Η Τζοκόντα και η Μπιγιονσέ

Η Τζοκόντα και η Μπιγιονσέ

Καθόλου δεν θα σας απασχολήσω σήµερα µε επικαιρότητα, αλλά µε µια προσωπική εµµονή. Είναι το Μουσείο του Λούβρου. Τρεις πτέρυγες, 30.000 εκθέµατα, όσα και η επισκεψιµότητά του ηµερησίως, 25 επίπεδα, 980.000 τετραγωνικά για περπάτηµα, 70 ασανσέρ που ποτέ δεν θα χρησιµοποιήσω και ελάχιστα λειτουργικά µπάνια που µπορεί κάποιος να χρησιµοποιήσει. Η εφηµερίδα Figaro υπολόγισε ότι εάν καθόµουν 15 δευτερόλεπτα µπροστά από το κάθε έκθεµα, θα χρειαζόµουν 145 ώρες, δηλαδή 18 ηµέρες µε τα οκτάωρά τους. Αυτά όµως τα διαβάζετε και στο Ιντερνετ.

Η δική µου εµµονή κρατάει πολλά χρόνια και έχει να κάνει λιγότερο µε τα εκθέµατα και κυρίως µε τον χώρο και τον κόσµο. Η έλξη βρίσκεται στην ενέργεια και στο χάος του. Είναι ένα µέρος δαιδαλώδες, άτακτο, χωρίς ροή, όπως όλοι οι διαρρυθµισµένοι χώροι που ανά τους αιώνες εξυπηρετούσαν διαφορετικές λειτουργίες. Πριν διαµορφωθεί σε µουσείο ήταν φρούριο, βασιλική κατοικία, αποθήκη αυτοκρατορικών έργων, βιβλίων και επίπλων. Στέγασε έναν τηλεγραφικό σταθµό και έναν εκδοτικό οίκο. Είναι ποτισµένο µε στρώσεις ιστοριών λόγω των πολλαπλών του χρήσεων, παράλληλων ή διαδοχικών. Εχει υπάρξει σηµείο συνάντησης διανοουµένων και τόπος εργασίας τεχνιτών, νοµισµατοκοπείο, φυλακή, σιταποθήκη, πτηνοτροφείο, οπλοστάσιο και πολλά ακόµα.

Εχω παρατηρήσει διάφορα στις επισκέψεις µου, µε τα χρόνια. Βιαστικούς και βαριεστηµένους επισκέπτες, δακρυσµένους µπροστά σε εκθέµατα και έναν ερωτευµένο µπροστά στην Ελευθερία –που οδηγεί τον λαό– να θέλει να χάσει τη δική του γονατίζοντας αυθόρµητα για µια πρόταση γάµου που θα συγκινούσε ακόµα και τoν Ντελακρουά. Εχω ακούσει πανικόβλητους Λατινοαµερικανούς τουρίστες –µε τους χάρτες ανά χείρας– να σταµατούν δύο πυροσβέστες εν ώρα εργασίας –βάδιζαν σβέλτα µε σκοπό προς µια όµορη αίθουσα– και να τους λένε «Σώστε µας! Μα πού βρισκόµαστε;». Εχω δει επιµελήτρια του µουσείου σκυµµένη στα τέσσερα σε µια αίθουσα µε ταπισερί να πιάνει κάτι δυσδιάκριτο στα χέρια της και να λέει θριαµβευτικά «αυτό δεν είναι σκόνη, είναι σκόρος!». Εχω διακρίνει επισκέπτη µε αµφίεση του 17ου αι. να περιφέρεται σε µια αίθουσα µε πίνακες του 17ου αι. και οι φύλακες να ψιθυρίζουν µεταξύ τους «λες να είναι φάντασµα;».

Εχω βρεθεί 9.15 µια Παρασκευή βράδυ σε µια βουβή απόκοσµη αίθουσα µε έπιπλα και θυµάµαι να νιώθω άβολα χωρίς κάποια ανθρώπινη παρουσία τριγύρω και δίχως πραγµατικό ενδιαφέρον για τα έπιπλα κάποιου Λουδοβίκου. Εχω αποπειραθεί να ανέβω τα σκαλιά προς τη Νίκη της Σαµοθράκης και να νιώθω δύσπνοια από την πολυκοσµία µε τα προτεταµένα χέρια που απαθανατίζουν και να δυσκολεύοµαι κάπου να ακουµπήσω για να βρω το σκαλοπάτι της καθόδου. Οι 52 µόνιµοι πυροσβέστες του µουσείου, που αναλαµβάνουν και χρέη άµεσης βοήθειας, φαντάζοµαι ότι θα έχουν επέµβει σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις.

Μιλώντας για επείγοντα είναι διασκεδαστικό εάν σκεφτεί κάποιος ότι η µόνη διάσηµη γυναίκα που έχει φύγει από το µουσείο µε ασθενοφόρο είναι εκείνη που σπρώχνονται για να την αντικρίσουν. Χωρίς να γνωρίζω εάν η πλειονότητα πηγαίνει στο Λούβρο για εκείνη, εικάζω ότι µόνο µια µειοψηφία την παραλείπει. Βρίσκεται πάντα εκεί χαµογελώντας αµυδρά και αινιγµατικά θωρακισµένη πίσω από το αλεξίσφαιρο τζάµι. Η Τζοκόντα ατάραχη έχει συστηθεί στους πάντες πολύ πριν από την πρώτη, διά ζώσης, γνωριµία. Εχει λείψει ελάχιστα στο εξωτερικό, δυο-τρεις φορές υπηρεσιακώς, κάνοντας τουρ σε άλλα µουσεία. Μία στην Αµερική, µία στην Ιαπωνία και µία στη Σοβιετική Ενωση, αλλά πάνε 51 χρόνια από το τελευταίο της ταξίδι. Εχει ταξιδέψει περισσότερο στο εσωτερικό για την αυτοπροστασία της, γιατί τους µόνους που αρνήθηκε να δει ήταν οι Γερµανοί κατακτητές. Είχε αποχωρήσει από το µουσείο, ήδη από το 1939, τυλιγµένη σε βελούδο, κρυµµένη σε ένα ξύλινο κουτί µε τρία κόκκινα αυτοκόλλητα ενδεικτικά για το VIP status της. Τη φυγάδευσε ένα ασθενοφόρο και χρειάστηκε να µετακινηθεί σε έξι κρυψώνες (κάπου στη χώρα) πριν επιστρέψει στο πόστο της. Τώρα, ο πρόεδρος Μακρόν αποφάσισε να την ανταµείψει για τη σκληρή της εργασία. Θα της προσφέρει δική της αίθουσα, µε αυτόνοµη πρόσβαση στους θαυµαστές –µε υψηλότερο αντίτιµο για τους µη Ευρωπαίους–, αποσυµφορώντας (επιτέλους) τη διέλευση σε άλλα εκθέµατα.

Η Μόνα Λίζα συνεργάστηκε, την άνοιξη πριν από την πανδηµία, µε µια άλλη διάσηµη που δούλεψε προς όφελος του µουσείου. Μια οξύµωρη –που αποφέρει ακόµα και σήµερα κέρδος– συνεργασία εάν αναλογιστούµε ότι το γαλλικό Δηµόσιο λειτουργεί (ακριβώς όπως το ελληνικό, λέµε τώρα): «κατά βάση» και για «λόγους αρχής» όλα απαγορεύονται. Η σούπερ σταρ Μπιγιονσέ και ο άνδρας της, Τζέι Ζι –οι Carters όπως είναι γνωστοί– πήραν άδεια να κάνουν γυρίσµατα από τις 8.30 µ.µ. µέχρι τις 6.30 π.µ.

Το βίντεο ξεκινάει µε νυχτερινές εξωτερικές λήψεις και µε υπόκρουση καµπανών και σειρήνων (ο µόνιµος ήχος της πόλης) και µετά καταλαµβάνουν το εσωτερικό. Τις γκαλερί, τους διαδρόµους, τα κλιµακοστάσια. Τα εκθέµατα (17) γίνονται από τη µια το φόντο και από την άλλη το σηµείο που εστιάζει η κάµερα για να αναδείξει τις λεπτοµέρειές τους. Μαζί τους µια πολυπληθής οµάδα χορευτών και παρασκηνιακά µια εξίσου πολυάριθµη οµάδα µουσικών, ενδυµατολόγων, σκηνογράφων, τεχνικών. Απαγορεύτηκαν τα µέικαπ, τα σπρέι για τα µαλλιά, τα σεσουάρ και οι προβολείς υψηλής έντασης. Ο,τι θα µπορούσε να βλάψει τα εκθέµατα. «Τα διάφανα ρούχα επιτρέπονται;» ρώτησε η τραγουδίστρια. «Pas de problème», απάντησε ο Γάλλος γραφειοκράτης, «το µουσείο έχει πολλά γυµνά».

Και όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσµα να αναρωτιέται ο κόσµος εάν οι Γάλλοι πλήρωσαν για το εξάλεπτο την Αµερικανίδα σελέµπριτι ή το αντίστροφο. Το εκπαιδευτικό προσωπικό χρησιµοποιεί το βιντεοκλίπ ως εισαγωγική πρώτη επαφή µε την ιστορία της τέχνης για τους ενθουσιασµένους µαθητές. Η διεύθυνση έχει συµπεριλάβει ειδικό τουρ για τα δεκαεπτά αυτά έργα και έχει ζωντανέψει το ενδιαφέρον ενός διαφορετικού ηλικιακά, πολύ νέου, κοινού. Το 50% των επισκεπτών είναι κάτω των 30 ετών και δεν θα µπορούσαν να είχαν βρει καλύτερη ξεναγό από την Μπιγιονσέ για να τους συστήσει τη Νίκη, την Αφροδίτη, τη Μόνα Λίζα, αλλά και την άγνωστη µαύρη Μαντλέν.

Και επιτέλους τα καλά προσωπικά νέα. Αφού η Τζοκόντα θα µετακινηθεί, και όλοι θα την ακολουθήσουν, ανοίγει η δίοδος στο, ίσως, ωραιότερο πορτρέτο που έχει την ατυχία να βρίσκεται για χρόνια δίπλα της και να το επισκιάζει. «Ο άνθρωπος µε το γάντι» του Τισιανού, η προσωπογραφία, σε τρία τέταρτα, ενός νέου που δεν γνωρίζουµε τίποτα γι’ αυτόν. Είναι µυστηριώδης και είναι ακαταµάχητος. Το χέρι είναι τόσο ζωντανό σαν να κινείται στον καµβά και το βλέµµα όσο
θελκτικό χρειάζεται για µια ανοιχτή συνοµιλία που θα κρατήσει χρόνια.

Της Ελεάννας Βλαστού για την Καθημερινή

*Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.