Δεν το περίμενα, αλλά διαβάζοντας μια συνέντευξη που είχα κάνει τον Μάιο του 2008, μου άρεσε τόσο πολύ και σκέφτηκα να σας τη μεταφέρω. Ξέρω, έχουμε φτάσει στο 2025, η ζωή έχει «περπατήσει» και από τότε έχουν αλλάξει πολλά πράγματα, όμως νομίζω ότι διαβάζοντάς την θα είναι μια καλή παρέα για εσάς:
«Άνθρωπος λιτός, απλός, αισιόδοξος, με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη, έτοιμος να σε εξυπηρετήσει και να μιλήσει μαζί σου. Ένας άνθρωπος που έχει για όλους και για όλα έναν καλό λόγο και μια καλή “δικαιολογία”. Ένας άνθρωπος που σου μεταφέρει χωρίς να το θέλει μια καλοσύνη και τον τρόπο να κοιτάς με απλότητα τα πράγματα στη ζωή. Αυτά πήρα από την κουβέντα κι αυτά θα προσπαθήσω να σας μεταφέρω.
Η συνάντηση έγινε ένα πρωινό στην αυλή του μαγαζιού που διατηρεί με τα δύο του αδέλφια, τον Θανάση και τον Γιάννη. Στα πόδια μας είχαμε την απεραντοσύνη του Μεσσηνιακού κόλπου, στη μύτη μας τα αρώματα από τις ανθισμένες τριανταφυλλιές και στα αυτιά μας το κελάηδισμα των πουλιών.
Με όλη αυτή την αίσθηση σας εύχομαι καλή ανάγνωση:
-Τάκη, λέω να ξεκινήσουμε την κουβέντα μας με ένα μικρό ιστορικό της οικογένειάς σου, έτσι για να γνωριστούμε και καλύτερα…
Είμαστε πέντε αδέλφια, τέσσερα αγόρια και ένα κορίτσι. Οι γονείς μου ήταν αγρότες εδώ στην περιοχή που λέγεται “Αγριώματα” Βέργας. Επίσης, είχαμε ένα κτήμα στα Γιαννιτσάνικα με κηπευτικά. Η καταγωγή μας είναι από τα Πηγάδια Ταϋγέτου.
-Το μαγαζί πώς προέκυψε;
Ο πατέρας μου τότε, το 1975, εκτός από τα αγροτικά του, αποφάσισε να κάνει και ένα μικρό ταβερνάκι.
-Πώς του ήρθε αυτή η ιδέα;
Είχε φίλους πολλούς και εκείνη την εποχή μαζεύονταν πολλές βραδιές σε σπίτια, γιατί τότε οι ψησταριές και τα αντίστοιχα μαγαζιά στην Καλαμάτα δεν υπήρχαν. Έτσι σκέφτηκε “εκεί που κανονίζουμε να μαζευόμαστε κάθε βράδυ, πότε εδώ, πότε εκεί, και πολλές φορές να μην έχουμε πού να πάμε για διάφορους λόγους, ας κάνουμε ένα ταβερνάκι εδώ πέρα, και όποιος φίλος θέλει να έρχεται”.
-Ξεκίνησε, δηλαδή, ως στέκι συνάντησης φίλων;
Ακριβώς, ως στέκι, και έτσι ήταν για χρόνια. Ήταν ένα πολύ χαμηλό μαγαζάκι. Αν θυμάμαι καλά, ακόμη και το Υγειονομικό με το ζόρι τού έδωσε την άδεια, αλλά επειδή είχε κάνει τα σχετικά “εξοδάκια”, ξέρεις τα γρηγορόσημα που λέμε, του έδωσαν την άδεια για δύο χρόνια. Τελικά, παρέμεινε. Μέχρι το 1982 το μαγαζί λειτούργησε ως ταβέρνα. Μετά το επεκτείναμε και κάναμε σιγά σιγά αυτό το μαγαζί που υπάρχει τώρα και είναι για τετρακόσια άτομα. Στο μαγαζί ασχολούμαστε τα τρία αδέλφια.
-Το μαγαζί το παλεύατε από παιδιά δηλαδή;
Ξεκινήσαμε και οι τέσσερις από πολύ μικροί. Γεννηθήκαμε στο μαγαζί, το βρήκαμε από τον πατέρα μας, το κρατήσαμε και το συνεχίσαμε. Από το 1994 μείναμε τα τρία αδέλφια στο μαγαζί, ο Θανάσης, ο Γιάννης και εγώ. Ο μεγάλος μας αδελφός ασχολήθηκε με κάτι άλλο, έχει ένα μανάβικο εκεί στην Καλαμάτα, και έχουμε μια άψογη συνεργασία.
Έτσι κι αλλιώς μένουμε όλοι μαζί, στα είκοσι στρέμματα που έχουμε εδώ, ο καθένας έχει φτιάξει το σπιτικό του.
-Γιατί επιλέξατε να δουλεύετε Παρασκευή και Σάββατο και μόνο με εκδηλώσεις;
Κοίταξε, δεν μπορεί να τα έχει κάποιος όλα. Όταν είχαμε το μαγαζί σαν ταβερνάκι, η δουλειά μας ήταν πάρα πολύ καλή. Όταν το μαγαζί μεγάλωσε, και λόγω του όγκου του, το χειμώνα ειδικά, δε βόλευε τον πελάτη. Δηλαδή, αν στο μαγαζί μας μπουν, π.χ., δέκα παρέες, θα χαθούν, δε φαίνονται. Το χειμώνα ο άλλος θέλει το κουτουκάκι του το μικρό με τα λίγα τραπεζάκια, το τζάκι του, θέλει να είναι πιο κοντά με τον άλλον.
-Ο κόσμος είναι ευχαριστημένος;
Από ό,τι δηλώνουν, ναι, είναι, και δεν είναι μόνο ότι το δηλώνουν, αλλά ξαναέρχονται. Ο κόσμος μάς εμπιστεύεται»…
Αυτά τα λίγα για σήμερα, με τη διαπίστωση ότι τα πάντα αλλάζουν, όμως κάποιοι άνθρωποι μένουν με το ίδιο χαμόγελο. Να χαμογελάτε…
Μιλάμε πάλι…
Του Κώστα Δεληγιάννη










