Μόνο από τους καλλιτέχνες έρχονται οι αναζωογονητικές αλήθειες. Ημουν στο βιβλιοπωλείο και ξεφύλλιζα ράθυμα χωρίς κανένα πραγματικό ενδιαφέρον το αυτοβιογραφικό «Never» του –τραγουδιστή της δεκαετίας του ’80– Ρικ Αστλεϊ. Το άνοιξα από περιέργεια γιατί θυμήθηκα το πρόσωπό του και το «never gonna give you up» –επιτυχία του 1987–, οι μεγαλύτεροι ίσως το θυμάστε. Στον πρόλογο διάβασα το εξής: «Μπορεί να διαθέτεις κίνητρο και φιλοδοξία, αλλά σε όλα εμπεριέχεται συγκυρία, υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι τύχης. Σκεφτείτε ότι κάποιος έγραψε ένα ποπ τραγούδι διάρκειας τριάμισι λεπτών και αυτό είχε ως συνέπεια ν’ αλλάξει η ζωή μου – είναι γελοίο πραγματικά».
Σπάνιο κάποιος, οποιοσδήποτε, να τοποθετήσει στην ίδια φράση τις λέξεις τύχη και κατόρθωμα και να εξομοιώσει την επιτυχία του με προϊόν συγκυριών. Μοιάζει ρηξικέλευθα φρέσκο στην εποχή που εγκωμιάζει το ταλέντο και τη σκληρή δουλειά. Επιρρίπτουμε στην τύχη μονάχα τα αρνητικά γεγονότα, ό,τι ξεπερνάει τις δυνατότητες δράσης ή παρέμβασης. Σαν να υπάρχει η τύχη για όσα δεν προσφέρουν καμία ευκαιρία να συγχαρούμε τις προσπάθειές μας. Για την πίκρα των ακυρωμένων ικανοτήτων μας.
Την ίδια μέρα, συμπτωματικά, διάβασα μια συνέντευξη του καλλιτέχνη Ντέμιαν Χερστ στους Times του Λονδίνου. Ο Χερστ είναι εκείνος που είχε την ιδέα, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, να βάλει τον νεκρό καρχαρία στη φορμόλη, τοποθετώντας τον σε ένα διάφανο τεράστιο δοχείο και να τον εκθέσει στο κοινό. Αποτέλεσε τη ριζοσπαστική έλευση της καριέρας του Χερστ, ένα ξεκίνημα που το είδε όλος ο πλανήτης και έκτοτε ανήκει στην ιστορία της τέχνης. Η ίδια εφημερίδα, παλαιότερα, είχε γράψει ότι ούτε το μουσείο Tate modern ούτε η έννοια του Cool Britannia θα υπήρχαν χωρίς τον Χερστ.
Σήμερα, στα εξήντα του, απέχει πολύ από την εικόνα του παιδεμένου άπορου καλλιτέχνη. Είναι ίσως ο γνωστότερος εν ζωή και σίγουρα ο πλουσιότερος Αγγλος καλλιτέχνης. Το αναφέρω επειδή το αναφέρει, χωρίς συστολή, δεν κρύβει ότι του αρέσουν τα χρήματα και το εμπόριο τέχνης. Η συνέντευξη όμως ήταν ενδιαφέρουσα για τον ανεπιτήδευτα ειλικρινή τρόπο με τον οποίο μίλησε για τη συγκυρία, την έμπνευση και, εν τέλει, για την προέλευση της επιτυχίας του.
Διαβάστε: «Μεγαλώνοντας σε μια οικογένεια εργατικής τάξης στο Λιντς, η πρώτη μου επαφή με το εμπόριο ήταν το πόστο της μητέρας μου σε μια υπαίθρια αγορά». «Εκείνη αγαπούσε τη ζωγραφική και με ενθάρρυνε να ζωγραφίζω. Οταν τελείωνα με ένα χαρτί μου έδινε το επόμενο». Μια άλλη επιρροή ήταν οι επαναλαμβανόμενες επισκέψεις σε ένα από τα λιγοστά μουσεία της περιοχής, το μουσείο φυσικής ιστορίας. «Τα μουσεία φυσικής ιστορίας είναι προσβάσιμα στο κοινό όλων των κοινωνικών τάξεων, αντίθετα με κάποια που λίγο σε κοιτούν περιφρονητικά, αρέσουν πολύ στα παιδιά γιατί είναι γεμάτα θαυμαστά αντικείμενα. Διέθετε ενυδρείο, πεταλούδες, ταριχευμένα ζώα σε φορμόλη, ακόμη θυμάμαι… την τεράστια τίγρη Βεγγάλης».
Στην ουσία εξύψωσε τη λοταρία της ζωής. Την πρωταρχική, συστατική τύχη, στην οποία δεν έχουμε –καμιά– δυνατότητα να επέμβουμε. Είναι η τύχη του σημείου εκκίνησης. Οι οικογενειακές συνθήκες, ο ταχυδρομικός κώδικας, το πρόσωπο που μας ανέθρεψε τα πρώτα χρόνια της ζωής μας και φυσικά τα γονίδια. Νομίζω ότι η τύχη παίζει σπουδαιότερο ρόλο από όσο παραδεχόμαστε. Αλλά κάπως το υποτιμούμε. Αφενός γιατί δεν μας αρέσει η ιδέα του μη ελέγχου αφετέρου γιατί δεν συνάδει με την αφήγηση προσπάθειας, κόπου και ταλέντου που θα αποδώσουν καρπούς.
Υποτιμούμε τον ρόλο της τύχης, αφενός γιατί δεν μας αρέσει η ιδέα του μη ελέγχου, αφετέρου γιατί δεν συνάδει με την αφήγηση προσπάθειας, κόπου και ταλέντου που θα αποδώσουν καρπούς.
Στον αντίποδα του Χερστ βρίσκεται η έλλειψη αυτογνωσίας των προνομιούχων για την τύχη τους. Οταν ακούω προνομιούχους να μιλούν, πάντα «παραλείπουν» την τυχερή τους αφετηρία. Ισως γιατί πιστεύουν ότι αναγνωρίζοντας τον ρόλο της τύχης υποβαθμίζουν τις ιδιαιτερότητές τους. Ισως γιατί αντιλαμβάνονται ως «νορμάλ» πεπρωμένο τη γνωριμία με την εύνοια από γεννησιμιού.
Με απόσταση δύο εβδομάδων διάβασα δύο βιβλία με την ίδια θεματολογία, το «Born to rule» και το «The aristocracy of talent» (πολύ καλά, πολύ βρετανικά) που πραγματεύονται το θέμα της αξιοκρατίας στην ταξική αγγλική κοινωνία. Και τα δυο έχουν συνεντεύξεις από όσους θεωρούνται η ελίτ της χώρας. Σε αυτούς έθεσαν, λίγο πολύ, το αντίστοιχο ερώτημα: πώς αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και την επαγγελματική τους επιτυχία.
Κάποιοι (ελάχιστοι) αναγνώρισαν το προβάδισμα της καλής, ακριβής τους εκπαίδευσης και των γνωριμιών. Αλλά –εδώ γίνεται ενδιαφέρον– όλοι ανεξαιρέτως εστίασαν, με τη σειρά που τα γράφω, στη σκληρή τους δουλειά, στην προσπάθεια, στη φυσική τους εξυπνάδα και την εξίσου αβίαστη ακαδημαϊκή τους κλίση, με την τάση να υπογραμμίζουν τις δικές τους εγγενείς ικανότητες (και όχι αυτές που διδάχτηκαν), τα έμφυτα ταλέντα τους (με μια έμφαση στο να παίρνουν ρίσκα και να αναλαμβάνουν αρμοδιότητες), την καλή τους κρίση.
Το πρόβλημα όταν αρνείσαι να δεις την αυθαίρετη φύση της επιτυχίας και επιμένεις να παραβλέπεις τον ρόλο της τύχης είναι ότι δεν θωρακίζεσαι από την ατυχία. Που τα χωρίζει μια ζαριά. Είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Υπάρχει, μου είπαν, μια ολλανδική παροιμία που λέει «η πλεύση είναι πάντα καλή πριν πιάσει αέρας».
Της Ελεάννας Βλαστού για την Καθημερινή
(*) Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.