Από την Καλαμάτα ο Παναγιώτης Τσιάλας στο Χάρβαρντ, στο Γέηλ και πλέον στον Καναδά

Από την Καλαμάτα ο Παναγιώτης Τσιάλας στο Χάρβαρντ, στο Γέηλ και πλέον στον Καναδά

Ο Παναγιώτης Τσιάλας είναι από τα νέα παιδιά που τιμούν την Ελλάδα, τη Μεσσηνία, την Καλαμάτα στο εξωτερικό. Με σπουδές στη Νομική Αθηνών και σε φημισμένα πανεπιστήμια όπως το Χάρβαρντ και το Γέηλ, ήδη 9 χρόνια σε Γαλλία, Αμερική και πλέον κατασταλαγμένος στο Τορόντο του Καναδά, με το σκάκι να τον έχει καθορίσει και να τον συνοδεύει πάντα (είναι παλιός πρωταθλητής του ΝΟΚ με πανελλήνιες και διεθνείς διακρίσεις, τα τελευταία χρόνια διδάσκει σκάκι, αλλά πάνω απ’ όλα το κορυφαίο πνευματικό άθλημα έχει διαμορφώσει όλο τον τρόπο σκέψης και δράσης του).

Με την ιδιότητα του γραμματέα της Παμμεσσηνιακής Ομοσπονδίας Αμερικής και Καναδά, ο Παναγιώτης διεύρυνε τους δικούς του ορίζοντες και την προσφορά του στον Ελληνισμό και στον πολιτισμό, αφοσιωμένος αυτό τον καιρό στην προετοιμασία του επόμενου Θερινού Σχολείου Ομογενών στην Καλαμάτα.

Η καθιερωμένη σελίδα του «Θ» για τους Καλαματιανούς του εξωτερικού ήταν ο κατάλληλος τρόπος για να φιλοξενήσουμε τον Παναγιώτη Τσιάλα…

-Πόσο καιρό εργάζεσαι στο εξωτερικό και πόσο εύκολη ήταν η απόφασή σου να φύγεις;
Πριν φύγω για έξω ήταν περίοδος μέλιτος για μένα, τόσο προσωπικά όσο και επαγγελματικά, οπότε δεν ήθελα ούτε να ακούσω για εξωτερικό. «Τι καλύτερο έχει να μου δώσει η Οξφόρδη ή το Μπέρκλεϊ» αντέτασσα στους φίλους μου με την άγνοια του… ξερόλα. Τα θυμάμαι τώρα και γελάω. Σε ένα βαθμό με δικαιολογώ, βέβαια, λόγω πρότερης επώδυνης εμπειρίας. Στους έξι μήνες που διήρκεσαν οι εξ ανταλλαγής σπουδές μου στη Γαλλία, μπήκα στο αεροπλάνο και επέστρεψα στην Ελλάδα τρεις φορές. Τόσο μου έλειπε η Ελλάδα. Χρειάστηκε ένας διπλωματικός ελιγμός από τη μητέρα μου για να ξεπεράσω τους δισταγμούς του παρελθόντος (σ.σ. ο Παναγιώτης είναι γιος της κας Τούλας Χατζηπαναγιώτου-Τσιάλα, εφόρου του σκακιστικού τμήματος του ΝΟΚ και του Μιχάλη Τσιάλα, επί χρόνια και οι δύο καθηγητές στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση). Βλέποντας ότι αδρανούσα σκόπιμα, ώστε να χαθεί η προθεσμία των αιτήσεων, ήρθε και με βρήκε στην Αθήνα. Φυσικά, κατάλαβε αμέσως ότι, αν αποφάσιζα εκείνη τη στιγμή, δεν υπήρχε περίπτωση να φύγω, οπότε μου πρότεινε το εξής: «Κάνε τώρα την αίτησή σου και, αν σε δεχθούν, απάντησέ τους ότι δε θέλεις». Αυτή η απλή διαβεβαιωση ότι διατηρείς το δικαίωμα να αλλάξεις γνώμη είναι, πολλές φορές, αυτό που χρειάζεται ένας άνθρωπος για να πάρει τη μεγάλη απόφαση. Καθαρίζει το μυαλό και σε απελευθερώνει. Φέτος συμπληρώνω εννέα χρόνια στο εξωτερικό, εκ των οποίων τα τελευταία επτά ως εργαζόμενος.

-Δυσκολεύτηκες στην ανεύρεση εργασίας στη χώρα που βρίσκεσαι;
Δε θα το έλεγα. Βρήκε η εργασία εμένα και, για καλή μου τύχη, ταιριάξαμε. Ως ταίριασμα δεν εννοώ ότι έχω κάποια φανταχτερή καριέρα ή εξαψήφιες απολαβές. Εννοώ την οργανική ένταξη στο εργασιακό οικοσύστημα υπό συνθήκες χαμηλού ή, εν πάση περιπτώσει, ελεγχόμενου στρες. Πελάτες που με εκτιμούν, συναδέλφους που με εμπιστεύονται, εργοδότες που με σέβονται και με στηρίζουν. Υπάρχει, ξέρετε, μεγάλη ζήτηση για εργαζομένους στον Καναδά, γι’ αυτό και το ποσοστό ανεργίας κινείται σταθερά γύρω στο 5%. Φυσικά, δεν είναι όλα ρόδινα. Το κόστος ζωής στα αστικά κέντρα είναι υψηλό και υπάρχει η αντικειμενική δυσκολία της άδειας εργασίας. Η διαδικασία απόκτησης visa αποτελεί σταθερή πηγή άγχους για όσους σταδιοδρομούμε εκτός Ευρώπης χωρίς διαβατήριο του κράτους υποδοχής.

-Πώς αντιμετωπίζουν τους Έλληνες στη χώρα που ζεις;
Στο Τορόντο όπου ζω, η Ελληνική Κοινότητα χαίρει εκτίμησης και αναγνώρισης ως μια από τις παλαιότερες στην πόλη. Αυτή η μακροχρόνια παρουσία στον Καναδά, σε συνδυασμό με το γενικότερο σεβασμό προς τη χώρα μας, έχει συμβάλει στη σύσφιξη των σχέσεων Ελλήνων και γηγενών. Αρκεί να σας πω ότι μια ολόκληρη συνοικία της πόλης φέρει το όνομα «Greektown», δηλαδή «Πόλη των Ελλήνων», οι δε δρόμοι της περιοχής, στους οποίους – σημειωτέον – πραγματοποιούνται δύο ελληνικές παρελάσεις το χρόνο, έχουν σήμανση τόσο στην Αγγλική όσο και στην Ελληνική Γλώσσα.

Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι, χάρη στις ακούραστες προσπάθειες και δωρεές των αποδήμων, τα δύο μεγαλύτερα Πανεπιστήμια του Τορόντο υλοποιούν προγράμματα ελληνικών σπουδών (ιδίως Γλώσσας και Ιστορίας). Φυσικά, τεράστιο ρόλο στη φιλόξενη αντιμετώπιση των Ελλήνων έχει παίξει και η γενικότερη κουλτούρα του καναδικού λαού, καθώς και η επίσημη κρατική πολιτική προσέλκυσης μεταναστών.

Μάλιστα, στην πρόσφατη επέτειο της εθνικής μας παλιγγενεσίας, με απόφαση της κυβέρνησης φωταγωγήθηκαν για μια ακόμη χρονιά με χρώματα της γαλανόλευκης οι καταρράκτες του Νιαγάρα.

-Τι θα ήθελες να μεταφέρεις από την κουλτούρα της εκεί ζωής σου στην Ελλάδα;
Στα ταξίδια μου στην Ελλάδα κουβαλώ συνήθως μαζί μου δύο αποσκευές, μια μικρή και μια μεγάλη. Τι να πρωτομεταφέρω; Αν ως κουλτούρα εννοείτε τις πρακτικές και πεποιθήσεις που ακολουθούν οι Καναδοί στην πλειοψηφία τους, τότε θα προέτασσα το σεβασμό στους νόμους, την ανοχή στη διαφορετικότητα, τη στήριξη στις δημιουργικές δυνάμεις του ατόμου, την εμπιστοσύνη στους θεσμούς ελέγχου της εξουσίας. Ξεχωρίζω, επίσης, τη θετική στάση της κοινωνίας στην προοπτική της αλλαγής. Ο Καναδάς κατοικείται εν πολλοίς από προοδευτικούς ανθρώπους, ανοικτούς στο να εξελίσσονται όταν βρεθούν αντιμέτωποι με νέα δεδομένα και καινούργιες προκλήσεις. Εδώ στην Ελλάδα είμαστε πιο κλειστοί, πιο συντηρητικοί. Ενώ το βλέπουμε ότι δε μας έχει βγει σε καλό, παραμένουμε γαντζωμένοι στους τρόπους και τις αντιλήψεις μας, την ώρα που ο κόσμος τριγύρω μας αλλάζει. Προσωπικά, νιώθω την ανάγκη να απομακρύνομαι από ανθρώπους -φίλους ή συγγενείς- που, ενώ η ευκαιρία τούς παρουσιάζεται, αρνούνται να αλλάξουν.

Αυτή η δογματική και φοβική προσέγγιση μας χαρακτηρίζει συλλογικά ως λαό. Μετασχηματιζόμαστε, αλλά με πολύ αργούς ρυθμούς, πάντοτε πιεζόμενοι και αγκομαχώντας. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν υπαινίσσομαι ότι η καναδική κουλτούρα είναι ανώτερη της ελληνικής. Γι’ αυτό και στο ταξίδι της επιστροφής στον Καναδά, θα ξαναγέμιζα τις αποσκευές μου με μπόλικα μεσογειακά και ανατολίτικα στοιχεία της δικής μας κουλτούρας που λείπουν από τον καναδικό τρόπο ζωής.

-Τρία πράγματα που πρέπει κάποιος να δει, αν επισκεφτεί την πόλη που βρίσκεσαι…
Αν μου ζητάτε να κυκλώσω τρία σημεία στο χάρτη που θα πρέπει οπωσδήποτε να επισκεφθεί ο Έλληνας ταξιδιώτης, φοβάμαι ότι θα σας απογοητεύσω. Το Τορόντο δεν έχει να επιδείξει την ηλικία και την ιστορία μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας. Του λείπει η συνέχεια στο χρόνο, η πληρότητα στην παρουσία, το εμβληματικό αξιοθέατο που καθρεφτίζει τη φυσιογνωμία ενός ολόκληρου λαού. Η βαθύτερη ουσία του Τορόντο δε βρίσκεται στις αρχιτεκτονικές δομές του. Αναζητήστε την στην κουλτούρα της πολυπολιτισμικότητας, στις συνήθειες των κατοίκων του, στο ιδιαίτερο φυσικό του περιβάλλον. Στον επισκέπτη που θέλει να αφουγκραστεί τον παλμό της πόλης προτείνω τρία πράγματα. Πρώτον, να προμηθευτεί εξοπλισμό κάμπινγκ και να κατασκηνώσει για ένα τριήμερο σε ένα από τα παρθένα δάση του Οντάριο με τις αχανείς λίμνες. Δεύτερον, να κλείσει εισιτήρια για έναν αγώνα Hockey στη Scotiabank Arena (διότι Καναδάς χωρίς χειμερινά αθλήματα δε νοείται). Τέλος, να ξεχάσει για λίγο τις προκαταλήψεις με τις οποίες μεγάλωσε και να παρακολουθήσει το πιο παρδαλό dragshow που θα βρει σε ένα από τα αμέτρητα μπαρ της οδού Church.

Για να σας δώσω, ωστόσο, και μια συμβατική απάντηση που θα αφήσει ικανοποιημένους και τους λάτρεις του παραδοσιακού τουρισμού, τα διασημότερα σημεία της πόλης είναι ο Καναδικός Πύργος του Τορόντο, το Ενυδρείο του Ρίπλεϊ (δε σας αποκαλύπτω τι ψάρια θα συναντήσετε εκεί) και τα μικρά νησάκια στα νότια της πόλης (με καταπληκτική θέα της ακτογραμμής από το κρουαζιερόπλοιο).

-Τι είναι αυτό που σου λείπει περισσότερο από την Καλαμάτα;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην παραλία της Καλαμάτας, στην οδό Κορώνης. Χειμώνα- καλοκαίρι τριγυρνούσα μεταξύ του Εθνικού Σταδίου (άλλοτε για τρέξιμο, άλλοτε για τους αγώνες βόλεϊ του Ακρίτα και της ΓΕΜ), του Γυμνασίου/Λυκείου Παραλίας (από τα οποία αποφοίτησα το 2005/2008) και, φυσικά, του Ναυτικού Ομίλου Καλαμάτας, όπου με έμαθαν να παίζω σκάκι και να σκέφτομαι σκακιστικά. Στην κυρίως ειπείν Καλαμάτα ανέβαινα σπάνια και μόνο για να δω σινεμά, διαφορετικά απέρριπτα τις προσκλήσεις. Οι φίλοι μου είχαν αντιληφθεί την παραξενιά μου και με πείραζαν ότι είμαι «Καλαματιανός», μόνο και μόνο για να με προκαλέσουν να τους απαντήσω πως «δεν είμαι Καλαματιανός, είμαι Παραλιώτης». «Πάρ’ τα» μου έλεγε ο αδερφός μου, που άκουγε από δίπλα.

Κι όμως, αυτή η εντοπιότητα, αυτή η αίσθηση λώρου ως στοιχείο ατομικής ταυτότητας, μου λείπει πολύ. Ιδίως τώρα που, ως μετανάστης, βρίσκομαι σε μία ξένη χώρα. Καλοδεχούμενος, βέβαια, και σε φιλόξενες συνθήκες, αλλά – κακά τα ψέματα – ξένος. Ακόμη και σήμερα που κάνουμε αυτήν τη συζήτηση, όταν φέρνω στο νου μου την Καλαμάτα, σκέφτομαι το φρέσκο ψάρι στο παραλιακό ταβερνάκι, τα καυχήματα των ελαιοπαραγωγών για το ποιος βγάζει το καλύτερο λάδι, το κολύμπι στη θάλασσα με βλέμμα στραμμένο στο βουνό.

Σε αυτά τα «μικρά» ανακαλύπτει κανείς το νόημα της ζωής και ας το αναζητούμε συχνά σε ματαιότητες. Η Καλαμάτα τα παρέχει απλόχερα, σε ένα ρυθμό αργό και αποκαλυπτικό. Σε μια ροή που σου δίνει τη δυνατότητα να παρατηρείς, να εκτιμάς και να στοχάζεσαι.

-Σκέψη για επιστροφή υπάρχει στο μυαλό σου;
Τώρα ρίχνετε… αλάτι στις πληγές χιλιάδων νέων μεταναστών και των οικογενειών τους που τους έχουν αποχωριστεί. Συζητήσαμε νωρίτερα για την απόφαση που έλαβα στα 23 μου και ανανέωσα στα 26 μου. Όπως οι περισσότερες αποφάσεις στη ζωή (ή σε μια παρτίδα σκάκι), έτσι και η επιλογή της μετανάστευσης παρουσιάζει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Στο σκάκι, ξέρετε, όταν παίζεις μια κίνηση, χάνεις την ευκαιρία να παίξεις κάποιες άλλες. Κάποιες, δε, ενέργειες, έχουν μη αναστρέψιμα αποτελέσματα. 

Προσωπικά, κάνω πάντα σκέψεις για επιστροφή στον τόπο μου και στην οικογένειά μου. Ο κανόνας που προσπαθώ να ακολουθώ είναι ότι πρέπει να διαλέγεις ποιους συμβιβασμούς θα κάνεις ή, καλύτερα, ποιους συμβιβασμούς δε θα κάνεις, αλλιώς θα σε διαλέξουν αυτοί. Η παραμονή μου στο εξωτερικό αντανακλά τους συμβιβασμούς με τους οποίους νιώθω πιο άνετα στη δεδομένη στιγμή. Μαρτυρά, επίσης, την αβεβαιότητα για το τι πρόκειται να αντιμετωπίσω αν επιστρέψω. Έπειτα από εννιά χρόνια σταδιοδρομίας στο εξωτερικό, δεν τολμώ να φαντασθώ ποια θα είναι η μοίρα μου στην Ελλάδα, όποιο κι αν είναι το επάγγελμα στο οποίο θα στραφώ.

Θα πει κάποιος ότι ίσως κακόμαθα λιγάκι στο εξωτερικό ως προς τα επαγγελματικά μου. Όντως έτσι είναι, αλλά επιτρέψτε μου να αντιτείνω ότι οι συνθήκες της ελληνικής πραγματικότητας έχουν, ούτως ή άλλως, περιορίσει δραστικά τις επιλογές μας. Κυριαρχεί ο φόβος και η έλλειψη προοπτικής.

Εσχάτως όλοι οι πολιτικοί χώροι πλειοδοτούν στις υποσχέσεις τους για φοροαπαλλαγές ή άλλες οικονομικές διευκολύνσεις που θα φέρουν πίσω τους νέους που έφυγαν. Μόλις τον περασμένο Φεβρουάριο ακούσαμε δια στόματος του πρωθυπουργού ότι: «Αν [η Ελλάδα] μπορεί να προσφέρει καλή εργασία και καλές απολαβές, για κάποιον που είναι Έλληνας, η επιστροφή είναι περίπου μονόδρομος».

Δεν είναι, όμως, οι απολαβές και η φορολογία τα θεμέλια της «καλής εργασίας». Είναι το εργασιακό περιβάλλον, οι ευκαιρίες εργασίας, οι δυνατότητες εξέλιξης, η αξιοκρατία και ο επαγγελματισμός. Δε μου λέει κάτι το να επιδοτήσεις τη μισθοδοσία μου για τρία χρόνια για να εργαστώ σε μία επιχείρηση όπου είναι αδύνατο να αυξηθεί ο μισθός μου ή να εξελιχθώ στα επόμενα πέντε χρόνια. Δε μου λέει κάτι η φοροελάφρυνση αν ο εργοδότης μου δεν επενδύει σε μένα, επειδή λειτουργεί ακόμα με το σκεπτικό ότι υπάρχει «ουρά ανέργων» έξω από την πόρτα του που θα δούλευαν και με τα μισά λεφτά.

Κάποιοι θα επιστρέψουν στην Ελλάδα, μόνον όταν η Ελλάδα καταφέρει να γίνει εξίσου καλή ή καλύτερη από τη χώρα που ζουν τώρα. Για τους περισσότερους, όμως, νομίζω ότι προϋπόθεση για να επιστρέψουμε είναι να διαθέτουμε επαρκώς ικανοποιητικές επιλογές. 

Ποιος είναι ο Παναγιώτης Τσιάλας
Ο Παναγιώτης Τσιάλας γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1990. Είναι σκακιστής του Ναυτικού Ομίλου Καλαμάτας από το 1995. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και στο εξωτερικό, με ειδίκευση στο Συνταγματικό Δίκαιο. Τα τελευταία επτά χρόνια ζει και εργάζεται στο Τορόντο. Ασχολείται εθελοντικά με ζητήματα της Ομογένειας, ιδίως με τη διοργάνωση του 15ου Θερινού Σχολείου Ελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού για νέους ομογενείς στην Καλαμάτα, μια συνδιοργάνωση της Παμμεσσηνιακής Ομοσπονδίας Αμερικής και Καναδά με το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Από το βήμα αυτό, θα ήθελε να εκφράσει την ειλικρινή ευγνωμοσύνη του προς τους συμπατριώτες του Βίκυ Καρέλια και Αχιλλέα Κωνσταντακόπουλο, καθώς και να τιμήσει τη μνήμη του Γιάννη Κωστόπουλου, χωρίς την οικονομική στήριξη των οποίων δε θα είχε μπορέσει να υποστηρίξει τις σπουδές του στις ΗΠΑ.

-Περιμένουμε και εσάς στη στήλη
Αν ανήκετε στην κατηγορία των ανθρώπων που ζήσατε στην Καλαμάτα και φύγατε στο εξωτερικό, περιμένουμε να μας πείτε και τη δική σας εμπειρία.
Στείλτε στο babarou@gmail.com και θα επικοινωνήσουμε εμείς μαζί σας.