Κατερίνα Μπρέγιαννη: Η Ιστορία μπορεί να δώσει μαθήματα, αλλά όχι χρησμούς…

Κατερίνα Μπρέγιαννη: Η Ιστορία μπορεί να δώσει μαθήματα, αλλά όχι χρησμούς…

Η ΜΕΣΣΗΝΙΑ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ «Θ»-ΜΕΡΟΣ Β’
-«Η έρευνα είναι διανοητικό παιγνίδι, μια διανοητική πρόκληση με τεράστιο προσωπικό κόστος και προϋποθέτει τη δημιουργία, δεν υπάρχει άλλος δρόμος»
-Οι εθνικές γαίες του 19ου αιώνα, η συνεταιριστική δράση στο Μεσοπόλεμο και ο Εμφύλιος, με έμφαση στις κοινωνικές συνιστώσες και όχι αποκλειστικά στην πολιτική ιστορία, είναι σημαντικά ιστορικά θέματα που χρειάζεται να μελετηθούν στη Μεσσηνία

Το πρώτο μέρος της συνέντευξης της Κατερίνας Μπρέγιαννη, της διακεκριμένης Μεσσήνιας ιστορικού-διευθύντριας Ερευνών στο Κέντρο Ερεύνης της Ιστορίας του Νεωτέρου Ελληνισμού, της Ακαδημίας Αθηνών, που δημοσιεύθηκε στο «Θ» του περασμένου Σαββατοκύριακου, αφιερώθηκε στα δραματικά γεγονότα της Μικράς Ασίας, παίρνοντας έναυσμα από το νέο της βιβλίο «Από το 1821 στο 1922, Αναπαραστάσεις της Επανάστασης στον Μεσοπόλεμο (Τελετές – Σύμβολα – Εμβλήματα)».

Στο δεύτερο αυτό δισέλιδο, όπου αποτυπώνεται η υπόλοιπη τηλεφωνική μας συνομιλία, θέσαμε το γνωστό ερώτημα, κατά πόσο η εμπειρία του παρελθόντος μπορεί να διαφωτίσει σημερινά ζητήματα, όπως η οικονομία και ο πόλεμος στην Ουκρανία. Παράλληλα, περιπλανηθήκαμε στις διάφορες πτυχές της ιστοριογραφίας και της ιστορικής έρευνας, αλλά και στα καθ’ ημάς, τα μεσσηνιακά…

Η κύρια ενασχόληση της κας Μπρέγιαννη είναι οι οικονομικές κρίσεις και τα νομισματικά συστήματα και μέσα από τη μελέτη αυτή αποφαίνεται: «Προφανώς έχουν να μας μάθουν πολλά για το σήμερα. Τα αποτελέσματα δεν είναι πολύ αισιόδοξα από την έρευνά μου, δεν ξέρω αν χρειάζεται να απογοητεύσουμε τους αναγνώστες…», για να προσθέσει όμως ευθύς αμέσως και κατ’ επανάληψη ότι δεν μπορούμε να κάνουμε συγκρίσεις, να βγάζουμε συμπεράσματα και πολύ περισσότερο να κάνουμε προβλέψεις…

-Τι μπορούμε να επισημάνουμε μέσα από την έρευνά σας σε αυτόν τον τομέα, σε σχέση με τη σημερινή εποχή;
Στην Ιστορία προσπαθούμε να είμαστε όσο το δυνατόν αποστασιοποιημένοι, γιατί μιλάμε για την Ιστορία ως κοινωνική επιστήμη, όχι ως δημόσια ιστορία που είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα. Οπότε προσπαθούμε να εφαρμόσουμε την ακρίβεια που εφαρμόζεται σε όλες τις επιστήμες, άρα δεν μπορεί κανείς να κάνει προβλέψεις για το μέλλον, μπορεί να δει τι συνέβη στο παρελθόν, στα ζητήματα που εξετάζει. Οι προβολές στο μέλλον έχουν να κάνουν με τον υπολογισμό πολυπαραγοντικών παραμέτρων. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να μελετήσει κανείς την οικονομική ιστορία της χώρας χωρίς να εξετάσει το διεθνές περιβάλλον, κάτι που μπορεί να είναι χρήσιμο και για την «ανάγνωση» της σημερινής συγκυρίας.

Παλαιότερα, σε μονογραφία μου που εκδόθηκε από την Ακαδημία το 2011, εξέτασα τη λειτουργία του ελληνικού νομίσματος στο πλαίσιο των διακρατικών νομισματικών ενώσεων κυρίως του 19ου αιώνα, έρευνα που συνεχίζω και σήμερα με επίκεντρο τη συμμετοχή της Ελλάδας στον κανόνα χρυσού-συναλλάγματος κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου και την επίδραση στην ελληνική οικονομία της διεθνούς Μεγάλης Ύφεσης του 1931.

Συνοπτικά, για την Ελλάδα η συμμετοχή στην κοινή νομισματική ζώνη του ευρώ δεν είναι μια καινούρια εμπειρία. Ξεκινά από τα μέσα του 19ου αιώνα η συμμετοχή της χώρας σε διακρατικές νομισματικές ζώνες.

Αυτό που εξάγεται από την έρευνα συγκεκριμένα για τα νομισματικά συστήματα είναι ότι οι νομισματικές ενώσεις οπωσδήποτε διέπονται από οικονομική ασυμμετρία, με την έννοια ότι μπορεί ο στόχος να είναι η ενοποίηση των οικονομιών, αυτό όμως είναι εφικτό μόνο αν υπάρχει επένδυση από την ηγεμονική δύναμη στο πλαίσιο της κάθε ένωσης. Σε διαφορετική περίπτωση, η ανισότητα διευρύνεται, οι χώρες-μέλη εξακολουθούν να διακρίνονται σε λιγότερο και περισσότερο ανεπτυγμένες, αυτό βλέπουμε παρατηρώντας το παρελθόν.

Ο ένας παράγοντας είναι αυτός, ο άλλος είναι ότι οπωσδήποτε μια λιγότερο ανεπτυγμένη χώρα για να στηρίξει το νόμισμά της και να το διατηρήσει σταθερό, όπως υπαγορεύουν οι κανόνες που διέπουν την εκάστοτε ένωση, καταφεύγει σε εξωτερικό δανεισμό που καταλήγει σε υπερχρέωση και τελικά ανατροφοδότηση του χρέους μέσω της λειτουργίας των διευρυμένων εξωτερικών δανείων. Στην Ελλάδα, όπως είναι γνωστό, υπάρχει πλούσιο ιστορικό χρεωκοπιών. Δεν είναι, φυσικά, νομοτελειακή η χρεωκοπία του κράτους κάθε φορά που η Ελλάδα μετέχει σε νομισματική ζώνη υιοθετώντας δυτικά νομισματικά πρότυπα, αλλά είναι ένας μηχανισμός που παρατηρούμε τόσο στο 19ο αιώνα όσο και στην περίοδο του Μεσοπολέμου.

Φυσικά, είναι τελείως άλλο το σημερινό πλαίσιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για αυτό δεν μπορούμε να κάνουμε συγκρίσεις. Η Λατινική Νομισματική Ένωση του 19ου αιώνα ήταν διμεταλλική, ο νομισματικός κανόνας ήταν ο άργυρος και ο χρυσός με ηγεμονική δύναμη τη Γαλλία, ενώ στον κανόνα χρυσού συναλλάγματος του Μεσοπολέμου ηγεμονική δύναμη ήταν η Βρετανία και ο κανόνας ήταν ο χρυσός.

Η βασική διαφορά είναι ότι και στις δύο αυτές περιπτώσεις έχουμε νομισματική σταθερότητα μέσω πολύτιμων μετάλλων, δεν είναι λογιστική μόνο, είναι και πραγματική: άρα αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα έχανε πραγματικά διαθέσιμα σε χρυσό ή άργυρο, οπότε ήταν αναμενόμενο να πτωχεύσει, είναι ένας τελείως άλλος μηχανισμός από ό,τι το ευρώ. Αυτό, όμως, που παρατηρούμε και από τα δεδομένα της Eurostat είναι ότι η ασυμμετρία υπάρχει και στη σημερινή ζώνη του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, αυτό είναι φανερό σε όλους. Είναι τελείως διαφορετικό το ιστορικό και οικονομικό περιβάλλον τώρα, όπως διαφορετική είναι και η γεωπολιτική συγκυρία, γιατί στο Μεσοπόλεμο η νομισματική σταθερότητα είχε εγκαθιδρυθεί στην Ευρώπη προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο μεγάλος πληθωρισμός που παρατηρήθηκε σε όλες τις χώρες, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Με την έλευση της κρίσης του 1929 και οι μεγάλες χώρες έχασαν συναλλαγματικά διαθέσιμα, απλώς οι μικρές χώρες ήταν πολύ πιο έκθετες στη λειτουργία του δημοσίου χρέους. Άρα ήταν πολύ πιο εύκολο να πτωχεύσουν, ήταν λιγότερο ανταγωνιστικές και οδηγηθήκαν πιο εύκολα σε νομισματική κατάρρευση. Γι’ αυτό είπα ότι δεν είναι νομοτελειακή η σχέση χρέους και χρεωκοπίας, μπαίνει πάντα και ο παράγοντας του Εθνικού Ακαθάριστου Προϊόντος, της παραγωγικότητας, τελικά το πόσο μια οικονομία είναι ανταγωνιστική.

Μπορούμε να πάρουμε, λοιπόν, κάποια μαθήματα από το παρελθόν, αλλά δεν μπορούμε να προβλέψουμε ούτε να δώσουμε χρησμούς.

-Για το Ρωσο-Ουκρανικό Πόλεμο μπορούμε να κάνουμε αναγωγές ή είναι τόσο διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με το παρελθόν;
Νομίζω ότι μπορούμε να εξάγουμε κάποια συμπεράσματα από το παρελθόν και σε σχέση με τα σημερινά γεγονότα σε Ρωσία και Ουκρανία. Κατ’ αρχάς, όταν υπάρχουν συνθήκες οικονομικής κρίσης παρατηρούνται νέες γεωπολιτικές διευθετήσεις, αυτό συμβαίνει πάντα στην ιστορία, από την αρχαιότητα.

Όταν υπάρχει οικονομική κρίση, οι οικονομίες στρέφονται στο εσωτερικό τους και αυτό το παρατηρούμε τώρα που υπάρχουν πλέον δυνάμεις αποπαγκοσμιοποίησης. Η νέα γεωπολιτική διευθέτηση που προέρχεται από τις απαρχές εσωστρέφειας των οικονομιών, προκαλεί συγκρούσεις, με αποτέλεσμα πολέμους επεκτατικούς, προκειμένου να κερδηθεί οικονομικός και γεωγραφικός χώρος, όπως μας το έχει πει ήδη ο Θουκυδίδης.

Είναι, βέβαια, τελείως άλλη εποχή σε σχέση με τις δεκαετίες που ακολουθούν τον Α’ και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, γιατί ζούμε σε μια φάση εξέλιξης της αγοράς, όπου η 4η βιομηχανική επανάσταση εξελίσσεται με πάρα πολύ γοργούς ρυθμούς, με την έννοια ότι έχει αλλάξει η παραγωγή, έχει αυτοματοποιηθεί, ενώ η πληροφορική έχει θα λέγαμε κατεξοχήν παραγωγικό ρόλο.

Συνεπώς, έχουν αλλάξει τα μέσα παραγωγής διαμορφώνοντας ένα εντελώς άλλο πλαίσιο σε σύγκριση με τον 20ό αιώνα. Η αυτοματοποίηση της παραγωγής ή η αποϋλοποίησή της, καθώς έχουμε περάσει σε οικονομίες που στηρίζονται σε ψηφιακές οντότητες, σημαίνει ότι και οι άνθρωποι δεν έχουν τον ίδιο βαθμό παρέμβασης ούτε σε σχέση με τις κοινωνικές διεκδικήσεις, καθώς δεν εξαρτάται τόσο πολύ η παραγωγή από τον ανθρώπινο παράγοντα ή μάλλον αυτή η σχέση βαίνει μειούμενη. Κι αυτή είναι μια διαδικασία που επιταχύνεται τα τελευταία χρόνια.

Από την άλλη, ένα ακόμη «μάθημα» από τον πόλεμο της Ουκρανίας, που δεν είχε μάλλον ληφθεί υπ’ όψιν, είναι ότι μέσα σε αυτό το πλαίσιο του ψηφιακού περιγράμματος της οικονομίας εξακολουθούν πάντα να υπάρχουν αντικειμενικοί παράγοντες, δηλαδή τώρα αντικειμενικός παράγοντας είναι η ενέργεια. Είναι κάτι που δεν έχει αλλάξει ακόμη, δεν ξέρουμε τι θα μας δώσουν οι τεχνικές επιστήμες στο μέλλον, αλλά προς το παρόν είναι ένας παράγοντας που καθορίζει τις εξελίξεις, είναι δηλαδή ένας παράγοντας καίριας, πρωταρχικής σημασίας.

Πολύ βασικό είναι ότι πλέον το νόμισμα έχει λογιστική μορφή, δεν αντιστοιχεί σε πολύτιμο μέταλλο, αυτό είναι η βασική διαφορά με τις προηγούμενες περιόδους, κυρίως μετά το 1973 και την πετρελαϊκή κρίση. Έτσι, είναι προφανώς πιο εύκολο να απορρυθμιστεί και το βλέπουμε και τώρα με τις συνθήκες πληθωρισμού. Και οπωσδήποτε και η λειτουργία του δημοσίου χρέους εγγράφεται σε άλλο περίγραμμα, δεν είναι η ίδια όπως ήταν το 19ο αιώνα ή όπως ήταν μέχρι το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πλέον η οικονομία οπωσδήποτε λειτουργεί σε τελείως άλλη βάση, επομένως τυχόν εθνικά αποθεματικά σε χρυσό είναι πιο πολύ μια εγγύηση κύρους, παρά μια πραγματική εγγύηση ο όγκος των αποθεματικών σε χρυσό, έχει δηλαδή πιο πολύ συμβολική σημασία.

Από την άλλη πλευρά, δεν είναι η πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία που έχουμε φαινόμενα παγκοσμιοποίησης στην οικονομία. Αντίστοιχες συνθήκες υπήρξαν στα τέλη του 19ου αιώνα, δηλαδή ελευθερία στη διακίνηση εμπορευμάτων, ανθρώπων, νομίσματος, χωρίς όμως να έχει θεσμοθετηθεί κοινό νόμισμα, όπως είναι σήμερα η περίπτωση του ευρώ.

Ωστόσο, ήταν ελεύθερη η κυκλοφορία των νομισμάτων (ορισμένων νομισμάτων, αργυρών και χρυσών). Επίσης, στο Μεσοπόλεμο έχει τονιστεί από τους Έλληνες και Γάλλους οικονομολόγους της περιόδου ότι η κρίση είχε τόσο μεγάλη έκταση, επειδή ακριβώς οι οικονομίες ήταν συνδεδεμένες. Φυσικά, αυτή η αλληλεξάρτηση των μεσοπολεμικών εθνικών οικονομιών δεν έχει καμία σχέση με το βαθμό που ισχύει σήμερα. Δηλαδή, εάν θέλει κανείς να εξετάσει συγκριτικά τις δύο κρίσεις, του 1929 και του 2008, το πλαίσιο είναι τελείως διαφορετικό, αλλά υπάρχουν και κάποιες συγκλίσεις.

-Το δικό σας ενδιαφέρον για το νόμισμα και την οικονομία;
Είναι εργαλεία για να ερμηνεύσει κανείς τον κόσμο, την πραγματικότητα και με απασχολούσαν πάντα, γιατί έχει ένα ενδιαφέρον να δει κανείς πώς οι οικονομικές συνθήκες καθορίζονται σε ένα βαθμό, από το γεωπολιτικό παράγοντα και πώς τελικά εκφράζονται στην κοινωνία. Αυτό έχει ένα επιπλέον ενδιαφέρον, να δει κανείς και τους ιδεολογικούς μετασχηματισμούς -όχι το στεγνά οικονομικό κομμάτι- αλλά να εξετάσει πώς αυτό αντανακλά στην κοινωνία, πώς εκφράζεται, ακόμα και στις καλές τέχνες, τη ζωγραφική κυρίως, και στον κινηματογράφο και στη φωτογραφία από ένα σημείο και μετά, πώς οι οικονομικές μεταλλάξεις εκφράζονται σε κοινωνικό επίπεδο. Τα τελευταία χρόνια συμπληρώνω αυτά τα ερωτήματα, που είναι και ίσως και πιο πρωτότυπα, και πιο κατανοητά από το ευρύτερο κοινό.

-Πόσο αληθινή είναι τελικά η Ιστορία που μαθαίνουμε;
Η Ιστορία που ξέρουμε, η δημόσια Ιστορία, δεν είναι αληθινή, κάθε φορά αλλάζει εικόνα, ανάλογα με το τι επιδιώκει η κοινωνία ή η κεντρική εξουσία, οπότε αυτό που ξέρουμε από ό,τι διατυπώνεται στο δημόσιο διάλογο συνήθως δεν ανταποκρίνεται σε μια αντικειμενική εικόνα ή άλλοτε ανταποκρίνεται μερικώς. Συχνά -μιλάω για το δημόσιο διάλογο, αφήνουμε προς το παρόν στην άκρη την επιστήμη της Ιστορίας- γίνονται προσπάθειες αναθεώρησης, όπου όμως η αναθεώρηση τελικά μπορεί να είναι ακόμα πιο μεγάλη απομάκρυνση από την αλήθεια κι έτσι πρέπει να κάνουμε συχνά αναθεώρηση της αναθεώρησης και κ.ο.κ.

Με μια υποσημείωση σε όλα αυτά: ότι αντικειμενική αλήθεια στις κοινωνικές επιστήμες δεν υπάρχει, εξαρτάται κάθε φορά από τις παραμέτρους που βάζουμε στην έρευνά μας, από την προσωπική μας ματιά. Γι’ αυτό είναι κρίσιμη η κριτική προσέγγιση του υπό εξέταση υλικού και των τεκμηρίων.

Είναι αναγκαίο να διασταυρώνονται περισσότερες οπτικές τόσο στον επιστημονικό όσο και στο δημόσιο διάλογο. Όχι μόνο ο ερευνητής, επομένως, αλλά και ο ίδιος ο αναγνώστης, ενός άρθρου σε μια εφημερίδα, για παράδειγμα, πρέπει να θέτει πάντα ερωτήματα ως προς αυτά που διαβάζει, αν τον ενδιαφέρει να βρει κάποιες πιο ουσιαστικές παραμέτρους. Πρέπει να προσπαθεί να εντοπίσει και την επιστημονική βιβλιογραφία, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό και περαιτέρω πηγές, γιατί μια πηγή στην ιστορία ποτέ δεν είναι αρκετή, ακόμα και για το κοινό.

Μια σημαντική παράμετρος σε αυτήν την αναζήτηση είναι η Ελλάδα να τοποθετείται πάντα μέσα σε ένα διεθνές πλαίσιο, γιατί συχνά στο δημόσιο διάλογο προβάλλεται ως η Ελλάδα να είναι μόνη της ή το πολύ η Ελλάδα και η Τουρκία και κανένας άλλος. Είναι απαραίτητο να σκεφτόμαστε, λοιπόν, την Ελληνική Ιστορία σε ένα διεθνές πλαίσιο: θα ήταν παγίδα να προσπαθεί κανείς να πραγματεύεται τα ιστορικά γεγονότα ή να κάνει αναγωγές στο σήμερα μέσα από την αντίθεση εμείς και οι ξένοι. Και ειδικά η έρευνα πιστεύω ότι θα πρέπει να είναι εξωστρεφής και σε διαρκή συναλλαγή με το διεθνές περιβάλλον και τη διεθνή επιστημονική κοινότητα.

-Η έρευνα είναι πολύ δύσκολη υπόθεση;
Μπορεί να είναι εύκολη αν αναπαράγει μόνο δευτερογενή βιβλιογραφία, αλλά αν στόχος είναι να αναδειχθούν όσο πιο πολλές οπτικές της πραγματικότητας του παρελθόντος γίνεται, ο ερευνητής οφείλει να διασταυρώσει πάρα πολλές πηγές, πάρα πολλές οπτικές, αρχειακές και νομοθετικές, δευτερογενή βιβλιογραφία, κείμενα των ανθρώπων που έγραφαν την εποχή που μελετάει, οπότε είναι μια διανοητική διαδικασία εξαντλητική. Μετά πρέπει να προβεί και στη σύνθεση, άλλο κομμάτι αυτό επίπονο.

-Εσείς πώς τα καταφέρνετε;
Η έρευνα είναι ένα διανοητικό παιγνίδι, είναι μια διανοητική πρόκληση και συνεπάγεται ή, καλύτερα, προϋποθέτει τη δημιουργία, δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Είναι, δηλαδή, τεράστιο το προσωπικό κόστος για την επιστημονική έρευνα, με τη μοναχικότητα που συνεπάγεται, οπότε πρέπει να σου δίνει χαρά για να μπορείς να το διεκπεραιώσεις.

Σε διαφορετική περίπτωση, ο μόχθος που απαιτείται είναι δυσανάλογα πολύς, αν μάλιστα η Ιστορία αντιμετωπιστεί ως κοινωνική επιστήμη: Μιλήσαμε για πηγές και κείμενα, αλλά η ιστορία χρησιμοποιεί ποσοτικά εργαλεία και ψηφιακά εργαλεία, επομένως πρέπει να είναι κανείς συνέχεια ενημερωμένος για τις εξελίξεις στο επιστημονικό του πεδίο εξειδίκευσης, να βρίσκεται δηλαδή σε ένα επίπεδο εφάμιλλο των συναδέλφων του εξωτερικού. Πρέπει ο ιστορικός συνέχεια να εξοικειώνεται και να αξιοποιεί όχι μόνο τη διεθνή βιβλιογραφία αλλά και την τεχνολογία. Και οι δυο τομείς προχωρούν με άλματα. Άρα μόνο όποιος νιώθει αυτήν την πορεία ως εκπλήρωση του εαυτού του οδηγείται στην κατά Νίτσε ‘’χαρούμενη γνώση’’.

-Σημαντικοί ιστορικοί-δάσκαλοι που καθόρισαν το χώρο;
Ιστορικός δάσκαλος για μένα στην Ελλάδα ήταν ο Σπύρος Ασδραχάς, ο δάσκαλός μου, ο αείμνηστος. Ο επίσης αείμνηστος Κωνσταντίνος Σβωλόπουλος επειδή, αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα, έβαλε το ζήτημα της Μικρασιατικής Εκστρατείας μέσα στο διεθνές πλαίσιο, το έχει αναδείξει από αυτήν την πλευρά εδώ και πολλά χρόνια, και αυτό ήταν πολύ σημαντικό για την ελληνική έρευνα. Διανοητές με συμβολή και στο επιστημονικό κομμάτι και στην προαγωγή του δημόσιο διάλογο όσον αφορά στην Ιστορία. Θα αναφέρω, επίσης, έναν ακόμη ιστορικό δάσκαλο που έφυγε σχετικά πρόσφατα. Τον Μιχαήλ Σακελλαρίου, του οποίου η μελέτη για την Τουρκοκρατία στην Πελοπόννησο -χρονολογείται από τα μέσα της δεκαετίας του 1930- έφερε στην Ελλάδα καινοτόμες μεθοδολογικές προσεγγίσεις και αποτελεί ακόμα και σήμερα μελέτη αναφοράς.

-Η προφορική ιστορία προσφέρει ουσιαστικά;
Ναι, νομίζω ότι έχει να προσφέρει σε πολλά επίπεδα, γιατί ακριβώς μπορεί κανείς μέσω των προφορικών μαρτυριών να διασταυρώσει την αρχειακή πληροφόρηση, γιατί ούτε και οι αρχειακές πηγές ενέχουν την αντικειμενική ερμηνεία της ιστορίας, μιας και το αρχείο είναι η ερμηνεία αυτού που το παράγει: του υπουργείου, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, του οποιουδήποτε παραγωγού του εγγράφου, οπότε με την προφορική ιστορία μπορούμε να διασταυρώσουμε αυτές τις πηγές. Επίσης, η προφορική ιστορία αποτελεί για τη μελέτη των πιο πρόσφατων περιόδων μια δυνατότητα προσέγγισης της ιστορία από τα κάτω, ώστε να αποτυπωθούν οι πραγματικότητες όλων των κοινωνικών στρωμάτων και όχι μόνο των ηγετικών ομάδων. Βέβαια, πρέπει πάλι να υπάρχει η επίγνωση ότι το άτομο το οποίο παίρνει συνέντευξη έχει τη δική του υποκειμενική ματιά, ούτε η προφορική μαρτυρία είναι βέβαια αντικειμενική. Άρα, χρησιμοποιούμε πολλαπλές πηγές για να έχουμε ένα ψήγμα της αλήθειας όσο γίνεται πιο αντιπροσωπευτικό, σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο η προφορική ιστορία οπωσδήποτε παίζει ρόλο.

Ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι οι συνεντεύξεις των προσφύγων, το εκτεταμένο αρχείο που διαθέτει και έχει εκδώσει το Κέντρο Μικρασιατικών Ερευνών, όπου πράγματι οι προφορικές συνεντεύξεις δίνουν τη δυνατότητα διασταύρωσης με τα ερευνητικά ευρήματα από τα επίσημα έγγραφα. Στη δική μου έρευνα χρησίμευσαν πάρα πολύ, για να δω κυρίως τι γίνεται με τον προσφυγικό πληθυσμό μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λοζάνης, πράγμα που δεν το ξέρουμε ακριβώς από την ιστοριογραφία.

Οι συνεντεύξεις των προσφύγων εκείνων που έρχονται στην Ελλάδα μετά το 1923 επιβεβαίωσε σε μεγάλο βαθμό την εικόνα για το ρόλο της Κοινωνία των Εθνών και της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων στην αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών. Οπότε είναι νομίζω σημαντικό το κομμάτι της προφορικής ιστορίας, ειδικά για τη σύγχρονη ιστορία του 20ού αιώνα.

-Σε τι επίπεδο βρίσκονται οι ιστορικές σπουδές και μελέτες στην Πελοπόννησο και τη Μεσσηνία;
Γενικά οι πελοποννησιακές ιστορικές σπουδές υπολείπονται, αν τις συγκρίνουμε, για παράδειγμα, με τις επτανησιακές -και αναφέρομαι σε αυτές επειδή έχω γνώση των επτανησιακών σπουδών λόγω ερευνητικής μου ενασχόλησης στην Ακαδημία Αθηνών. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι είναι πάρα πολύ πλούσια η ιστορία της Μεσσηνίας, ειδικά αν μιλάμε και για την περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης, για τη συγκρότηση του κράτους, το 19ο αιώνα και, φυσικά, για τις τρέχουσες δεκαετίες. Αλλά χρειάζεται μια θεσμική στήριξη -είτε από την Τοπική Αυτοδιοίκηση, είτε από το πανεπιστήμιο, είτε από φορείς της πόλης της Καλαμάτας- καθώς η διεύρυνση των μεσσηνιακών ιστορικών σπουδών δεν είναι ζήτημα μόνο ατόμων.

-Έργα που ξεχωρίζετε;
Από τον ακαδημαϊκό χώρο θα σημείωνα τις μελέτες του Μεσσήνιου Βασίλη Παναγιωτόπουλου για την οθωμανική Πελοπόννησο, αλλά και ειδικότερα για τη Μεσσηνία, και τις μελέτες του Δικαίου Βαγιακάκου. Όσον αφορά στην αρχαία μεσσηνιακή ιστορία, είναι καθοριστική η συμβολή του καθηγητή Πέτρου Θέμελη και της υποδειγματικής ανασκαφής στην Αρχαία Μεσσήνη.

Από την εντόπια δραστηριότητα στη Μεσσηνία στο πεδίο της ιστορίας, θα ήθελα να σημειώσω σε σχέση με τις μεθοδολογικές αρχές που ανέφερα παραπάνω την εργασία του Ι. Καρακατσιάνη με έμφαση στην προφορική ιστορία, τις δουλειές του Ηλία Μπιτσάνη που έχουν ρίξει φως σε πτυχές της κοινωνικής και οικονομικής μεσσηνιακής ιστορίας. Οι εργασίες και των δύο φωτίζουν επίσης την ελληνική ιστορία, καθώς ερευνούν φαινόμενα που δεν έχουν ενταχθεί σε μεγάλο βαθμό στην επίσημη ιστορία. Θα ήθελα επίσης να αναφέρω την εργασία του Παναγιώτη Πετρόπουλου όσον αφορά στη σύζευξη εκπαίδευσης και έρευνας, μέσα και από τον τομέα που υπηρετεί, δηλαδή τον επαγγελματικό προσανατολισμό στο πλαίσιο τα σχολικής μονάδας.Και βεβαίως, πολύ σημαντικές είναι οι εκδόσεις αρχειακών οντοτήτων που πραγματοποίησαν ήδη από τη δεκαετία του 1990, τα ΓΑΚ Νομού Μεσσηνίας και η διευθύντριά τους κυρία Μηλίτση Νίκα, αλλά και η πιο πρόσφατη εργογραφία της ιδίας, σε άμεση σύνδεση με την κοινωνική και οικονομική ιστορία της πόλης. Δε θα επεκταθώ περισσότερο στην ‘’ονομάτων επίσκεψις’, φοβάμαι μήπως αδικήσω κάποιον, μιας και δεν είμαι ειδική στη μεσσηνιακή ιστορία.

-Τι μπορεί να γίνει πρακτικά για να αναδειχθούν οι μεσσηνιακές ιστορικές σπουδές;
Η οργάνωση ημερίδων με θεσμική στήριξη είναι μια δίοδος για τη διάχυση της μεσσηνιακής ιστορίας, με την προϋπόθεση ότι θα δινόταν βήμα σε πλουραλιστικές προσεγγίσεις, ότι θα θέτονταν κάποια ζητήματα καίριας σημασίας για τη Μεσσηνία μέσα από την ιστορική ματιά. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το θέμα των εθνικών γαιών το 19ο αιώνα στη Μεσσηνία. Είναι βέβαια σε μεγάλο βαθμό ερευνημένος ο ρόλος τους στην Επανάσταση, αλλά πάντα υπάρχει δυνατότητα μεγαλύτερης εμβάθυνσης στην έρευνα. Επίσης, είναι πολύ σημαντικά τα γεγονότα του Εμφυλίου στη Μεσσηνία, θα μπορούσαν να ερευνηθούν κάπως ευρύτερα και με πιο επιστημονικό τρόπο, να δοθεί δηλαδή μεγαλύτερη έμφαση στις κοινωνικές συνιστώσες και να αποφευχθεί μια πραγμάτευση αποκλειστικά από την πλευρά της πολιτικής ιστορίας. Υπάρχουν πεδία στη μεσσηνιακή ιστορία που συνδέονται με την εθνική, όπως για παράδειγμα η σημαντική ανάπτυξη των γεωργικών συνεταιρισμών στην περιοχή κατά το Μεσοπόλεμο, καθώς η πολύ έντονη συνεταιριστική δράση στη μεσοπολεμική Μεσσηνία επέφερε σημαντικά αποτελέσματα όσον αφορά στην αγροτική παραγωγή.

Της Χριστίνας Ελευθεράκη