Η τραγωδία ακρωτηριασμού της νεαρής Βαλμπόνα με αλυσοπρίονο από τον εν διαστάσει σύζυγό της

Η τραγωδία ακρωτηριασμού της νεαρής Βαλμπόνα με αλυσοπρίονο από τον εν διαστάσει σύζυγό της

Της Βίκυς Βετουλάκη
 
Η τραγωδία της νεαρής Αλβανίδας Βαλμπόνα, που συγκλόνισε το πανελλήνιο, όταν τον Απρίλιο του 2009 ο εν διαστάσει σύζυγός της έκοψε με αλυσοπρίονο και τα 4 άκρα της, θα αναβιώσει σήμερα στην αίθουσα του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου Καλαμάτας.
Ο 43χρονος δράστης είχε καταδικασθεί σε 17 χρόνια κάθειρξης για απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, ενώ κρατείται στις Ψυχιατρικές Φυλακές Κορυδαλλού.
Οι υπεράνθρωπες προσπάθειες των γιατρών στο ΚΑΤ έδωσαν την ευκαιρία στη γυναίκα να αποκτήσει και πάλι χέρια και πόδια, μετά από συγκόλληση των άκρων.
Συγκλονιστική είναι η περιγραφή των γεγονότων από την ίδια την 34χρονη σε συνέντευξή της στην «Ελευθεροτυπία» και την Ντίνα Δασκαλοπούλου, μέσα από το νοσοκομείο όπου νοσηλεύτηκε για πολλούς μήνες.
 
«Δε με έδερνε και βαριά…»
Το αποτρόπαιο έγκλημα είχε συμβεί στο σπίτι όπου διέμενε η γυναίκα στην οδό Σταδίου στην παραλία της Καλαμάτας, ενώ ο δράστης είχε έρθει από τη Βέροια, όπου ζούσε μόνιμα, μαζί με τα δύο παιδιά τους (9 και 11 χρόνων τότε), τα οποία ζούσαν στην Αλβανία.
Στη συνέντευξή της στην «Ελευθεροτυπία», η 34χρονη περιγράφει τις φρικιαστικές στιγμές που έζησε: «Ήμουν 15 χρονών όταν τον γνώρισα. Ερωτευτήκαμε κι οι δυο αμέσως – ήταν πολύ πολύ όμορφος. Οι γονείς μου δεν ήθελαν ούτε να ακούσουν για γάμο. Έτσι, λοιπόν, ένα βράδυ με έκλεψε.
Ο Θεοφάνης ήταν ο νταής του χωριού. Τσαμπουκάς και βαρύς, δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Ήταν, όμως, καλός άνθρωπος: αν κάποιος πείραζε γέρους ή γυναίκες, αμέσως τους υπερασπιζόταν».
Η Βαλμπόνα ήταν πολύ περήφανη για τον άντρα της. Σε δύο χρόνια, μόλις στα 17 της, του γέννησε τον πρώτο γιο. «Τον έκανα σπίτι, ολομόναχη».
Όταν ξέσπασε η λαϊκή εξέγερση, μετά την κατάρρευση των «πυραμίδων» το ’97, στην Αλβανία, το νεαρό ζευγάρι αποφασίζει να έρθει στην Ελλάδα για δουλειά. Η ιστορία τους είναι τυπική για τους Αλβανούς μετανάστες της εποχής. Κουτσουρεμένα μεροκάματα, βρισίδια, απειλές. Όμως, είναι νέοι κι ερωτευμένοι. Και κάνουν κι ένα δεύτερο γιο. Η Βαλμπόνα επιστρέφει στο χωριό τους, τον γεννάει και τον αφήνει κι αυτόν στην πεθερά της. Τα αγόρια, όπως πάμπολλα παιδιά μεταναστών, μεγαλώνουν χωρίς γονείς. Πολλές φορές το ζευγάρι χωρίζει, γιατί δουλεύουν σε διαφορετικά μέρη της Ελλάδας. Μαζεύουν πορτοκάλια, σκάβουν χωράφια… κάνουν γενικά ό,τι αποφεύγουν να κάνουν οι ντόπιοι. Όταν τα χρήματα δεν είναι αρκετά ή όταν εκείνος δεν είναι ευχαριστημένος για κάποιον λόγο, τη χτυπάει. «Ναι, αλλά δε μου φαινόταν κακό. Δε με έδερνε και βαριά, και άλλωστε έτσι είχαμε μάθει εμείς. Ο άντρας είναι το αφεντικό στο σπίτι του».
Οπότε, κάποια στιγμή το αφεντικό έχει «μια καταπληκτική ιδέα, που θα σε ξεκουράσει, αγάπη μου, που τρως τα χεράκια σου στις λάσπες». Με την ίδια ακριβώς επιχειρηματολογία και στρατηγική που ψήνει κάθε νταβατζής την πουτάνα του στις ταινίες του Παζολίνι, την έψησε ο Θεοφάνης. Με το ίδιο ακριβώς όνειρο μιας καλοβαλμένης μικροαστικής ζωής, η Βαλμπόνα πήγε στα μπαρ.
 
«Φυλακή χωρίς κάγκελα»
«Δε χρειαζόταν να κάνω πολλά. Οι άντρες πίνουν το ένα ποτό μετά το άλλο, το μαγαζί τα χρεώνει 40 ευρώ – τα μισά ήταν δικά μου». Μεγαλόπολη, Τρίπολη, Ρόδος, η Βαλμπόνα γυρίζει από πόλη σε πόλη και μαζεύει ίσαμε 200 ευρώ την ημέρα. Τα οποία, σαν καλό κορίτσι, καταθέτει στον οικογενειακό τραπεζικό λογαριασμό. Η επιχείρηση πάει καλά. Μέχρι που ένα βράδυ, σε κάποιο μπαρ της Μεγαλόπολης, γνωρίζει τον Δημήτρη. «Δεν ήταν η εμφάνισή του που με τράβηξε, ούτε είχε πολλά λεφτά. Αλλά μου μιλούσε διαφορετικά από τους άλλους, ήθελε να με γνωρίσει στ’ αλήθεια».
Ο Δημήτρης πήγε και ξαναπήγε στο μπαρ για να τη βρει. Και την ερωτεύτηκε τόσο, που ζήτησε διαζύγιο από τη γυναίκα του και της ζήτησε να σταματήσει τη δουλειά, να πάρει διαζύγιο κι εκείνη, και να τον παντρευτεί. Κι εκεί άρχισαν τα δύσκολα. Η οικογενειακή επιχείρηση κατέρρευσε και το κορίτσι… ατίμασε το σύζυγο. Ανάμεσα σε δύο άντρες που τη διεκδικούσαν, η Βαλμπόνα άρχισε να ζει σε μια φυλακή χωρίς κάγκελα, με συνεχή όμως έλεγχο, τιμωρία και ποινές. Ο σύζυγος να την ψάχνει, να της ζητάει να αλλάζει κανάλια στην τηλεόραση για να τ’ ακούει και να βεβαιώνεται πως είναι στο σπίτι. Ο εραστής να απαιτεί όλες οι συνομιλίες με το σύζυγο να γίνονται σε ανοιχτή ακρόαση. Πολύ σύντομα οι δύο αντίζηλοι θα αρχίσουν τις άμεσες αντιπαραθέσεις μεταξύ τους.
Στα μέσα του Φεβρουαρίου η Βαλμπόνα θα ανέβει στη Βέροια, όπου ζούσε ο πρώην σύζυγός της, για να του ανακοινώσει και επισήμως το τέλος της σχέσης τους. Εκείνος θα την κρατήσει κλειδωμένη στο σπίτι, θα την ξυλοφορτώσει και μετά, με μπλαβιασμένο το πρόσωπο, θα τη στείλει πίσω στον εραστή της.
 
«Άρχισε να με χαρακώνει…»
Στις αρχές Απριλίου, ο πρώην σύζυγος κατεβαίνει στην Καλαμάτα με τα δ;yο αγόρια για να δουν τη μητέρα τους.
Ο Δημήτρης φεύγει από το σπίτι όπου συζούσαν με τη Βαλμπόνα, έτσι ώστε να φιλοξενηθούν σ’ αυτό ο πρώην και τα δύο παιδιά της. Οι δυο γονείς τσακώνονται συνεχώς. Την τρίτη μέρα των διακοπών η Βαλμπόνα μετακομίζει στο σπίτι όπου φιλοξενείται ο Δημήτρης, στον 6ο όροφο της ίδιας πολυκατοικίας. Κατεβαίνει στο διαμέρισμα του 3ου για να μαγειρέψει, να συγυρίσει και να δει τα παιδιά της. «Τις τρεις τελευταίες μέρες πριν από την επίθεση είχε ηρεμήσει πολύ μαζί μου, μέχρι που με ρώταγε αν θέλω να μου αγοράσει ρούχα στα μαγαζιά».
Αργότερα, η Ασφάλεια ανακάλυψε ότι τότε ακριβώς ο Θεοφάνης αγόρασε από μαγαζί της Καλαμάτας σκοινί, ένα σπαθί σαμουράι κι ένα αλυσοπρίονο.
«Ήταν μεσημέρι και είχε στείλει τα παιδιά βόλτα. Με φώναξε στο διαμέρισμα. Είχε κλείσει όλα τα παντζούρια. Μου είπε να πάω στο μπάνιο και να τον περιμένω. Περίμενα. Ήρθε σε λίγο, με άρπαξε από πίσω, με γονάτισε, μου κράταγε το στόμα κλειστό. Άρχισε να με χαρακώνει με μαχαίρι.
Όταν σταμάτησε να με χαρακώνει, μου είπε να μην κουνηθώ και να τον περιμένω. Νόμιζα πως έρχονται τα παιδιά μου κι άρχισα να πλένομαι με νερό για να μη με δουν σ’ αυτήν την κατάσταση. Ύστερα μπήκε ο Θεοφάνης με το πριόνι».
Της έλεγε συχνά πως, αν ποτέ τον αφήσει, θα της κόψει τα πόδια. Κι εκείνη τον έβρισκε τόσο χαριτωμένα ζηλιάρη. «Με έσπρωξε στην μπανιέρα. Κι άρχισε να κόβει». Επί δέκα ολόκληρα λεπτά η Βαλμπόνα βλέπει μόνο το χρώμα του αίματος που πετιέται παντού κι ακούει τον ήχο που κάνει το πριόνι και τα κόκαλά της που σπάνε. «Ως εδώ, φτάνει τώρα» της είπε εκείνος και την άφησε. Τα μέλη της κρέμονται πια μόνο από το δέρμα.
Ο Θεοφάνης φεύγει. Για άλλα 10 λεπτά η Βαλμπόνα προσπαθεί να βγει από την μπανιέρα. Και τα καταφέρνει. Σέρνεται μέχρι την τραπεζαρία. Τραβάει με το στόμα το τραπεζομάντιλο και ρίχνει κάτω το κινητό της. Το ξεκλειδώνει με το πιγούνι. Τηλεφωνεί στον Δημήτρη κι εκείνος στέλνει την Αστυνομία. Ο Θεοφάνης έχει αρχίσει να απομακρύνεται, αλλά βλέποντας το περιπολικό καταλαβαίνει πως οι αστυνομικοί πάνε στο σπίτι. Και παραδίνεται. «Και μετά, επειδή εγώ ήμουν μέσα στα αίματα, μ’ έβαλαν στην αγκαλιά του Θεοφάνη για να με κατεβάσει με το ασανσέρ». Τα παιδιά, εν τω μεταξύ, έχουν ήδη επιστρέψει και βλέπουν την αιμόφυρτη μαμά στην αγκαλιά του μπαμπά».
 

*Διαβάστε στο αυριανό φύλλο του “Θάρρους” το ρεπορτάζ από τη σημερινή ακροαματική διαδικασία στο Μικτό Ορκτωτό Εφετείο της Καλαμάτας