ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ και η ουσία του 41 χρόνια μετά


Της Αντωνίας Δημ. Παυλάκου
Φιλολόγου – συγγραφέως, γενικής γραμματέως Ένωσης Μεσσήνιων Συγγραφέων

«Αλίμονο στις κοινωνίες που χρειάζονται ήρωες…». Είναι κοινωνίες παθογενείς, σαθρές και αδιέξοδες και αναζητούν «αμνούς» που εθελοντικά θα προσφερθούν θυσία στο βωμό του κοινωνικού θυσιαστηρίου για ανθρώπινες, ελεύθερες, ουσιαστικές κοινωνικές σχέσεις. Ένα τέτοιο θυσιαστήριο υπήρξε το «Πολυτεχνείο», εννοώντας όχι μόνο το συγκεκριμένο κορυφαίο συμβάν, αλλά και τον αγώνα όλων των πρωτοπόρων, πολιτικοποιημένων τμημάτων της νεολαίας και του λαού – μικρών ωστόσο – καθ’ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας.
Το «Πολυτεχνείο» συμπυκνωμένα συμβόλισε όραμα, έμπνευση, συλλογικότητα, υπέρβαση του ατομικού συμφέροντος και της εγωπαθούς ιδιοτέλειας, αξιοπρέπεια, αυτοπροσδιορισμό, ελευθερία.
Κάθε τέτοια θυσία, «καθαρτήρια τέλεση», αποκτά την πλήρη διάστασή της, όταν απαντηθεί το ερώτημα: Πόσο αντίστοιχο της θυσίας υπήρξε το αποτέλεσμα;
Αφήνοντας στην άκρη τα παραϊστορικά «αν» που οδηγούν πιθανόν στο κομβικό σημείο ότι δε θα είχαμε φθάσει στην κρίση για το Κυπριακό, θα αναγνωρίσουμε ωστόσο, στο πλαίσιο της ιστορικής αντιπαράθεσης με την Τουρκία, την περίπτωση όπου το ιστορικό ενδεχόμενο μεταβάλλεται σε αναγκαίο.
Κατόπιν θα αναφέρω ότι αυτοί που κάποτε διατύπωναν αμφιβολίες και συνετές σκέψεις για αποφυγή της εξέγερσης, λίγο αργότερα έγιναν κρατούσα κατάσταση και υποχρεώθηκαν να μελετήσουν και να καθιερώσουν ένα σύστημα συμβόλων, μια σειρά ρητορικών συνθημάτων, μια σκηνοθεσία επίσημων εορτασμών, ώστε η εξέγερση να επιβιώσει μόνο μέσω αυτών, ως δευτερογενές γεγονός (τανκ, πόρτα, σημαία, νεκροί), ως καταστολή και όχι ως αυτοτελές γεγονός που είχε σχέση με τον ουσιαστικό ριζοσπαστισμό της ελληνικής κοινωνίας.
Αυτό που ονομάζουμε ρητορικά «πνεύμα του Πολυτεχνείου» δεν επιζεί στα σύμβολα του ετήσιου εορτασμού. Το πνεύμα του Πολυτεχνείου διαστρεβλωμένο, κομματικοποιημένο, διοχετεύτηκε στο πλαίσιο μιας παλινόρθωσης (χωρίς βασιλιά) με θεατές την ένοχη «Δεξιά», την αγκυλωμένη «Αριστερά» και διαμορφούμενες στην πορεία πολιτικές δυνάμεις που θριάμβευσαν εκλογικά και ασελγούσαν πάνω στην «αποκατάσταση της Δημοκρατίας», παίζοντας το παιχνίδι της εξουσίας, με συστήματα, συνήθειες, έθιμα και καταστάσεις που προϋπήρχαν της Δικτατορίας.
Έτσι, ο τρόπος καταστολής της Εξέγερσης αποτέλεσε τον κοινό τόπο όπου συνέπεσαν όλες οι ετερόκλητες δυνάμεις του μεταχουντικού εξουσιαστικού τοπίου για τη μετέπειτα ιστορικότητά του.
Το Πολυτεχνείο σπρώχτηκε εκόν – άκον να ανακηρυχθεί εορτή, σχολική εορτή νεολαίας και η ουσία του μουσειοποιήθηκε ή οδηγήθηκε σε στρεβλώσεις.
Αν η επετειακότητα βοηθά να στοχαζόμαστε πάνω στην ελευθερία, τη δημοκρατία, την αξιοπρέπεια, την ανιδιοτέλεια, το δικαίωμα εξέγερσης, όταν οι ανθρώπινες αξίες καταπατούνται, θα ήταν φρόνιμο έπειτα από 41 χρόνια και τα δεινά που επεσσώρευσε στη χώρα μας η μεταπολιτευτική πολιτική πρακτική να αναζητήσουμε νέες μορφές προσέγγισης του φαινομένου της εξέγερσης του Νοέμβρη του ’73.
Όχι βέβαια με ομιλίες του «δεκάρικου» στα προαύλια ή αλλού, αλλά με κύκλους συζητήσεων μέσα στην κοινωνία και στο σχολείο, με εμβάθυνση σε συγκεκριμένα κεφάλαια στο μάθημα της Ιστορίας και της Πολιτικής Αγωγής, με γόνιμες αναφορές στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σε άλλα θεμελιώδη συστατικά της δημοκρατίας, ίσως καθυστερημένα εμπεδώσουμε την ουσία του σπουδαίου αυτού πολιτεύματος που τόσο ανορθόδοξα κατανοήσαμε, ώστε να ζούμε τη σημερινή ηθική και οικονομική τραγωδία, διαπιστώνοντας με θλίψη ότι το αποτέλεσμα δεν υπήρξε καθόλου ανάλογο της εξέγερσης και της θυσίας.