Πριν από μερικές μέρες ο καύσωνας έχει φέρει από το πρωί μικρούς και μεγάλους στη θάλασσα. Πολλοί από αυτούς ήταν ξένοι. Κάποια στιγμή ένα περιστέρι, πετώντας πολύ χαμηλά και κοντά στην ακτή, μπροστά από το κέντρο «ΑΥΡΑ», έγειρε απότομα σε κλειστή στροφή και έπεσε στη θάλασσα. Άρχισε να φτεροκοπά με δύναμη για να βγει από το νερό, αλλά έτσι βρεγμένο όπως ήταν δεν τα κατάφερνε. Διέγραφε μόνο με το σώμα του αραιούς κύκλους πάνω στο νερό και έδειχνε ότι προσπαθούσε να απομακρυνθεί και από τους ανθρώπους που κολυμπούσαν κοντά στο σημείο που εκείνο έπεσε.
Όλοι όσοι ήταν στη θάλασσα, αλλά και οι άλλοι που κάθονταν στα κέντρα στην ακτή, ιδίως τα μικρά παιδιά, παρακολουθούσαν τις προσπάθειες που έκανε για να ξαναπετάξει. Όμως, το φτεροκόπημά του ύστερα από αρκετά λεπτά φαινόταν εξασθενημένο. Είχε κουραστεί πλέον. Στάθηκε για λίγα λεπτά ακίνητο και φαινόταν το κεφάλι του μόνο πάνω από το νερό.
Σε μια τελευταία προσπάθεια άρχισε πάλι να φτεροκοπά, αλλά τώρα στράφηκε προς τον πλησιέστερο κολυμβητή, σαν να ζητούσε τη βοήθειά του. Τον πλησίασε χωρίς φόβο και όταν αυτός άπλωσε το χέρι του – ως σανίδα σωτηρίας-, το περιστέρι ανέβηκε στην παλάμη του.
Φωνές χαρούμενες και χειροκροτήματα ακούστηκαν στην ακτή από τα παιδιά που παρακολουθούσαν με αγωνία. Ο κολυμβητής, κρατώντας το περιστέρι, βγήκε σιγά σιγά από τη θάλασσα και το άφησε στη ζεστή αμμουδιά για να στεγνώσει. Εκείνο τίναξε πολλές φορές τα φτερά και το πτέρωμά του για να λευτερωθεί από τα νερά που το βάραιναν.
Περπατούσε στην ακτή, ανάμεσα στους ανθρώπους και όταν ένιωσε τις δυνάμεις του, φτεροκόπησε, λεύτερο πλέον, προς τον ουρανό της Καλαμάτας.
Τα παιδιά που το παρακολουθούσαν, ένιωσαν κι αυτά χαρούμενα.
Σταύρος Καλυβιώτης