Ψηφίστε “αυλή” και Εύα Καϊλή!

Ψηφίστε “αυλή” και Εύα Καϊλή!

Είναι κάποιοι αρκετοί που λένε ότι αυτά που τραβάμε στην Ελλάδα, δικαίως τα τραβάμε… Αυτά που παθαίνουμε, τη φτώχεια μας, την ανεργία μας, τη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος, το ξεπούλημα της πατρίδας, τις εξώσεις, τις καραντίνες και τα πρόστιμα…

Γιατί φταίμε; Για έναν και μόνο λόγο. Για αυτούς που πάμε και διαλέγουμε να μας κυβερνήσουν. Όταν βλέπει η άλλη στο δρόμο τον πρωθυπουργό και το μόνο που έχει να του πει είναι «τι γκόμενος είσαι εσύ;», αυτή τι πρόκειται να ψηφίσει στις εκλογές, βάσει των δυνατοτήτων ενός πολιτικού να αντεπεξέλθει στη διεθνή πολιτική σκηνή ή γιατί της γυάλισε μόνο κάποια φυσιογνωμία;

Αν δεν ήταν ψηλή, με όμορφα μάτια, μεγάλο στήθος και ξανθιά, η Εύα Καϊλή θα έπαιρνε 150.000 ψήφους; Άσχημη χοντρή και με σπυράκια, ούτε πωλήτρια σε φούρνο θα ήτανε. Κι ας ήταν κάποια που είχε τον καλύτερο χαρακτήρα, το καλύτερο βιογραφικό, με τις περισσότερες σπουδές, και εμπειρία σε πολιτική και αυτοδιοίκηση… Ο ρατσισμός του όμορφου κυβερνά την ερωτική μας μιζέρια, και τη φαντασία που χρειαζόμαστε… Η εικόνα της τηλεόρασης, μαζί με ένα όμορφο πρόσωπο, νομίζεις ότι θα σε σώσει από τα χρέη της Ελλάδας, θα δυναμώσει την εθνική της άμυνα και την εξωτερική της πολιτική.

Φυσικά, μαζί με την εικόνα παίζουν και τα ονόματα, τα τζάκια και οι μεγάλες οικογένειες, που μόλις τα ακούς νομίζεις ότι αυτοί θα σου λύσουν όλα τα προβλήματα. Έτσι αυτός που εύκολα ανέβηκε στην πολιτική σκηνή, γιατί ήταν όμορφος, διάσημος και από πλούσια οικογένεια, ανοίγει τα παράθυρα του μυαλού του και παίρνει αέρα κοπανιστό, και νομίζει ότι θα γα….ει και θα δέρνει και λογαριασμό δε θα δίνει πουθενά…

Αυτοί είναι οι νεόπλουτοι της πολιτικής, που όπως μέχρι τώρα ό,τι ζητούσαν το έπαιρναν από τον εκστασιασμένο και αποχαυνωμένο πολίτη, έτσι θα συνεχίσουν και στο μέλλον…

Παρουσιαστές τηλεόρασης, δημοσιογράφοι, ηθοποιοί, γόνοι πλουσίων οικογενειών, φωτομοντέλα, τραγουδιστές και μόδιστροι, αναδείξτε τους ακόμα μία φορά, και τη γύμνια της ανυπαρξίας μας θα την έχετε σίγουρη για μία ζωή…

Του Θόδωρου Γαλανόπουλου