Πρώτη φορά ενιαίο πολιτικό πλαίσιο για τη διαχείριση της μετανάστευσης

Πρώτη φορά ενιαίο πολιτικό πλαίσιο για τη διαχείριση της μετανάστευσης

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε με μικρή πλειοψηφία την ευρεία μεταρρύθμιση της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη μετανάστευση και το άσυλο.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπερψήφισε τη μεταρρύθμιση της ΕΕ για τη μετανάστευση, γνωστή ως Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου. Πρόκειται για μια ιστορική στιγμή, αφού πρώτη φορά ύστερα από μεταναστευτικές κρίσεις δεκαετίας, η ΕΕ έχει μια κοινή νομοθεσία για τη διαχείριση της μετανάστευσης. 

Είχε προηγηθεί αβεβαιότητα λόγω διαφωνιών από τις πολιτικές ομάδες της Δεξιάς και της Αριστεράς. Ωστόσο, αυτές οι διαφωνίες δεν κατάφεραν να εκτροχιάσουν τη σημαντική ψηφοφορία. Η συνεδρίαση διακόπηκε για λίγο από διαδηλωτές που διαμαρτυρήθηκαν για το Σύμφωνο.

Το Νέο Σύμφωνο, ένα περίπλοκο σύνολο πέντε ξεχωριστών αλλά αλληλένδετων νομοθετημάτων, χρειάζεται πλέον μόνο το τελικό πράσινο φως από τα κράτη μέλη, το οποίο αναμένεται στα τέλη του μήνα.

Το Νέο Σύμφωνο προβλέπει συλλογικούς και προβλέψιμους κανόνες για τη διαχείριση της υποδοχής και της μετεγκατάστασης των αιτούντων άσυλο, ένα πολιτικά εκρηκτικό ζήτημα που αποτελεί επαναλαμβανόμενη πηγή έντασης από τη μεταναστευτική κρίση του 2015-2016, απογοητεύοντας τις συνεχείς προσπάθειες επίτευξης συμφωνίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Από το 2020 οι συζητήσεις, λίγο πριν τις ευρωεκλογές ο συμβιβασμός

Η μεταρρύθμιση, η οποία αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 2020, στοχεύει να γυρίσει σελίδα στις μεμονωμένες απαντήσεις των κρατών μελών, συγκεντρώνοντας όλες τις πτυχές της διαχείρισης της μετανάστευσης, συμπεριλαμβανομένης της ταυτοποίησης των αιτούντων άσυλο, των επιταχυνόμενων διαδικασιών στα σύνορα και της επανεγκατάστασης προσφύγων. Η κύρια καινοτομία του είναι ένα σύστημα «υποχρεωτικής αλληλεγγύης» για να διασφαλίσει ότι όλες οι χώρες, ανεξάρτητα από το μέγεθος και την τοποθεσία τους, συμβάλλουν στην άμβλυνση της πίεσης στη Νότια Ευρώπη.

Η φιλόδοξη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που αναλυόταν σε εκατοντάδες σελίδες, αφορούσε μυριάδες σύνθετα ζητήματα, όπως τα θεμελιώδη δικαιώματα, τους ασυνόδευτους ανήλικους, το απόρρητο των δεδομένων, τις οικονομικές συνεισφορές, τις περιόδους κράτησης και την εθνική ασφάλεια, τα οποία επιβράδυναν τη νομοθετική διαδικασία.

Το Κοινοβούλιο και τα κράτη μέλη στο Συμβούλιο πέρασαν χρόνια συζητώντας και τροποποιώντας το Νέο Σύμφωνο, εμβαθύνοντας την πολυπλοκότητα μιας ήδη περίπλοκης νομοθεσίας. Οι συνομιλίες ήταν ιδιαίτερα επίπονες στο Συμβούλιο, όπου οι χώρες υποστήριξαν αντίθετες απόψεις ανάλογα με τη γεωγραφία, την οικονομία και την ιδεολογία.

Έχοντας υπόψη τα υψηλά διακυβεύματα, οι ευρωβουλευτές ανέλαβαν τη διαπραγμάτευση και ενοποίησαν τη θέση τους, περιμένοντας ανυπόμονα το Συμβούλιο να ακολουθήσει το παράδειγμά τους. Οι σκληρές διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο θεσμικών οργάνων διήρκεσαν αρκετούς γύρους και ολοκληρώθηκαν καθώς ο ήλιος ανέτειλε στις 20 Δεκεμβρίου. Εκείνη την ημέρα, η Ρομπέρτα Μέτσολα μίλησε για «πιθανότατα την πιο σημαντική νομοθετική συμφωνία αυτής της εντολής» που ήταν «10 χρόνια στα σκαριά».

Το Κοινοβούλιο ενέκρινε αυτόν τον συμβιβασμό την Τετάρτη, αν και με ένα περιθώριο μικρότερο από το αρχικά αναμενόμενο. Τα κυρίαρχα κόμματα επιθυμούν να επιδεικνύουν τη μεταρρύθμιση στην εκστρατεία τους για τις εκλογές του Ιουνίου, καθώς πιστεύουν ότι μπορεί να δείξει στους πολίτες ότι «η ΕΕ αποδίδει», δίνει λύσεις.

Αλλά αν η μεταρρύθμιση ανταποκρίνεται στις υψηλές προσδοκίες είναι ένα ερώτημα που θα χρειαστεί χρόνος για να απαντηθεί: οι νόμοι θα χρειαστούν, κατά μέσο όρο, δύο χρόνια για να τεθούν σε πλήρη ισχύ.

Μια σημαντική αλλά αμφιλεγόμενη μεταρρύθμιση

Στον πυρήνα του, το Νέο Σύμφωνο είναι μια συνολική αναθεώρηση όλων των εσωτερικών πτυχών της μετανάστευσης, που σημαίνει οτιδήποτε συμβαίνει όταν ένας αιτών άσυλο φτάσει στην επικράτεια της ΕΕ. Η εξωτερική διάσταση, αντίθετα, καλύπτεται από εξατομικευμένες συμφωνίες με γειτονικές χώρες, όπως η Τυνησία, η Μαυριτανία και η Αίγυπτος, προκειμένου να αποτραπεί εξαρχής οι παράτυπες αναχωρήσεις.

Πέρυσι, η ΕΕ έλαβε 1,14 εκατομμύρια αιτήσεις για διεθνή προστασία, υψηλό επτά ετών, και κατέγραψε 380.000 παράτυπες συνοριακές διελεύσεις, οι μισές από αυτές μέσω της Κεντρικής Μεσογείου.

Η μεταρρύθμιση δεν αλλάζει τη μακροχρόνια «αρχή του Δουβλίνου», η οποία λέει ότι η ευθύνη για μια αίτηση ασύλου ανήκει πρώτα στην πρώτη χώρα άφιξης.

Οι πέντε νόμοι που περιλαμβάνονται στο Νέο Σύμφωνο και εγκρίθηκαν την Τετάρτη από τους ευρωβουλευτές είναι:

-Ο κανονισμός ελέγχου, που προβλέπει μια προκαταρκτική διαδικασία για την ταχεία εξέταση του προφίλ ενός αιτούντος άσυλο και τη συλλογή βασικών πληροφοριών όπως η εθνικότητα, η ηλικία, τα δακτυλικά αποτυπώματα και η εικόνα του προσώπου. Θα πραγματοποιηθούν επίσης έλεγχοι υγείας και ασφάλειας.

-Ο τροποποιημένος κανονισμός Eurodac, μια μεγάλης κλίμακας βάση δεδομένων που θα αποθηκεύει τα βιομετρικά στοιχεία που συλλέγονται κατά τη διαδικασία ελέγχου. Η βάση δεδομένων θα μετατοπιστεί από την καταμέτρηση αιτήσεων στην καταμέτρηση αιτούντων και θα αποτρέψει το ίδιο άτομο από την υποβολή πολλαπλών αξιώσεων. Η ελάχιστη ηλικία για τη συλλογή δακτυλικών αποτυπωμάτων θα μειωθεί από τα 14 στα 6 έτη.

-Ο τροποποιημένος κανονισμός για τις διαδικασίες ασύλου (APR) ορίζει δύο πιθανά βήματα για τους αιτούντες: την παραδοσιακή διαδικασία ασύλου, η οποία είναι χρονοβόρα, και μια ταχεία διαδικασία στα σύνορα, η οποία προορίζεται να διαρκέσει το πολύ 12 εβδομάδες. 

Η διαδικασία των συνόρων θα ισχύει για μετανάστες που αποτελούν κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, παρέχουν παραπλανητικές πληροφορίες ή προέρχονται από χώρες με χαμηλά ποσοστά αναγνώρισης, όπως το Μαρόκο, το Πακιστάν και η Ινδία. Αυτοί οι μετανάστες δε θα επιτρέπεται να εισέλθουν στην επικράτεια της χώρας και αντίθετα θα κρατούνται σε εγκαταστάσεις στα σύνορα, δημιουργώντας μια «νομική φαντασία μη εισόδου».

-Ο Κανονισμός Διαχείρισης (AMMR) θεσπίζει ένα σύστημα «υποχρεωτικής αλληλεγγύης» που θα προσφέρει στα κράτη μέλη τρεις επιλογές για τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών. Κάθε κράτος-μέλος θα μπορεί είτε να μετεγκαταστήσει συγκεκριμένο αριθμό αιτούντων άσυλο, ή να πληρώσει 20.000 ευρώ για κάθε αιτούντα που αρνείται να μετεγκαταστήσει, είτε να χρηματοδοτήσει την επιχειρησιακή υποστήριξη. 

Οι Βρυξέλλες στοχεύουν σε 30.000 μετεγκαταστάσεις ετησίως, αλλά επιμένει ότι το σύστημα δεν θα αναγκάσει καμία χώρα να δεχτεί πρόσφυγες, εφόσον συνεισφέρουν μέσω οποιασδήποτε από τις άλλες δύο επιλογές.

-Ο Κανονισμός για την Κρίση προβλέπει εξαιρετικούς κανόνες που θα ενεργοποιηθούν όταν το σύστημα ασύλου της ΕΕ απειλείται από ξαφνική και μαζική άφιξη προσφύγων, όπως συνέβη κατά την κρίση του 2015-2016. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι εθνικές αρχές θα έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν αυστηρότερα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων μεγαλύτερων περιόδων εγγραφής και κράτησης, και η Επιτροπή θα έχει την εξουσία να ζητά πρόσθετα μέτρα «αλληλεγγύης».

Αντιδράσεις και μέσα στην αίθουσα του Ευρωκοινοβουλίου

Από την έναρξη της συζήτησης, το Νέο Σύμφωνο έγινε στόχος κριτικής από ΜΚΟ, υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και νομικούς εμπειρογνώμονες, οι οποίοι προειδοποιούν ότι η ισχυρή ώθηση για κοινούς, προβλέψιμους κανόνες θα μπορούσε να γίνει εις βάρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας, ακτιβιστές βρέθηκαν στην αίθουσα φωνάζοντας συνθήματα κατά της προτεινόμενης ψηφοφορίας.

Το κύριο σημείο ανησυχίας ήταν η ταχεία διαδικασία στα σύνορα: αν και αξιωματούχοι της ΕΕ υποστηρίζουν ότι αυτή η συντομότερη διαδικασία θα καθορίσει σαφή χρονοδιαγράμματα για τους αιτούντες και θα μειώσει το διοικητικό ανεκτέλεστο για τις αρχές, οι ανθρωπιστικές οργανώσεις αμφισβητούν ότι θα αρνηθεί στους αιτούντες άσυλο μια δίκαιη και πλήρη αξιολόγηση, αυξάνοντας οι πιθανότητες για απέλαση.

«Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει να θέσει υψηλότερα πρότυπα για μια ανθρώπινη και βιώσιμη κοινή πολιτική ασύλου», δήλωσε η Διεθνής Αμνηστία πριν από την ψηφοφορία της Τετάρτης. «Ωστόσο, αυτή η δέσμη προτάσεων κινδυνεύει επαίσχυντα να υποβάλει περισσότερους ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων των οικογενειών με παιδιά, σε de facto κράτηση στα σύνορα της ΕΕ, στερώντας τους μια δίκαιη και πλήρη αξιολόγηση των αναγκών προστασίας τους».

Η απέλαση ή επιστροφή όπως λέγεται δεν είναι καθόλου απλή, καθώς εξαρτάται από την καλή θέληση άλλων χωρών να υποδεχτούν πίσω τους μετανάστες των οποίων τα αιτήματα απορρίπτονται. Το τελευταίο τρίμηνο του 2023, από τους 105.00 πολίτες εκτός ΕΕ που διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν το μπλοκ μόνο 28.900 στάλθηκαν πίσω.

Πηγή: euronews.gr