«Όπου και να ταξιδέψω. Περπατώντας σε 24 πόλεις» του Νίκου Βατόπουλου

«Όπου και να ταξιδέψω. Περπατώντας  σε 24 πόλεις» του Νίκου Βατόπουλου

Βιβλιοπαρουσίαση στο Ιστορικό Δημαρχείο Καλαμάτας
 
Το βιβλίο του «Όπου και να ταξιδέψω. Περπατώντας σε 24 πόλεις» των εκδόσεων Μεταίχμιο θα παρουσιάσει ο Νίκος Βατόπουλος την προσεχή Κυριακή, 24 Νοεμβρίου, στις 6.00 το απόγευμα, στο Ιστορικό Δημαρχείο Καλαμάτας
Αυτήν τη φορά, ο Νίκος Βατόπουλος αφήνει, προσωρινά, την Αθήνα και εξερευνά 24 αστικά κέντρα της χώρας, δίνοντας ισάριθμα πορτρέτα πόλεων με τρόπο υποκειμενικό και «ιμπρεσιονιστικό». Ο ίδιος επιθυμεί, με το βιβλίο του αυτό, να προκαλέσει ένα νέο βλέμμα στο παραμελημένο αστικό απόθεμα των ελληνικών πόλεων και να συμβάλει σε ένα δημόσιο διάλογο για την αναγέννησή τους.
Περιλαμβάνονται ειδικότερα κείμενα για τις πόλεις Άμφισσα, Άρτα, Βόλος, Δράμα, Ερμούπολη, Ζάκυνθος, Ηράκλειο, Ιωάννινα, Καλαμάτα, Καρδίτσα, Καστοριά, Κατερίνη, Κομοτηνή, Κόρινθος, Λαμία, Λάρισα, Λιβαδειά, Μυτιλήνη, Πάτρα, Ρόδος, Τρίκαλα, Τρίπολη και Φλώρινα.
Όπως αναφέρει στον πρόλογο: «Το βιβλίο αυτό γεννήθηκε ως ανάγκη και ως επιθυμία. Από το 2016 άρχισα συστηματικά να περιηγούμαι στο σώμα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ήταν η ηπειρωτική χώρα αυτή που μου τραβούσε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον, ιδίως οι πόλεις που δεν ήταν απολύτως ή καθόλου τουριστικές. Βεβαίως, το βλέμμα μου αγκάλιαζε το σύνολο της χώρας από την Κρήτη ως τη Μακεδονία και από τη Θράκη ως τα Επτάνησα, αλλά η ανάγκη μου ήταν να περιεργαστώ το αστικό απόθεμα, που ένιωθα ότι ήταν παραμελημένο, αγνοημένο, υποτιμημένο και σε απόσυρση.
[…]Έβλεπα την κακή οικιστική εξέλιξη, που σε πολλές πόλεις άρχισε στη διάρκεια της δικτατορίας, έβλεπα μια διάχυτη αδιαφορία και ασυδοσία, αλλά μαζί έβλεπα όχι μόνο τη δυνατότητα, αλλά κυρίως την ομορφιά. Όψεις μιας Ελλάδας, εξωραϊσμένης πλέον στην κοινή αντίληψη, αλλά απολύτως υπαρκτής και ανοικτής σε ερμηνείες και προσεγγίσεις. Από ένα απλό σπίτι σε μια συνοικία ως ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, από μία μισοσβησμένη αγιογραφία ως το περίγραμμα ενός αιωνόβιου δέντρου, και από την ατμόσφαιρα ενός παλιού καφενείου ως την αυλή ενός σχολείου, η Ελλάδα έστελνε διαρκώς σήματα. Υπήρχε μια συνέχεια και εγώ απλώς ακολουθούσα μια πορεία».