Μπορούμε καλύτερα

Μπορούμε καλύτερα

Συχνά κρίνουμε εξ ιδίων τα αλλότρια και θεωρούμε δεδομένο πως αυτό που θέλει ο “επισκέπτης”, o “τουρίστας”, είναι την ξαπλώστρα του, το κοντινένταλ πρωινό του, το εστιατόριο ή το καφέ όπου θα ικανοποιήσει τις οικείες συνήθειές του με μια εσάνς ασφαλώς “εξωτική”, τη βολή του, αφού αφήνει τα λεφτά του. Και συντριπτικά, έτσι έχει γενικά η κατάσταση, δε γελιόμαστε.

Από την άλλη πρέπει, όμως, να παραδεχτούμε πως πανομοιότυπα ξενοδοχεία, παραλλαγές του ίδιου τύπου εστίασης, εμπορικές αλυσίδες, ξαπλώστρες σε έκταση παραθαλάσσιων οικοπέδων και τσιμέντα, ειδικά τσιμέντα, βρίσκει όπου κι αν πάει, και οπωσδήποτε στο μαφιόζικων-τακτικών-ρύθμισης-των-πραγμάτων Νότο.

Η “τάση” είναι να παίρνεις την άδειά σου και να πηγαίνεις σε ένα μέρος παρόμοιο με αυτό που αφήνεις πίσω σου, με το άλλοθι των διακοπών. Ή μήπως όχι; Είναι αυτή η “τάση” απότοκη της επιθυμίας του επισκέπτη ή των τακτικών που προαναφέραμε; Η κατανάλωση δεν έχει ανάπαυλα.

Ακόμη, όμως, κι έτσι να ’ναι (που είναι), για πόσο θα μπορούμε να βασιζόμαστε σε καταστροφικές πολιτικές; Σε ένα δυστοπικό -αλλά απολύτως ρεαλιστικό- σενάριο, διαφημίζουμε το τουριστικό μας προϊόν με ρεκλάμες καραφλών ορέων (sic!) όπου δεσπόζουν δονκιχωτικές ανεμογεννήτριες, πλημμυρισμένων δρόμων με τη δική μας εκδοχή της γόνδολας στη Βενετία της Μεσσηνίας, ολόκληρου στόλου κρουαζιερόπλοιων μαζικού τουρισμού χαμηλόμισθων, όπως εμείς, επιβατών κ.ο.κ., όπου τα παιδιά μας είναι εργάτες έτοιμοι για όλα. Δεν είναι αστείο.

Έχω τη βάσιμη πεποίθηση πως οι λόγοι για τους οποίους αποφασίζει κάποιος να έρθει για διακοπές στην Ελλάδα παραμένουν, παρ’ όλα αυτά, διαχρονικοί. Σε μια χώρα όπου η πρωτογενής παραγωγή ψυχορραγεί, η φύση τείνει να γίνει καρτ ποστάλ και όχι ζωντανό περιβάλλον και η αισθητική μετατρέπεται σε μουσειακό έκθεμα ελέω εργολαβιών, έστω φαντασιακά ο συμπολίτης του κόσμου έρχεται εδώ για όσα δεν έχουν ολωσδιόλου χαθεί: φως και θάλασσα, το στοιχείο της έκπληξης, η ζεστή και ανεπιτήδευτη συμπεριφορά, τα στοιχεία που διασώθηκαν από τις διαδοχικές επιρροές σ’ αυτό το σταυροδρόμι πολιτισμών, η πλούσια γεύση κυριολεκτικά, αλλά και ενός γόνιμου βιώματος, αθώου κι ενίοτε αφελούς, ακριβώς επειδή είναι εγγενές.

Η πεποίθηση είναι βάσιμη επειδή αυτά είναι τα μόνα που διαθέτουμε πραγματικά, εξίσου βάσιμη με την παραδοχή ότι βλέπουμε τις σποραδικές εκλάμψεις της τελευταίας τους πνοής. Είναι καταδικασμένα.

Οι μαφιόζικες τακτικές μοιάζει να θριαμβεύουν. Συνοψίζονται στο μότο “ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε” και το modus operandi τους “παράγει” σιντριβάνια στο κυμοθάλασσο. Να το ξεκαθαρίσω: Δεν αμφιβάλλω ότι στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων που προωθούν, π.χ., το master plan του προλιμένα, φαντάζει ειλικρινά μέγα αναπτυξιακό έργο.

Αν θέλουμε να είμαστε σοβαροί, όμως, είναι στείρο και κοντόφθαλμο. Προτείνει να χαλάσουμε ό,τι ομορφιά έχει απομείνει (σαφώς, για το βραχυπρόθεσμο κέρδος), αντί να επενδύσουμε στη βελτίωση των υπαρχουσών υποδομών.

Ακόμη περισσότερο, αντί να εργαστούμε με συνέπεια, μελέτη και όραμα για το μέλλον του τόπου. Φαίνεται να μην τους έχει περάσει από το νου ότι, εκτός από τουριστικοί πράκτορες, είμαστε και πολίτες, που μπορεί να τιμούν την αξία της φιλοξενίας, αλλά τους αξίζει σεβασμός. Και μπορούν να τον απαιτούν.

Γι’ αυτό είναι, τουλάχιστον, ενθαρρυντικό ότι ο πρόχειρος και καταστροφικός σχεδιασμός για την ανατολική παραλία βρίσκει χιλιάδες φωνές απέναντί του. Πρόκειται για τις νεότερες γενιές που τις αφορά η οικολογική και αισθητική καταστροφή, αλλά και μεγαλύτερους πολίτες που έχουν κρατήσει τη σκέψη τους ανοιχτή, που νοιάζονται για το τι θα αφήσουν πίσω τους. Το επιχείρημα “θέλουμε να συνεχίσουμε να κολυμπάμε” μοιάζει απλοϊκό, αλλά είναι το μόνο που μπορεί να εισακουστεί. Πώς να μιλήσεις για “δημόσιο χώρο”, όταν ο όρος προκαλεί ρίγη αποστροφής σε σημαντική μερίδα των κατοίκων αυτού του τόπου; Όταν το πραγματικό master plan είναι να ιδιωτικοποιηθεί; Στην επικρατούσα λογική του οδοστρωτήρα, η κίνηση για τη διάσωση του προλιμένα είναι ουσιαστικής και συμβολικής σημασίας: Επί της ουσίας, δεν μπορείτε να υλοποιείτε ό,τι αυθαίρετα προωθείτε, χωρίς αντίσταση. Ο φασόν τουρισμός δεν είναι μονόδρομος. Μπορούμε καλύτερα. Η δυναμική κινητοποίηση είναι ισχυρό προηγούμενο, και παρακαταθήκη για το μέλλον.

Της Γεωργίας Οικονομοπούλου