«ΘΑΡΡΟΣ» 8 Μαΐου 1913: Κάτω από το φεγγάρι

«ΘΑΡΡΟΣ» 8 Μαΐου 1913: Κάτω από το φεγγάρι

Ένας περίπατος ανά τας οδούς της πόλεώς μας, όταν η σελήνη αργυρώνη τους ασβεστοχρισμένους τοίχους και ο βενέτικος χρυσός των αστέρων σταλάζη από τον σκοτεινόχρωμον ουρανόν προς την γην, αποτελεί ασυνήθη απόλαυσιν. Και επειδή εις τον κόσμον ανεξαρτήτως της ώρας πηγαίνομεν ζητώντας την απόλαυσιν,  συνιστώμεν ως τοιαύτην και τον νυκτερινό περίπατον εις τας συνοικίας.

Οπλισθήτε με θάρρος και καθαρτήτε προηγουμένως από παν ίχνος μυστικοπάθειας. Αφήσατε τον Σαίξπηρ να βλέπη τους μακαβρείους χορούς της Εκάτης γύρω από το βράζον καζάνι της μοίρας και αποστρέψατε τα βλέμματα από τα μαϊμουδάκια και τα ερπετά της.

Ας εξερευνήσωμεν την νυκτερινήν πόλιν της πραγματικότητος. Η δροσερά αύρα φέρει ως τα αυτιά μας τους παθητικούς τόνους οινοβαρούς τροβαδούρου. Δεν ψάλλει αυτός τα μαύρα μάτια και τα ξανθά μαλλιά καμμιάς συμπολίτιδος. Απλώς ευθύμησεν εις την ταβέρνα και συνοδεύει την πλήξιν της οδοιπορίας του μέχρι της συζυγικής εστίας δια παλαιού άσματος, του οποίου αι φράσεις πνίγονται μέσα εις το άρωμα της κρασίλας και οι τόνοι τραγικοποιούνται σχιζόμενοι. «Άου… άου ί…ί… ί…».

Έτερον είδος μουσικής εξερχόμενον από τα άδυτα κάποιας κρεβατοκάμαρας. Το μικρό ξυπνά τη μαμά και ο μπαμπάς βρυχάται, διότι ου ετάραξαν την ησυχίαν. Εν τω μεταξύ η σελήνη εξακολουθεί τον ουράνιο δρόμον της.

Προσοχή. «Γάου… γάου… γου… γου…». Οι ακοίμητοι φρουροί του σπιτιού, μανδρόσκυλοι, εκτελούν τα υψηλά των καθήκοντα. Μη παραβιάσετε την ακτίνα της υπηρεσίας των, διότι θα σας σχίσουν μολονότι την ημέραν η κυρά – Δημήτρω μας εβεβαίωσεν, ότι το σκυλί της είναι ευγενικό και ήσυχο.

Ο όγκος αυτός εις το άκρον του δρόμου; Τι είναι; Αίνιγμα. Είναι το κάρρον της καθαριότητος ανάσκελα γυρισμένο. Δεν πειράζει κανένα ήσυχον διαβάτη, όπως και το σκυλί της Δημήτρως, όταν η σελήνη φωτίζη τους τοίχους. Στοπ!!! Σκούζει ο βρωμερός προς τα άστρα. Είναι ο γάιδαρος του κυρ Αντώνη, τακτικός ξενύχτης. Εις την γειτονιάν του είναι γνωστός και ως ιεροψάλτης.

Έλα εφθάσαμεν εις το μέρος, όπου προσεύχεται γυναίκα ερωτευμένη και όπου τον στεναγμόν μοναχικός διαβάτης ακούει, που από τον τάφο σε μιας στέλνει η φύσις. Απολαύσατε την νυκτερινήν ευωδίαν των ανθέων και νεροχυτών και ακαθάρτων υδάτων συγχρόνως. Συγκινούν τόσον βαθειά και τας αισθήσεις ανοίγουν την καρδιά και κλείουν τους ρώθωνας. Δεν μπορούμεν να αντιστώμεν εις τον πειρασμόν. Και μολονότι κινδυνεύομεν να συλληφθώμεν ως διαταράσσοντες την κοινήν ησυχίαν της πόλεως ψάλλομεν εις ήχον πλάγιον κόκκινον, τον ύμνον προς την θερινήν νύκτα του Μυσσέ.

Αυτά συμβαίνουν όταν επί της πόλεώς μας αγρυπνή η Εκάτη, αργυρώνουσα τους ασβεστοχρισμένους τοίχους.

Νρ.