Πρόσφατη μελέτη του αρχαίου DNA αλλάζει τα δεδομένα της προέλευσης Μινωιτών, Μυκηναίων, αλλά και συγχρόνων Ελλήνων

Πρόσφατη μελέτη του αρχαίου DNA αλλάζει τα δεδομένα της προέλευσης Μινωιτών, Μυκηναίων, αλλά και συγχρόνων Ελλήνων

Η φυλετική προέλευση των Μινωιτών και των Μυκηναίων υπήρξε ένα μεγάλο πάζλ της αρχαιολογικής έρευνας για περισσότερο από έναν αιώνα. Η μελέτη η οποία πρόσφατα δημοσιεύτηκε στο πλέον έγκριτο περιοδικό NATURE, με τη συμμετοχή 34 ερευνητών και που διήρκησε 15 έτη, συγκέντρωσε γονιδιακά δεδομένα (DNA) από αρχαιολογικά κατάλοιπα θέσεων της Κρήτης, της Πελοποννήσου, της Αττικής, της Κρήτης και της Μ. Ασίας και κατέληξε ότι οι αναφερόμενοι πληθυσμοί ομοιάζουν πολύ μεταξύ τους όσο και με τους σύγχρονες Έλληνες, χωρίς να είναι πανομοιότυποι.
Συγκεκριμένα, οι Μινωίτες και οι Μυκηναίοι, αλλά και τα άτομα από τη Μ. Ασία, προέρχονται σε ποσοστό 3/4 από τους πρώτους Νεολιθικούς αγροτοκτηνοτροφικούς πληθυσμούς της Ελλάδας και Μ. Ασίας, έχοντας και οι τρεις πληθυσμοί επιπλέον πρόσμειξη από ανατολικότερους πληθυσμούς παρόμοιους με τους αρχαίους κατοίκους του Καυκάσου, της Αρμενίας και του Ιράν, καταδεικνύοντας, σύμφωνα με τον Λαζαρίδη, ότι «υπήρξε κάποια επιπλέον πληθυσμιακή μετακίνηση από την Ανατολή μετά την εποχή των πρώτων αγροτοκτηνοτροφικών  πληθυσμών».
Αν και Μινωίτες, Μυκηναίοι και σύγχρονοι Έλληνες είναι παρόμοιοι, οι Μυκηναίοι, σε αντίθεση με τους Μινωίτες, είχαν επιπροσθέτως εν μέρει προέλευση από τους αρχαίους κατοίκους της Ανατολικής Ευρώπης και Βόρειας Ευρασίας. Αυτός ο λεγόμενος «Αρχαίος Βόρειο-Ευρωασιατικός» πληθυσμός αποτελεί ένα από τα συστατικά και των σημερινών Ελλήνων, και η μελέτη δείχνει πως είχε επηρεάσει σε μικρό βαθμό και τους ανθρώπους της Μυκηναϊκής Περιόδου.
Η ανακάλυψη του Μινωικού και Μυκηναϊκού Πολιτισμού  στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα  φώτισε  πτυχές της Ελληνικής Προϊστορίας που μέχρι τότε διακρίνονταν μόνο αμυδρά μέσω της ποίησης των Ομηρικών Επών, της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Οι δύο πολιτισμοί ήταν οι πρώτοι προηγμένοι, σύνθετοι, πολιτισμοί της Ευρώπης.
Ο Μινωικός Πολιτισμός άνθισε στην Κρήτη από το 3.000 π.Χ. και κατέπληξε τον κόσμο με τα μεγαλειώδη ανάκτορά του και τις αισθητικά περίτεχνες νωπογραφίες που ανακαλύφθηκαν στην Κνωσό και άλλες περιοχές της Κρήτης. Οι Μινωίτες ήταν οι πρώτοι Ευρωπαίοι που χρησιμοποίησαν τη γραφή.
Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός άνθισε στην ηπειρωτική Ελλάδα περί το 1.600 π.Χ. και δημιούργησε εξίσου υπέροχα πολιτισμικά επιτεύγματα. Η προέλευση των ανθρώπων που δημιούργησαν αυτούς τους πολιτισμούς ήταν ένα μυστήριο και το έναυσμα πολλαπλών θεωριών  τα τελευταία 100 χρόνια. Μια καινούργια ανάλυση του γονιδιακού DNA των Μινωιτών και Μυκηναίων δίνει για πρώτη φορά άμεσες απαντήσεις.
Η μελέτη είναι αποτέλεσμα συνεργασίας μιας διεθνούς ομάδας ερευνητών από το Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον, την Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ στις ΗΠΑ και το Ινστιτούτο Μαξ Πλάνκ για τη Μελέτη της Ανθρώπινης Ιστορίας στη Γερμανία, μαζί με αρχαιολόγους και άλλους συνεργάτες στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένου του Εθνικού Κέντρου Έρευνας Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος».
Ο Γεώργιος Σταματογιαννόπουλος, καθηγητής Γονιδιωματικών Επιστημών και Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον, είναι ο επικεφαλής συγγραφέας του άρθρου το οποίο δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό Nature. Η επεξεργασία και εξαγωγή του DNA έγινε από τις ομάδες του καθηγητή Σταματογιαννόπουλου στο Πανεπιστήμιο Washington, του καθηγητή Johannes Krause του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ και του καθηγητή David Reich της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ. Ο δρ. Ιωσήφ Λαζαρίδης, πρώτος συγγραφέας της μελέτης, ήταν κυρίως υπεύθυνος για τη στατιστική επεξεργασία και ανάλυση των νέων δεδομένων. Τα γενετικά δεδομένα συγκρίθηκαν μεταξύ τους και με περισσότερα από 330 άλλα αρχαία άτομα και 2.600 σύγχρονους ανθρώπους ανά την υφήλιο, για τους οποίους έχουν δημοσιευθεί προηγουμένως συγκρίσιμα γενετικά δεδομένα.
Η έμπνευση για τη νέα μελέτη προήλθε από την αγάπη για την ιστορία του καθηγητή Σταματογιανόπουλου: «Υπάρχουν τόσες θεωρίες για την πληθυσμιακή ιστορία της Ελλάδας, την έλευση των Ελλήνων, τη θεωρία της “Μαύρης Αθηνάς” για την Αφροασιατική προέλευση του κλασσικού πολιτισμού ή την περιβόητη θεωρία του Φαλλμεράυερ τον 19ο αιώνα για την εξαφάνιση των Ελληνικών πληθυσμών κατά το Μεσαίωνα».
Η καινούρια μελέτη δεν επιλύει όλα τα μυστήρια του παρελθόντος, αλλά παρέχει σημαντικές απαντήσεις. Απορρίπτει για πρώτη φορά τη θεωρία πως οι Μυκηναίοι ήταν ένας πληθυσμός με προέλευση πέραν από τον Αιγιακό χώρο, καθώς και τη θεωρία πως οι Μυκηναίοι και οι μετέπειτα αρχαίοι Έλληνες εξαλείφθηκαν κατά το Μεσαίωνα.
Η καινούρια μελέτη καταδεικνύει πως υπήρξε συνέχεια στην Ελλάδα από την εποχή των πρώτων γεωργών/κτηνοτρόφων έως και σήμερα, αλλά όχι σε πλήρη απομόνωση, αφού πρόσμειξη τόσο με βόρειους όσο και με ανατολικούς πληθυσμούς έλαβε χώρα τόσο πριν όσο και μετά την εποχή των Μινωιτών και Μυκηναίων. Επίσης, αποδεικνύει έμπρακτα τη δύναμη της τεχνολογίας του αρχαίου DNA στην επίλυση ιστορικών μυστηρίων, με την ανακάλυψη πως η «Αρχαία Βόρειο-Ευρωασιατική» πρόσμειξη στην Κεντρική Ευρώπη από τις στέπες της Ανατολικής Ευρώπης πριν από 5.000 χρόνια, έφτασε και στη νότιο Ευρώπη τουλάχιστον πριν από 3.500 περίπου χρόνια.  Αυτή η αρχαία Βόρειο-Ευρωασιατική πρόσμειξη πιθανόν να αποτελεί τον κρίκο ανάμεσα στους Έλληνες και άλλους γλωσσολογικά συγγενείς λαούς της Ευρώπης και της Ασίας.
Σημαντικότατη υπήρξε η συμβολή στην έρευνα των Ελλήνων αρχαιολόγων δρος Αντώνη Βασιλάκη, δρος Ελένης Κονσολάκη-Γιαννοπούλου και του καθ. Γεωργίου Κορρέ, της ανθρωπολόγου δρος Τίνας MacGeorge, του αείμνηστου καθ. Μανώλη Μιχαλοδημητράκη και του ερευνητή του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος», δρος Γιάννη Μανιάτη.
Η αναφερόμενη μελέτη η οποία προσδίδει νέα ώθηση στην επιστήμη της Αρχαιομετρίας, υπήρξε η πρώτη μεγάλης κλίμακας στον τομέα του αρχαίου DNA, όπου αναμένεται μεγάλη δραστηριοποίηση τα επόμενα έτη, κατόπιν του σχετικού ερευνητικού προσανατολισμού και των μεγάλων χρηματοδοτήσεων που έχουν πρόσφατα υλοποιήσει το Εργαστήριο Αρχαίου DNA του Πανεπιστημίου της Κρήτης και το Εργαστήριο Wiener της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών  της Αθήνας. 

Του Νίκου Ζαχαριά, 
Καθηγητή Αρχαιομετρίας Πανεπιστημίου Πελοποννήσου