες σύγκρουσιν. Μετά δυσκολίαν κατορθούσι να λάβουν γραμμήν παράλληλον του ατμοπλοίου, διότι η βασιλεύουσα νηνεμία και η γαλήνη παρείχον σπουδαίον εμπόδιον.

Δια των κωπών πυρετωδώς εργάζονται να αποσοβήσουν τον επερχόμενον κίνδυνον, διότι έβλεπον, ότι ο δρόμος του ατμοπλοίου ήτο κατ’ επάνω των.

Δεν παρήλθεν ειμή ολίγου χρόνου διάστημα και το ατμόπλοιον και το ιστιοφόρον ήσαν εγγύς αλλήλων.

Οι εν τω ιστιοφόρω συνέχονται υπό τρόμου βλέποντες τον προ οφθαλμών κίνδυνον. Προσπαθούν να τραπούν δεξιά, αλλά ελάχιστοι το κατορθούσι. Κινούσι τους φανούς, φωνάζουν και ρηγνύουν διάτορους και απελπιστικάς κραυγάς, αλλά οι εν τω ατμοπλοίω ουδέν ήκουον.

Το ατμόπλοιον ολοταχώς πλέον εφαίνετο ως ουδέν εννοούν. Και ενώ από ολίγης αποστάσεως είχον παράλληλον γραμμήν εγγίσαντα άλληλα ήλθον κατ’ ευθείαν εμπρός.

Η στιγμή είναι κρίσιμος.

Αι φωναί των εν τω ατμοπλοίω ήδη έπαυσαν. Ο κίνδυνος ήτο άφευκτος. Παραιτούν τας κώπας και φροντίζουν πώς θα εσώζοντο οι ναύται του ιστιοφόρου τούτου.

Ολίγα δευτερόλεπτα παρήλθον και το ορμητικώς ερχόμενον ατμόπλοιον πλήσσει εμπρός επί της πρώρας και ολίγον αριστερά το ιστιοφόρον και φοβερός πάταγος δονεί την ατμόσφαιραν.

Οι ναύται του απέλπιδες ρίπτονται εις την θάλασσαν ζητούντες βοήθειαν.

Οι εν τω ατμοπλοίω προ ολίγου είχον κατίδη τα πάντα, αλλ’ ήτο πλέον αργά. Προσπαθούν να ανακόψουν τον δρόμον του ατμοπλοίου, αλλά δεν το κατορθούσι. Θορυβούνται και φωνάζουν και ετοιμάζουν τας λέμβους δια τους ναύτας του ιστιοφόρου.

Μία απερίγραπτος κατάστασις βασιλεύει συγκινούσα μέχρι δακρύων. Το ιστιοφόρον μέγα ρήγμα υποστάν βυθίζεται αμέσως.

Οι ναύται αυτού πλέουν επί της επιφανείας της θαλάσσης και πλησιάζοντες αλλήλους αποτελούν κύκλον. Κρατούνται από παντός προστυχόντος, βαρελίων τινών και σανίδων και αναμένουσιν εν υστάτη αγωνία σωτηρίαν χείρα.

Πώς σώζονται

Το ατμόπλοιον πλήξαν το ιστιοφόρον προεχώρησεν αρκετόν διάστημα καθ’ ο κατόρθωσε ν’ ανακόψη τον δρόμον αυτού. Όπισθεν δε πλεύσαν ήγγισε τους επιπλέοντας ναύτας. Αμέσως καταβιβάζει λέμβους και εντός ολίγου ημιαναισθήτους παραλαμβάνει αυτούς εντός αυτώ, αναζητησάντων των ναυτών δια των λέμβων επί ώραν αρκετήν να περισυλλέξουν άπαντας τους ναύτας του ιστιοφόρου. Παραλαμβάνουν όλους πλην δύο, δια τους οποίους εις μάτην κατατρίβουν αρκετήν ώραν.

Οι πνιγέντες

Τους σωθέντας πέντε τούτους τους μεταφέρουν επί του ατμοπλοίου και τους παρέχουσι πάσαν βοήθειαν και περιποίησιν.

Οι μη ευρεθέντες δύο επνίγησαν, διότι δεν πρόλαβον να ριφθώσιν εις την θάλασσαν προ της συγκρούσεως και συνεβυθίσθησαν μετά του ιστιοφόρου ή ίσως και κατά την σύγκρουσιν ετραυματίσθησαν, όπερ αφήρεσε τας δυνάμεις απ’ αυτούς να πλέωσι δια να σωθώσιν αγωνιζόμενοι επί των κυμάτων. Διότι μέχρις ότου πλησιάσει το ατμόπλοιον και καταβιβάση λέμβους παρήλθε σχεδόν ώρας διάστημα.

Μεταξύ των σωθέντων είναι και ο πλοίαρχος του καταποντισθέντος ιστιοφόρου.

Το ατμόπλοιον εν τω λιμένι

Το ατμόπλοιον τούτο παραλαβόν τους σωθέντας πάντας εξηκολούθησε τον πλουν αυτού, οπόταν πλέον επλησίαζε να εξημερώση. Αντί δε να πλεύση κατ’ ευθείαν δια Κωνσταντινούπολιν, όπου διηυθύνετο, ηναγκάσθη να σταματήση εις τον λιμένα ημών δια να γνωρίση το συμβάν εις τας ενταύθα αρχάς, ίνα αύται επιληφθώσι των εαυτών καθηκόντων.

Μόλις δε περί την 10 της πρωινής κατέπλευσεν, ειδοποίησε τον Πρόξενον της Αυστρίας Μπαρτσαφόλι και συγχρόνως ανήγγειλε τηλεγραφικώς το γεγονός εν Μεσσήνη της Σικελίας, οπόθεν προήρχετο το ιστιοφόρον.

Η έξοδος των σωθέντων- Η συμπάθεια του κόσμου

Ευθύς ως μετ’ ολίγον εγνώσθη το θλιβερόν γεγονός, ο κόσμος εν Παραλία ανήσυχος διηρώτα και διεπυνθάνετο τα της συγκρούσεως.

Οι πάντες έτρεχον επί του ατμοπλοίου και ποικίλαι φήμαι εκυκλοφόρουν.

Περί την μεσημβρίαν δε όταν εξήλθον οι σωθέντες ναύται περιεκυκλώθησαν υπό του κόσμου και εγένοντο αντικείμενον συμπαθειών και πάσης περιποιήσεως.

Ημίγυμνοι δε καθώς ήσαν με τα ρούχα, άτινα έδωσαν αυτοίς εν τω ατμοπλοίω και με την λύπην ζωγραφισμένην εν τω προσώπω των επροκάλουν την συμπάθειαν και την συγκίνησιν.

Οι πάντες περιεκύκλουν αυτούς και εζήτουν σχετικάς πληροφορίας δια την σύγκρουσιν.

Ούτοι όσον ηδύναντο δια τινών γνωριζόντων ιταλικά παρείχον πάσαν πληροφορίαν.

Μέχρι δ’ εσπέρας ήσαν το αντικείμενον της γενικής συμπαθείας.

Το αυστριακόν ατμόπλοιον περί την 2αν μ.μ. απήρε του λιμένος δια Κων/πολιν και Οδησσόν, αφήσαν τους ναύτας του ιστιοφόρου τους οποίους ανέλαβεν ο πρόξενος της Ιταλίας Ν. Καραγιάννης.

Τι λέγει ο πλοίαρχος

Μόλις εγνώσθη το συμβάν τούτο εσπεύσαμεν εν Παραλία και συνηντήσαμεν τον πλοίαρχον του ιταλικού, μεσόκοπον τύπον ναυτικού, ονόματι Παύλο Κώστα, ο οποίος μας αφηγήθη την τρομεράν σύγκρουσιν ως ανωτέρω εκθέτομεν αυτήν, με την προσθήκην, ότι δια το συμβάν ευθύνονται μόνον οι του Αυστριακού, οι οποίοι εις τα σήματα και τας φωνάς των εν τω ιστιοφόρω δεν απήντησαν καθ’ ολοκληρίαν, απόδειξις, ότι ή εκοιμώντο, κατά την ώραν εκείνη, ή δεν ήθελον να προσέξουν.

Μετά τον πλοίαρχον συνηντήσαμεν και τους τέσσαρας σωθέντας ναύτας, οι οποίοι εξηντλημένοι και σχεδόν ημίγυμνοι συνεκίνουν, οίτινες παρέσχον ημίν διαφόρους πληροφορίας ας συνεχίζομεν αύριον.

ΤΑ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΣ ΑΤΜΟΠΛΟΙΟΥ – ΙΣΤΙΟΦΟΡΟΥ

Πώς αφηγείται ο πλοίαρχος την σύγκρουσιν

«ΘΑΡΡΟΣ» 3 Μαΐου 1907

Ως και προλαβόντως εγράψαμεν, η τρομερά σύγκρουσις του Αυστριακού μετά του Ιταλικού ιστιοφόρου ήτο μάλλον τυχαίον γεγονός, διότι ούτε οι εν τω ιστιοφόρω όταν είδον το ατμόπλοιον έδωσαν σπουδαίαν προσοχήν, ούτε οι εν τω ατμοπλοίω αντελήφθησαν το πλησίον αυτών ιστιοφόρον.

Ο μεταξύ των σωθέντων πλοίαρχος του ιστιοφόρου και ιδιοκτήτης αυτού Παύλο Κώστα, ον συνηντήσαμεν ευθύς μετά την έξοδόν του εκ του ατμοπλοίου εν Παραλία, εν εκτάσει μας αφηγήθη τα της συγκρούσεως, εν προφανεί συγκινήσει.

-Μόλις αντελήφθημεν, μας είπεν, το ατμόπλοιον από αρκετής αποστάσεως προσπαθήσαμεν να λοξοδρομήσωμεν δια παν ενδεχόμενον. Επειδή δε δεν μας εβοήθει ο καιρός κατορθώσαμεν τούτο δια των κωπών, διότι ήτο πλήρης ηρεμία. Αήρ δ’ ουδόλως εκινείτο.

Παρήλθεν όμως ώρα αρκετή και παραδόξως το ατμόπλοιον αντί να είναι μακράν ημών, τουναντίον όσον παρήρχετο η ώρα μάς επλησίαζε. Τούτο ανέβαλεν ημάς εις δεδικαιολογημένους φόβους και αμέσως ηρχίσαμεν δια σημάτων και φωνών να δώσωμεν να εννοήσουν οι εν τω ατμοπλοίω. Και άλλοι μεν των ναυτών υπερανθρώπως εκτύπων τας κώπας να στραφώμεν αριστερά, άλλοι δε εξηκολούθουν να παρουσιάζουν το φως και δια του τηλεβόα να εξαγγέλλουν τον κίνδυνον. Ούτε φωνή όμως, ούτε ακρόασις από το Αυστριακόν. Εν τοιαύτη θέσει ευρέθημεν επί μίαν σχεδόν ώραν, οπόταν ηρχίσαμεν ν’ απελπιζόμεθα, ότι δεν είναι δυνατόν να σωθώμεν. Είναι αδύνατον να σας περιγράψω την θέσιν εις την οποίαν ευρέθημεν πάντες.

Συνεβούλευσα τους ναύτας να αφήσουν τας κώπας και να ετοιμασθούν δια να ριφθώσιν εις την θάλασσαν, διότι άλλο μέσον σωτηρίας δεν υπήρχεν.

Το Αυστριακόν τώρα, ως κολοσσός ορθούμενον προ ημών, μας ήγγισε. Όλοι αστραπιαίως εν απογνώσει ριπτόμεθα εις την θάλασσαν, όπου προηγουμένως είχομεν ρίψει βαρέλια τινά και σανίδας, ας είχομεν εν τω πλοίω.

Τρομερός κρότος ακούεται και το πλοίον μας αρχίζει να βυθίζεται.

Ημείς παλαίομεν επί των κυμάτων.

Η πάλη εν τη θαλάσση

Ούτε ενθυμούμαι, εξηκολούθησεν ο πλοίαρχος, τι εγίνετο τότε. Όλοι τα είχομεν χάση, κυριολεκτικώς. Καθείς ηγωνίζετο πώς θα εσώζετο. Και άλλοι μεν επιάσθησαν εις βαρέλια, άλλοι εις σανίδας.

Το πλοίον εις διάστημα λεπτών της ώρας ήτο εις τον πυθμένα της θαλάσσης. Ουδείς ήξευρεν αν έζη ο άλλος. Η θάλασσα φοβερώς αναταραχθείσα από την σύγκρουσιν μας απεμάκρυνε. Επανειλημμένως εβυθίσθημεν και πάλιν ήλθομεν επί της επιφανείας.

Κατά το διάστημα αυτό, το πλειότερον της ώρας, καθ’ ο ημείς επαλαίομεν τον απέλπιδα αγώνα να σωθώμεν, το ατμόπλοιον δεν είχε κόψη τον δρόμον του.

Μάτην ημείς από στιγμής εις στιγμήν αναμένομεν σωτηρίαν. Τέλος μας επλησίασαν λέμβοι του Αυστριακού και δεν ήργησαν να μας παραλάβουν ημιαναισθήτους, εν τω ατμοπλοίω, το οποίον εστάθη εν ατμώ επ’ ολίγον.

Οι δύο πνιγέντες

Όταν μας μετέφερον εις το κατάστρωμα του πλοίου και δια των διαφόρων περιποιήσεών των συνήλθομεν, τότε αντελήφθημεν ότι έλειπον δύο των συντρόφων ημών. Ούτοι φαίνεται εις την δίνην της θαλάσσης εβυθίσθησαν και εκεί εύρον οικτρόν θάνατον. Ονομάζονται δε Αντωνίνο Τσιλιπέρτι και Σαλβατόρο του οποίου το επώνυμον μου διαφεύγει, εξ ων ο πρώτος ήτο εκ Μεσσήνης και ο δεύτερος εκ Κατάνης της Σικελίας.

Αι ανακρίσεις

Ευθύς ως κατέπλευσεν ενταύθα το Αυστριακόν τούτο «Μπιτίνια» περί την 10ην πρωινήν της προχθές ώραν, ο πλοίαρχός του Καμιναροβίτς εγνωστοποίησε το συμβάν εις τον ενταύθα πρόξενον της Αυστρίας Μπαρτσαφόλι, ο οποίος επελήφθη ανακρίσεως. Ωσαύτως επελήφθησαν ανακρίσεων και ο πρόξενος της Ιταλίας Νικόλαος Καραγιάννης και ο λιμενάρχης κ. Ζούκης.