Απόψε latin βραδιά στο Luna Lounge


 

 

Την ανάδειξη του τυποποιημένου και υψηλής ποιότητας έξτρα παρθένου ελαιολάδου ως δυνατού χαρτιού στο «χρηματιστήριο» των μεσσηνιακών εξαγωγών επιδιώκουν να επιτύχουν μια σειρά νέων εταιρειών το τελευταίο διάστημα. Ήδη στο νομό μας υπάρχουν κάποιες πετυχημένες στο συγκεκριμένο τομέα, με απτά αποτελέσματα και διεθνή βραβεία να κοσμούν τα μπουκάλια τους.

Στις παραπάνω προσθέστε μια νεοσύστατη εταιρεία, η οποία στοχεύει στην κατάκτηση των διεθνών αγορών. Αναλυτικά, δύο νέοι επιχειρηματίες, οι κ.κ. Δ. Μητράκος και Δ. Θεοχαρόπουλος, συστήνουν στην Αγγλία την εταιρεία Poqa Services και επιδιώκουν να «ταξιδέψουν» το μεσσηνιακό ελαιόλαδο στις διεθνείς αγορές.

Τον Οκτώβριο του 2012, το luxury έξτρα παρθένο παρθένο ελαιόλαδο Poqa λανσαρίστηκε επίσημα για πρώτη φορά στην έκθεση Sial στο Παρίσι, με αποτέλεσμα τη σύναψη συνεργασίας με τη γνωστή γαλλική αλυσίδα Galleries Lafayette, η οποία από τον ερχόμενο μήνα θα διαθέτει σε ξεχωριστό ράφι το εν λόγω προϊόν.

Η νεοϊδρυθείσα εταιρεία έχει συνάψει συνεργασία με το Συνεταιρισμό «Ελαιώνας Γαργαλιάνων».

Συνεργασία με τους μεσσηνιακούς ελαιώνες και παραγωγούς έχει και η εταιρεία Gaia, η οποία από το 1995 μέχρι σήμερα έχει διαγράψει σημαντική πορεία στην εξαγωγή ελαιολάδου και παρεμφερών αγροτικών προϊόντων.

Αποτελεί, δε, ένα από τα πρώτα παραδείγματα τυποποίησης premium έξτρα παρθένου ελαιόλαδου, με brand name το οποίο έχει κατορθώσει να διεισδύσει σε 26 αγορές της υφηλίου, έχοντας συνάψει σημαντικές συμφωνίες.

Κοινή συνισταμένη σ’ αυτές τις προσπάθειες, όπως και στις άλλες που αναπτύσσονται στη Μεσσηνία, αποτελεί η ιδιωτική πρωτοβουλία, καθώς η στήριξη από την Πολιτεία είναι ανεπαρκής, ενώ το επενδυτικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται ως «μη φιλόξενο».

Σημειώνουν, δε, στελέχη των παραπάνω εταιρειών ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει στρατηγική για το ελαιόλαδο, ενώ αναφέρουν ότι το προϊόν δε θα πρέπει να πωλείται σε χαμηλές τιμές, προκειμένου να «ανταγωνίζεται» τα φθηνά λάδια της Ευρώπης. «Έχουμε εξαιρετικό λάδι και θα πρέπει να το υποστηρίξουμε και σε επίπεδο “value for money”. Εξάλλου, σε διαφορετική περίπτωση, υιοθετώντας πολύ χαμηλές τιμές, δε θα μπορούμε να επενδύσουμε διεθνώς» σχολιάζουν.

 

Επιμέλεια: Αντώνης Πετρόγιαννης