Ο νέος νόμος για τα αυθαίρετα, η ευταξία και το Σύνταγμα


Πρόσφατα ψηφίστηκε στη Βουλή και στις 2/9/2013 άρχισε η διαδικασία για την εφαρμογή ενός ακόμα νόμου για την αντιμετώπιση της αυθαίρετης δόμησης. Συγκεκριμένα, με το νόμο 4178/ΦΕΚ 174 Α επιχειρείται εκ νέου η νομιμοποίηση αυθαιρέτων κτισμάτων.
Όμως, όλοι γνωρίζουμε ότι πριν από δύο ακριβώς χρόνια, το 2011, ψηφίστηκε από την ελληνική πολιτεία ο νόμος 4014/2011, με τον οποίο εκατοντάδες χιλιάδες κτήρια δηλώθηκαν ως αυθαίρετα, πληρώνοντας οι ιδιοκτήτες τους πρόστιμα, προκειμένου να «τακτοποιηθούν» και να εξαιρεθούν από την κατεδάφιση.
Ποια η αναγκαιότητα, επομένως, ενός νέου νόμου για τα αυθαίρετα;
Η αναγκαιότητα προήλθε από την απόφαση 180/2012 της Ολομέλειας του Συμβουλίου Επικρατείας που έκρινε αντισυνταγματικό το Νόμο 4014/2011 που «τακτοποιούσε» τα αυθαίρετα. Η αντισυνταγματικότητα αυτή είχε επισημανθεί πριν από την ψήφιση του νόμου από σειρά φορέων, Επιμελητηρίων, οργανώσεων, συνταγματολόγων και επιστημόνων του νομικού και τεχνικού κύκλου. Επομένως, δεν αποτέλεσε κεραυνό εν αιθρία και ήταν αναμενόμενη, αφού η νομολογία της Ολομέλειας του ΣΤΕ, όπως διαμορφώθηκε με αφορμή την εμπειρία της Μεταφοράς του Συντελεστή Δόμησης, είναι απολύτως ξεκάθαρη.
Ας θυμηθούμε ότι κάθε νέα προσπάθεια του υπουργείου ΥΠΕΚΑ διευθέτησης των τίτλων Μεταφοράς Συντελεστή Δόμησης που ακυρώθηκαν λόγω αντισυνταγματικότητας του νόμου, κρίθηκε πάλι αντισυνταγματική, «μπλοκάροντας», τελικά, την όλη διαδικασία (αποφάσεις ΣΤΕ 2193/02, 2177/04, 1933/05, 2123/06).
Επιπλέον, πρόσφατα το Συμβούλιο Επικρατείας, με τις αποφάσεις της Ολομέλειας 3500/2009 και 3921/2010, έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου 8 του Νόμου 3044/2002 (Ά 197), με την οποία επετράπη η εξαίρεση από την κατεδάφιση αυθαίρετων κατασκευών, εντός ή εκτός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή οικισμών, είναι αντισυνταγματική.
Η αντισυνταγματικότητα του Νόμου προέκυψε, αφού το ΣΤΕ έλαβε υπόψη του ότι:
1) Παραβιάζονται συστηματικά άρθρα του Συντάγματος, όπως αυτά αναφέρονται σε κάθε απόφαση του ΣΤΕ. Και συγκεκριμένα:
α) Το άρθρο 24 παράγραφος 2 του Συντάγματος για το λόγο ότι με τις ρυθμίσεις που προβλέπει ο νόμος αυτός της νομιμοποίησης, ανατρέπεται ή επηρεάζεται δυσμενώς ο ορθολογικός σχεδιασμός, αποδυναμώνεται η εφαρμογή των όρων δομήσεως και των περιορισμών χρήσεως και επέρχεται επιδείνωση των όρων διαβίωσης, στην εξασφάλιση των οποίων αποβλέπει το πολεοδομικό σχέδιο. Δηλαδή, το Συμβούλιο Επικρατείας λέει το αυτονόητο. Ότι ο ορθολογικός χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός πρέπει να προηγείται των έργων και όχι να διαμορφώνεται το οικιστικό περιβάλλον, ερήμην ενός σχεδιασμού που θα προστατεύει πραγματικά το περιβάλλον, και θα αποτελεί εγγύηση και βάση για μια βιώσιμη αειφόρο ανάπτυξη.
β) Οι συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου (άρθρο 25 παράγραφος 1 Συντάγματος) και του σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παράγραφος 1 Συντάγματος), εφόσον θεμελιώδης επιδίωξη του κράτους δικαίου είναι η πραγμάτωση του Δικαίου στην Πολιτεία, που πρωτίστως επιτυγχάνεται με τη διαφύλαξη του κύρους του νόμου.
γ) Η συνταγματική αρχή της ισότητας, διότι θέτει σε μειονεκτική μοίρα έναντι εκείνων των οποίων οι ανεγερθείσες ή διαρρυθμισθείσες οικοδομές είναι αυθαίρετες λόγω παραβιάσεως των ισχυόντων όρων δόμησης και χρήσεως γης, αλλά εν τούτοις εξαιρούνται από την κατεδάφιση, τους νομοταγείς πολίτες που έχουν νόμιμα ιδιοκτησία στην ίδια περιοχή. Ας αναλογισθούμε, για παράδειγμα, τις χιλιάδες κλειστές ισόγειες θέσεις στάθμευσης, που μετατράπηκαν αυθαίρετα σε καταστήματα και τα οποία δεν έχουν υπολογισθεί και προσμετρηθεί, όταν κατασκευάστηκαν, στον συντελεστή δόμησης, επομένως είχαν πολύ χαμηλό κόστος, έναντι αυτών που κατασκεύασαν καταστήματα νόμιμα και τα συμπεριέλαβαν στο Συντελεστή δόμησης, χάνοντας το δικαίωμα και τη δυνατότητα να χτίσουν επιπλέον τετραγωνικά στους ορόφους. Οι νομοταγείς βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, διότι δεν μπορούν να τα εκμεταλλευτούν, να τα νοικιάσουν, αφού έχουν προστεθεί στην «αγορά» και είναι διαθέσιμα για τον ίδιο σκοπό και χιλιάδες άλλα αυθαίρετα.
2) Μετά την ψήφιση του Νόμου 4014/2011 ακολούθησαν διαδοχικές ρυθμίσεις, όπως ο Νόμος 4030/2011, ο νόμος 4042/2012, αλλά και ο Νόμος 4047/2012 (ΦΕΚ Α΄ 31/23.2.2012) και ο Νόμος 4051/2012 (ΦΕΚ Α΄ 40/29.2.2012).
Με τις ρυθμίσεις αυτές τροποποιούνται οι διαδικαστικές προϋποθέσεις που είχαν αρχικώς καθοριστεί για την απόδειξη της κατασκευής των αυθαιρέτων έως την κρίσιμη ημερομηνία της 28ης.7.2011 και εισάγεται νομοθετικό πλαίσιο, με το οποίο δίνεται η δυνατότητα να ενταχθούν στη ρύθμιση και κατασκευές που ανεγείρονται μεταγενέστερα, αφού ο χρόνος κατασκευής αποδεικνύεται με ιδιωτικά έγγραφα και στη συνέχεια, ακόμα και με μια απλή υπεύθυνη δήλωση του ιδιοκτήτη.
Έτσι, στην ουσία το ίδιο το νομοσχέδιο είναι υπεύθυνο για τη δημιουργία μιας νέας γενιάς αυθαιρέτων και περαιτέρω επιδείνωσης του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος
3) Το ΣΤΕ έλαβε υπόψη του και τη λειτουργία του Πράσινου Ταμείου, που έπρεπε να παίξει το ρόλο του περιβαλλοντικού ισοζυγίου, αντισταθμίζοντας τη ζημία του περιβάλλοντος από την υπέρμετρη αύξηση του ΣΔ, που προκύπτει από τη νομιμοποίηση των αυθαιρέτων. Συγκεκριμένα, με το άρθρο 32 του νόμου 4111/2013 το ποσοστό διαθέσιμου ανά έτους ποσού για περιβαλλοντικά έργα και δράσεις από το Πράσινο Ταμείο, μειώθηκε στο 2,5% των συνολικά διαθέσιμων κατά το τέλος του προηγουμένου έτους. Η διάταξη αυτή υποσκάπτει σοβαρά τις προοπτικές εφαρμογής των προβλέψεων της νομοθεσίας, στην οποία προβλέπεται η απόδοση μέρους του εισπραχθέντος προστίμου για την επίτευξη περιβαλλοντικού ισοζυγίου. Έτσι φτάσαμε στο σημείο ο προϋπολογισμός του Πράσινου Ταμείου, για το έτος 2012, να ανέλθει στο ποσόν μόλις των 68.93 εκατ. ευρώ, και από αυτά διατέθηκαν για απόκτηση ελεύθερων χώρων στις πόλεις, μόλις 13.15 εκατ. ευρώ.
Μετά τα παραπάνω προκύπτει, επομένως, το ερώτημα, κατά πόσον και ο πρόσφατα ψηφισθείς νόμος για τα αυθαίρετα, άρει την αντισυνταγματικότητα του προηγουμένου 4014/2011, με δεδομένο ότι το ΣΤΕ έχει ξεκαθαρίσει ότι μετά το νόμο του Τρίτση 1337/83, δεν είναι συνταγματικά ανεκτή οποιαδήποτε ρύθμιση για εξαίρεση αυθαιρέτων από την κατεδάφιση και νομιμοποίησή τους.
Αναμφίβολα το ζήτημα των αυθαιρέτων είναι πολύ σοβαρό, αφού σχετίζεται άμεσα με την ίδια την διαβίωση των πολιτών, με σημαντικότατες περιβαλλοντικές, αναπτυξιακές και οικονομικές επιπτώσεις.
Οφείλει η Πολιτεία να το αντιμετωπίσει. Το εργαλείο της νομιμοποίησης, άλλωστε, έχει θεωρηθεί ως λύση και χρησιμοποιείται σε διάφορες χώρες, π.χ. Ιταλία, Αλβανία, Τουρκία, και συνήθως συνδυάζεται με επιβολή χρηματικών προστίμων, και ως μέσον για την υποστήριξη της οικονομίας. Η είσπραξη, όμως, των προστίμων, δεν μπορεί να αποτελεί τον κυρίαρχο λόγο δημιουργίας ενός νόμου για τα αυθαίρετα, ώστε η νομιμοποίηση να εντάσσεται στη λογική ενός φοροεισπρακτικού μηχανισμού.
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει η όποια προσπάθεια ρύθμισης να κινείται στα πλαίσια που ορίζει το Σύνταγμα, δηλαδή της προώθησης του χωροταξικού πολεοδομικού σχεδιασμού, της προστασίας του περιβάλλοντος, τις αρχές της ισοπολιτείας, της ίσης αντιμετώπισης, της δικαιοσύνης, της αναλογικότητας που πρέπει να διέπει ένα κράτος δικαίου.
Ο νέος νόμος, όμως, σαφέστατα δεν κινείται και πάλι σε αυτά τα πλαίσια, αφού αντιμετωπίζει με την ίδια φοροεισπρακτική λογική όλα τα αυθαίρετα ανεξαρτήτως χρόνου κατασκευής, μεγέθους, χρήσης κ.λπ.
Για παράδειγμα, είναι συνταγματικά ανεκτό να αντιμετωπίζονται τα ζητήματα των παλαιών αυθαιρέτων προ του 1983 , τα μεταγενέστερα αυθαίρετα που αποτελούν πρώτη κατοικία, καθώς και αυτά που έχουν υπέρβαση του όγκου τους, σε τέτοιο μέγεθος που δε βλάπτουν υπέρμετρα το περιβάλλον, όπως ορίζεται και στο νόμο 1337/83, αλλά και στο νόμο 1512/85.
Μπορεί, όμως, και είναι συνταγματικά ανεκτό, να νομιμοποιούνται κτήρια με τέτοιο μέγεθος, ώστε ο όγκος τους να είναι πολλαπλάσιος του επιτρεπομένου, αφού καταφανώς δημιουργούν δυσμενέστερες συνθήκες διαβίωσης στο οικιστικό περιβάλλον;
Επιπλέον, είναι συνταγματικά ανεκτό να νομιμοποιούνται κτήρια που έχουν κατασκευασθεί αυθαίρετα, για να καλύψουν βασικές στεγαστικές ανάγκες. Μπορεί, όμως, να είναι το ίδιο ανεκτό η νομιμοποίηση αυθαιρέτων που κατασκευάστηκαν για καθαρά εμπορικούς σκοπούς, όπως ξενοδοχεία, κέντρα διασκέδασης, εμπορικά κέντρα, αφού εκτός από την περιβαλλοντική ζημιά, προκαλούν και αθέμιτο ανταγωνισμό, έναντι εκείνων που τα κατασκεύασαν νόμιμα και, ως εκ τούτου, επωμίσθηκαν ένα πολύ μεγαλύτερο κόστος επένδυσης, αντιβαίνοντας έτσι κάθε αρχή δικαίου;
Με δεδομένη, λοιπόν, την κατάθεση νέων προσφυγών στο Συμβούλιο Επικρατείας, κατά του νέου νόμου, εγείρονται σοβαρές αμφιβολίες, αλλά και μεγάλος προβληματισμός για την τύχη των νέων δηλώσεων νομιμοποίησης.
Η αυθαίρετη δόμηση αποτελεί, όντως, μια μεγάλη μάστιγα που τραυματίζει βάναυσα το περιβάλλον και υπονομεύει τη βιώσιμη ανάπτυξη. Προέρχεται, όμως, από τη διαχρονική έλλειψη βούλησης της πολιτείας για άσκηση χωροταξικής πολιτικής και θέσπιση κανόνων δικαίου και ευταξίας. Για την επίτευξη, όμως, της ευταξίας, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι απαραίτητη η νομοθεσία.
Μια νομοθεσία νομιμοποίησης, που πυρήνα της θα έχει τον ολοκληρωμένο χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, διαμορφώνοντας την αρχή του πολεοδομικού κεκτημένου, όπου σε συνδυασμό με το περιβαλλοντικό κεκτημένο, θα καλύπτει πλήρως τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 24 του Συντάγματος, δηλαδή την απαγόρευση εισαγωγής δυσμενέστερων για το περιβάλλον νομοθετικών κανόνων.
Σταυρούλα Αγρίου
Πολιτικός Μηχανικός MSc