Βίκυ Φλέσσα: «Πριν από χρόνια δε μας απασχολούσαν τα ζητήματα ψυχικής υγείας, τα οποία όμως υπήρχαν»

Βίκυ Φλέσσα: «Πριν από χρόνια δε μας απασχολούσαν τα ζητήματα ψυχικής υγείας, τα οποία όμως υπήρχαν»

Με αφορμή τη σημερινή παρουσίαση του βιβλίου της στην Καλαμάτα, η Βίκυ Φλέσσα μιλάει για τις συζητήσεις της με τον ψυχίατρο Ματθαίο Γιωσαφάτ, την επίδραση της ψυχανάλυσης στην ψυχική υγεία του ατόμου και πολλά ακόμα.

Παρά τα είκοσι τρία χρόνια που βρίσκεται στην τηλεόραση, η Βίκυ Φλέσσα δε δίνει συνεντεύξεις, δε φωτογραφίζεται και δεν «ασπάζεται» τον τρόπο ζωής που υιοθετούν πολλοί εξ όσων βρίσκονται μπροστά από τα τηλεοπτικά φώτα.

Έλκοντας την καταγωγή της από την Καλαμάτα, επιστρέφει σήμερα σε αυτήν για να παρουσιάσει το πρώτο της συγγραφικό έργο με τίτλο «Γιατί ψυχανάλυση, κύριε Γιωσαφάτ;» (εκδόσεις Αρμός), το οποίο προέκυψε έπειτα από τις εκτεταμένες συζητήσεις της με τον αείμνηστο ψυχίατρο Ματθαίο Γιωσαφάτ.

Για τη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου, την ψυχανάλυση στη σημερινή εποχή, καθώς και για ζητήματα που άπτονται του σύγχρονου πολιτισμού και απουσιάζουν από το δημόσιο λόγο, η Βίκυ Φλέσσα μιλάει σήμερα στο «Θάρρος»:

-Πώς οδηγηθήκατε στην απόφαση να ασχοληθείτε με τη θεματική της Ψυχολογίας, και ακόμα περισσότερο να προχωρήσετε στη συγγραφή ενός βιβλίου γύρω από αυτή;

Η πραγματικότητα είναι ότι έχω διαπιστώσει αυτά τα είκοσι τρία χρόνια που παρουσιάζω την εκπομπή «Στα Άκρα» ότι οι ειδικοί της ψυχικής υγείας έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το τηλεοπτικό κοινό. Γι’ αυτό και πάρα πολλές φορές φιλοξενώ ειδικούς της ψυχικής υγείας, γιατί αντιλαμβάνομαι ότι οι άνθρωποι θεωρούν ότι δε χάνουν το χρόνο τους βλέποντας τηλεόραση και πάρα πολλοί βοηθιούνται βλέποντας μια τέτοια συζήτηση. Έτσι, λοιπόν, διαβάζοντας ένα βιβλίο το οποίο τους «ξεκλειδώνει» κάποιες απορίες και τους απαντά σε κάποια ερωτηματικά, ανακαλύπτουν πράγματα για τον εαυτό τους, οπότε αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ασχολούμαι με θέματα που αφορούν στην Ψυχολογία.

Επίσης, γιατί στην εποχή μας έχω την αίσθηση ότι ασχολούμεθα περισσότερο με το κορμί μας και λιγότερο με την ψυχή και το πνεύμα μας. Πιστεύω ότι οι συζητήσεις είτε με πνευματικούς ανθρώπους της Εκκλησίας, είτε με ανθρώπους οι οποίοι είναι επιστήμονες, στοχαστές ή διανοητές, αλλά και ειδικοί επιστήμονες της ψυχικής υγείας, βοηθούν περισσότερο τους ανθρώπους για να μπορούμε όλες και όλοι μαζί να έχουμε πιο λειτουργικές σχέσεις.

Το πρώτο πράγμα που επιτυγχάνεται κατά τη γνώμη μου μέσα από αυτό, είναι μια καλή σχέση με τον εαυτό μας. Από τη στιγμή που επιχειρούμε να έχουμε μια καλή σχέση με τον εαυτό μας, αρχίζουμε να αντιλαμβανόμεθα ποια είναι τα κίνητρα των πράξεών μας. Πολλές φορές εντοπίζουμε τι είναι αυτό που δεν έχουμε καταλάβει σε συνειδητό επίπεδο, και το οποίο μας οδηγεί σε απανωτά λάθη.

Συγκεκριμένα τώρα, το πώς κατέληξα στον Ματθαίο Γιωσαφάτ, αφορά στο ότι είχαμε κάνει ούτως ή άλλως τρεις συνεντεύξεις για την εκπομπή «Στα Άκρα», αφού ήταν ο άνθρωπος εκείνος ο οποίος πιστεύω ότι πράγματι εκλαΐκευσε την επιστήμη της Ψυχανάλυσης στην Ελλάδα, είχε αμεσότητα και βλέπουμε ότι όσο πιο απλά μιλάει ένας άνθρωπος, τόσο καλύτερα κατέχει το αντικείμενο της επιστημοσύνης του.

Η ιδέα για το βιβλίο ξεκίνησε από τον Γιώργο Χατζηιακώβου, τον εκδότη των εκδόσεων «Αρμός». Πριν από τη συγγραφή του βιβλίου προηγήθηκε μια ad hoc συνέντευξη, για την οποία συναντηθήκαμε πέντε φορές, μιλήσαμε γύρω στις 3,5 ώρες κάθε φορά, και αρκετές φορές στο τηλέφωνο, κι έτσι συμπληρώθηκε αυτό το υλικό, από το οποίο αντλήθηκαν οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις του βιβλίου.

Ειλικρινώς, είναι ένα από τα χρησιμότερα πράγματα που έχω κάνει, διότι οι άνθρωποι που έχουν διαβάσει το βιβλίο μού λένε ότι έχουν βρει κάτι που τους έχει αποκαλύψει κάτι για τον εαυτό τους.

Αυτό με χαροποιεί ιδιαιτέρως, γνωρίζοντας, μάλιστα, τον Ματθαίο Γιωσαφάτ και πόσο και τον ίδιο θα έκανε να νιώθει υπερήφανος που είναι χρήσιμος ακόμα και μετά το θάνατό του στους ανθρώπους, γιατί αυτός ήταν και ο στόχος του: να βοηθήσει τους ανθρώπους να χτίσουν καλύτερες σχέσεις μέσα στην οικογένειά τους.

-Συνεπώς, το βιβλίο μπορεί να λειτουργήσει και ως ένα «σκαλοπάτι», προκειμένου ο κόσμος να προσεγγίσει ζητήματα ψυχικής υγείας για τα οποία ήταν πιο απόμακρος…

Έτσι ακριβώς, διότι αυτή τη συζήτηση που κάνουμε και τώρα εμείς μεταξύ μας, μιλώντας για ένα βιβλίο που αναφέρεται στην ψυχανάλυση και την ψυχοθεραπεία, δε θα μπορούσαμε να την κάνουμε πριν από τριάντα ή σαράντα χρόνια. Κι αυτό, γιατί τότε δε μας απασχολούσαν αυτά τα ζητήματα, τα οποία όμως υπήρχαν! Άρα, ειδικά σε περιοχές και σε καταστάσεις που οι άνθρωποι εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι το να επισκεφθείς έναν ψυχίατρο είναι ταμπού, μιας και δεν πηγαίνουμε με την ίδια άνεση στον ψυχίατρο ή στον ψυχοθεραπευτή όπως πηγαίνουμε στον καρδιολόγο ή στον οφθαλμίατρο, έχουμε δρόμο ακόμα να διανύσουμε.

Ωστόσο, έχει γίνει μιαν αρχή κι ένα οποιοδήποτε βιβλίο το οποίο επιχειρεί να πραγματευτεί ζητήματα ψυχής, μπορεί να μας βοηθήσει να ξετυλίξουμε το «μύθο» και να απελευθερωθούμε, αλλά και να ζητήσουμε βοήθεια.

Αυτό που και ο Ματθαίος Γιωσαφάτ επισημαίνει, άλλωστε, είναι ότι πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στην επιλογή του ψυχοθεραπευτή μας, γιατί του ακουμπάμε την ψυχή μας και στην πραγματικότητα ο άνθρωπος αυτός είναι η νέα μας «μητέρα».

Και ακριβώς επειδή η ψυχοθεραπεία είναι ένα ακριβό σπορ, αφού κοστίζει ακριβά και δεν μπορούν οι άνθρωποι να προσφεύγουν σε αυτήν, ακόμα και όταν υπάρχει σοβαρός λόγος να το κάνουν, καταδεικνύει την ανάγκη να ενισχυθούν οι δημόσιες δομές ψυχικής υγείας, να υπάρχουν δομές πρόνοιας, ούτως ώστε να μπορούν όλοι να απευθύνονται εκεί σε συνεργασία με την Πολιτεία, την Εκκλησία και την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Αυτή η ανάγκη εντάθηκε μετά την περίοδο της διετούς απομονώσεως και του εγκλεισμού μας λόγω της πανδημίας, αφού ήρθε στην επιφάνεια μεγάλη ψυχοπαθολογία σε ατομικό και οικογενειακό επίπεδο.

Έτσι, χρειάζεται η ύπαρξη μιας πρόνοιας, ούτως ώστε να υπάρχουν φυγόκεντρες δυνάμεις αυτής της βίας και της επιθετικότητας που παρατηρούνται σήμερα, για να μπορούν να αντιμετωπίζονται αυτά τα φαινόμενα.

-Ποια ήταν τα διδάγματα από τις συνομιλίες σας με τον Ματθαίο Γιωσαφάτ;

Για να είμαι ειλικρινής, δεν είχα ασχοληθεί πολύ με αυτό, και μέσα από αυτούς τους διαλόγους κατάλαβα τη στάση μου, η οποία περισσότερο σχετίζεται με το γεγονός ότι είμαι πρωτότοκος κόρη μιας οικογένειας στην οποία ακολούθησαν δύο αγόρια. Δηλαδή, κατάλαβα πόσο μπορεί να επηρεάσει η σειρά γεννήσεως ένα παιδί, όπως επίσης το φύλο του.

Το σημαντικότερο, όμως, μάθημα, το οποίο με εξέπληξε αρνητικά, ήταν ότι τα παιδιά δεν αγαπούν τους γονείς, και μόνο οι γονείς αγαπούν τα παιδιά, αλλά και ότι η αγάπη μαθαίνεται. Η αγάπη δεν είναι αυτός ο κεραυνοβόλος έρωτας που νομίζουμε όλες και όλοι ότι μας συγκινεί και επιδιώκουμε αυτόν τον έρωτα για να έχουμε την ευτυχία. Τουναντίον: ο Ματθαίος Γιωσαφάτ δομεί με επιχειρήματα αυτή τη στάση, υποστηρίζοντας ότι οι ώριμοι άνθρωποι δεν ερωτεύονται. Ο έρωτας και η αγάπη για να είναι στέρεα αισθήματα προκύπτουν και χτίζονται σιγά σιγά.

Αυτές οι δύο πλευρές, και κυρίως η μονόπλευρη αγάπη των γονιών προς τα παιδιά, μου έκανε πολλή εντύπωση και βασίζεται, κυρίως, στην ασύμμετρη σχέση που έχουμε με τους γονείς μας, όσο και να μεγαλώσουμε. Δε γίνεται ποτέ ισότιμη, ούτε στα αισθήματα καταφέρνουμε ποτέ να τους αγαπήσουμε όσο μας αγάπησαν. Αυτό που υπάρχει μέσα μας ως μια αλήθεια, όταν το συζητάς με κάποιον ο οποίος έχει δει πάνω από εβδομήντα χιλιάδες ζευγάρια, σου επιβεβαιώνεται. Και βλέπεις διαφορετικά τους γονείς σου και το παιδί σου. Τοποθετείσαι διαφορετικά απέναντι στα πράγματα, καταλαβαίνεις δηλαδή στην πραγματικότητα ότι η γονική ιδιότητα που μπορεί να έχεις, ενδεχομένως, είναι για να επιστρέψεις αυτή τη σκυτάλη της ανιδιοτελούς αγάπης των γονιών σου, αφού δεν μπορείς να την αντιγυρίσεις σ’ αυτούς ισόποσα, έτσι την προσφέρεις κι εσύ ανιδιοτελώς στο παιδί σου. Κι έτσι η ζωή να συνεχιστεί κι αυτοί να κάνουν το αντίστοιχο. Να δίνεις χωρίς να παίρνεις. Είναι αυτό ένα μάθημα πολύ σημαντικό στη ζωή!

-Διατηρώντας τη μακροβιότερη εκπομπή της ελληνικής τηλεόρασης, όλα αυτά τα χρόνια έχετε φιλοξενήσει, μεταξύ άλλων, δεκάδες ανθρώπους των Τεχνών, των Γραμμάτων και του Πολιτισμού. Θεωρείτε ότι πλέον έχει αρχίσει να εκλείπει ο πολιτισμός από το δημόσιο λόγο; Το πρόσφατο διάστημα δε, βιώσαμε μια προεκλογική περίοδο κατά την οποία ζητήματα που αφορούν στον πολιτισμό δεν αναφέρθηκαν ούτε υποτυπωδώς από τους πολιτικούς αρχηγούς… Η γνώμη σας πάνω σε αυτό;

Προσυπογράφω και συμφωνώ απολύτως. Αυτό το λέω διαρρήδην αυτά τα είκοσι τρία χρόνια που έχω την εκπομπή. Πιστεύω κι εκτιμώ ότι το βασικό πρόβλημα της χώρας, παρότι έχουμε διέλθει μια δεκαετή οικονομική κρίση, εξακολουθεί να είναι όχι η οικονομία, αλλά η παιδεία και η πολιτιστική μας στάθμη, η οποία εξαρτάται ακριβώς από το επίπεδο του δημόσιου λόγου.

Το επίπεδο αυτό στην Ελλάδα –η οποία γέννησε το διάλογο και το Λόγο- θα έπρεπε να είναι υψηλότερο και στην πολιτική και στην τέχνη, γιατί δεν πάσχει μόνο ο δημόσιος λόγος στην πολιτική, αλλά πάσχει και στην τέχνη.

Επίσης, αυτό το οποίο κατά τη γνώμη μου χρειάζεται πάρα πολύ μεγάλη προσοχή, δε θα ήθελα να σχολιάσω την τηλεόραση -παρότι λέμε ότι έχουμε τους πολιτικούς και την τηλεόραση που μας αξίζουν- νομίζω ότι αδικεί και τους τηλεθεατές, αλλά και τη χώρα μας ως μια χώρα η οποία έχει να επιδείξει λαμπρά επιτεύγματα. Αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει είναι ότι ζούμε σε μια εποχή ειδώλων και όχι προτύπων. Εγώ πραγματικά εκπλήσσομαι και θλίβομαι με το γεγονός ότι ένας δάσκαλος ή ένας γιατρός σ’ ένα δημόσιο νοσοκομείο υπο-αμείβονται, και κάποιος άλλος ο οποίος συμμετέχει σε ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα μπορεί να αποκομίζει πολλά χρήματα.

Μου φαίνεται θλιβερό για το επίπεδο της κοινωνίας μας και του πολιτισμού μας αυτό. Λυπούμαι πραγματικά και που η πολιτική αυτό το στοιχείο δεν το αντιμετωπίζει ως μια από τις πρώτες προτεραιότητες –ανεξαρτήτως κομμάτων.

-Μιας και μπήκε στη συζήτηση η πολιτική, το 2019 θέσατε υποψηφιότητα στην Ευρωβουλή: Μπορεί να συνδυαστεί ομαλά η πολιτική με τη δημοσιογραφία; Αν ναι, τι «κερδίζει» κανείς και τι «χάνει» μέσα από αυτή την ενασχόληση;

Δε νομίζω ότι μπορεί να συνδυαστεί η δημοσιογραφία με την πολιτική, δηλαδή είναι άλλο πράγμα να είσαι δημοσιογράφος και άλλο να είσαι πολιτικός. Αυτό που μπορώ να πω είναι τι αποκόμισα εκείνες τις είκοσι δύο ημέρες της προεκλογικής εκστρατείας.

Χαίρομαι αρχικά που υποστήριξα αυτήν την ατζέντα στην Ευρωβουλή, δηλαδή την προτεραιότητα να επενδύσει η χώρα στον πολιτισμό και την παιδεία, όλα όσα συζητάμε τώρα δηλαδή. Το πίστευα, το πιστεύω και θα το πιστεύω ότι πρέπει να επενδύσουμε σε αυτό.

Χαίρομαι, επίσης, διότι έχω την αίσθηση ότι αυτά τα χρόνια, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε, η χώρα κατάφερε να διέλθει όλων αυτών των δυσκολιών, και σε προσωπικό επίπεδο αυτό που συνειδητοποίησα ήταν πόσο οξειδωτική είναι η ενασχόληση με την πολιτική. Πόσο ψυχοφθόρα και πόσο οξειδώνει τον άνθρωπο.

Εμένα μου έδωσε ένα πολύ γερό μάθημα ότι οι άνθρωποι που ασχολούνται με την πολιτική υποχρεούνται καθημερινά να διαχειρίζονται λάθη. Δηλαδή, δεν έχεις την πολυτέλεια να πεις «θα προσπαθήσω ούτως ώστε να μην κάνω λάθος», αλλά γνωρίζεις ότι θα γίνουν λάθη, ότι θα υπάρξουν ματαιώσεις, ότι κάτι δε θα πάει καλά, και ο στόχος σου πρέπει να είναι να αποφασίσεις με ποιον θα πας και ποιον θα αφήσεις –να αποφασίσεις ποιο λάθος θα γίνει και ποιο δε θα γίνει, δηλαδή να θέσεις τις προτεραιότητές σου.

Αυτό είναι πολύ μεγάλο μάθημα: είναι η ζωή στην πράξη.

Από την άλλη πλευρά, αυτό που με συγκίνησε πολύ ήταν η αγάπη του κόσμου. Δε μου είχε δοθεί η ευκαιρία να βγω από το στούντιο και να συναντήσω τόσο πολύ κόσμο, και όταν έβλεπα την αγάπη του κόσμου μέσα από αυτή τη διαδικασία της προεκλογικής εκστρατείας, συγκινήθηκα πολύ, δηλαδή ακόμα το θυμάμαι και η καρδιά μου γαληνεύει. Με ενθάρρυνε πολύ η αγάπη του κόσμου: κατάλαβα ότι όλα αυτά τα χρόνια που μόχθησα στην ΕΡΤ, απορρίπτοντας προτάσεις με περισσότερα χρήματα ή ενδεχομένως περισσότερη προβολή, δουλεύοντας σε ένα εργασιακό περιβάλλον πάρα πολύ δύσκολο, με πολύ περιορισμένους πόρους, δεν πήγαν χαμένα. Και με γαλήνεψε αυτό, γιατί ανέκαθεν αυτό που ήθελα και εξακολουθώ να θέλω, είναι η χρησιμότητα. Να είμαστε χρήσιμοι ο καθένας μας και να προσφέρει κάτι από αυτό που μπορεί και προσπαθεί καθημερινά, ούτως ώστε ο κόσμος που εμείς θα παραδώσουμε στους επόμενους να είναι λίγο καλύτερος από αυτόν που έχουμε παραλάβει.

-Η συγγραφή σάς άνοιξε μια καινούργια «πόρτα», άρα να περιμένουμε και ένα επόμενο βιβλίο σας;

Ναι, είναι αλήθεια αυτό! Συζητήσαμε με τον Γιώργο Χατζηιακώβου, τον εκδότη του «Αρμού» τι παρουσιάσεις θα μπορούσαμε να κάνουμε για το βιβλίο και σκεφτήκαμε ότι αυτό που θα είχε ενδιαφέρον, θα ήταν να καταφέρουμε να διακρίνουμε θεματικές ενότητές του. Έτσι, με βάση αυτές, κάναμε δώδεκα δωρεάν συναντήσεις στο πατάρι του «Αρμού», με επίλεκτους ψυχοθεραπευτές, ψυχιάτρους, ψυχαναλυτές, και τώρα αυτό που σκοπεύουμε να κάνουμε είναι οι δώδεκα ενότητες να αποτελέσουν δώδεκα ολοκληρωμένους τόμους.

Ο καθένας θα πραγματεύεται ένα ξεχωριστό θέμα και, άρα, αυτή τη στιγμή βρίσκομαι σε αυτή τη διαδικασία, στην πραγματικότητα να γράψω δώδεκα τόμους με ζητήματα τα οποία να αφορούν στη σχέση μας με τα παιδιά μας, στη σχέση μας με το σύντροφό μας, στη σχέση μας με το θάνατο, στη σχέση μας με το Θεό, στα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε στην εφηβεία, στα τραύματα των πέντε πρώτων ετών, στο διαφορετικό τρόπο με τον οποίο μεγαλώνουμε τα αγόρια μας και τα κορίτσια μας, στη σχέση μας με το διαδίκτυο.

Όπως προγραμματίζεται, το Σεπτέμβριο πολύ πιθανόν να έχουμε τους πρώτους δύο.

Της Χριστίνας Μανδρώνη

*Η παρουσίαση του βιβλίου «Γιατί ψυχανάλυση, κύριε Γιωσαφάτ;» της Βίκυς Φλέσσα θα γίνει σήμερα στις 7.30 το απόγευμα στο αμφιθέατρο του Πνευματικού Κέντρου Καλαμάτας.

Για το βιβλίο θα μιλήσει η Γιώτα Παπαγεωργίου, ψυχολόγος, ψυχοθεραπεύτρια, όπως και η συγγραφέας.