Για τη συντριπτική πλειονότητα των οικογενειών στη χώρα μας, η ημέρα που βγαίνουν τα αποτελέσματα των εισαγωγικών για τα πανεπιστήμια είναι περίπου… ιστορική. Τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1970 και μετά, όταν άρχισε να είναι πολύ μαζική η συμμετοχή στις εξετάσεις, πολύ μαζικότερη από ό,τι σε άλλες δυτικές χώρες. Σε χώρες όπου ποτέ δεν πρόκειται να δει κανείς σε πρωτοσέλιδο τις βάσεις ή έστω το βαθμό του απολυτηρίου του Λυκείου, όταν αυτός κρίνει την εισαγωγή στα πανεπιστήμια.
Αυτή η ελληνική ιδιαιτερότητα έχει να κάνει με το περίφημο “Μάθε, παιδί μου, γράμματα” -με ό,τι θυσία συνεπάγεται αυτό για το παιδί και για τους γονείς- και με την ασυνήθιστη για άλλες χώρες ταξική κινητικότητα μέσω των σπουδών. Στην Ελλάδα, σε αντίθεση π.χ. με τη Βρετανία, ο γιος του υδραυλικού μπορούσε να γίνει δικηγόρος, η κόρη της πωλήτριας να γίνει καθηγήτρια και το παιδί του αγρότη να σπουδάσει Ιατρική.
Ταυτόχρονα, όμως, ήδη από τη δεκαετία του 1980 το πτυχίο έπαψε να είναι το όχημα για την αγορά εργασίας. Και η γενιά των γονιών των παιδιών που έμαθαν τις προηγούμενες ημέρες τα αποτελέσματα των εισαγωγικών το έμαθε πολύ πριν αποκτήσει απογόνους.
Σε όλα τα παιδιά, λοιπόν, που σήμερα νιώθουν ότι απέτυχαν, είτε επειδή δεν μπήκαν στο πανεπιστήμιο είτε επειδή δεν μπήκαν στη σχολή που ήθελαν, έχω να πω ότι τίποτε δεν έχει τελειώσει, ότι επιλογές μπορεί να κάνει κανείς πάντα. Και να τις μετανιώνει και να ξαναρχίζει.
Α.Π.
Η ζωή έχει πολλούς σταθμούς
