Άστοχες οι προτάσεις ΟΟΣΑ για ελαιόλαδο


Κίνδυνος εξαπάτησης του καταναλωτή και των ελαιοπαραγωγών

Υπόμνημα προς την πολιτική ηγεσία των συναρμόδιων υπουργείων Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, καθώς και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, υπέβαλε ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποίησης Ελαιολαδου – ΣΕΒΙΤΕΛ, με αφορμή τις προτάσεις που διατυπώθηκαν στην πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ για τις συνθήκες ανταγωνισμού στην Ελλάδα αναφορικά με το ελαιόλαδο.
Όπως είναι γνωστό, η έκθεση του ΟΟΣΑ κάνει αναφορά σε δύο σημαντικά θέματα της διακίνησης – χρήσης ελαιολάδου και συγκεκριμένα προτείνει: α) την άρση της ισχύουσας απαγόρευσης ανάμειξης του ελαιολάδου με άλλα φυτικά έλαια και β) την απελευθέρωση της ισχύουσας διάταξης στη μαζική εστίαση για τη μέγιστη συσκευασία ελαιολάδων (5 λίτρα).
Όπως αναφέρεται στο υπόμνημα, για τα δύο αυτά θέματα το σύνολο των φορέων του κλάδου (Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Ελαιολάδου και Ελιάς – ΕΔΟΕΕ, ΣΕΒΙΤΕΛ, ΕΣΒΙΤΕ, Πανελλήνια Ομοσπονδία Εστιατορικών & Συναφών Επαγγελμάτων – ΠΟΕΣΕ κ.λπ.), καθώς και τα συναρμόδια υπουργεία, το ΥΠΑΝ και το ΥΠΑΑΤ, και οι ελεγκτικοί φορείς (ΕΦΕΤ) έχουν προ ετών αποδεχθεί την ισχύουσα και διαμορφωθείσα από την κοινοτική, αλλά και εθνική νομοθεσία, πρακτική: α) της απαγόρευσης κυκλοφορίας μειγμάτων ελαιολάδων με άλλα φυτικά έλαια και β) του καθορισμού των 5 λίτρων ως μέγιστης συσκευασίας και στη μαζική εστίαση, όπως και στο λιανικό εμπόριο.
Και τα δύο αυτά θέματα, τονίζεται στο υπόμνημα του ΣΕΒΙΤΕΛ, έχουν αρκετές φορές στο παρελθόν απασχολήσει τους υπηρεσιακούς παράγοντες των προαναφερθέντων υπουργείων.
«Έχει κατ’ επανάληψη γίνει ξεκάθαρο και αποδεκτό (και μετά από δημόσια διαβούλευση και συσκέψεις με τις επαγγελματικές οργανώσεις) ότι χωρίς κανένα όφελος από πλευράς ανταγωνισμού και επιπέδου τιμών, η κατάργηση των δύο αυτών ρυθμίσεων θα δημιουργήσει μετά βεβαιότητας κινδύνους για τους καταναλωτές, αλλά και τους ελαιοπαραγωγούς, ενώ ταυτόχρονα θα έχει παράπλευρες αρνητικές συνέπειες και στρεβλώσεις στη συνολική λειτουργία της αγοράς» σημειώνει ο ΣΕΒΙΤΕΛ.
Παράλληλα, συμπληρώνει: «Πράγματι η κοινοτική νομοθεσία δίνει τη δυνατότητα στα κράτη – μέλη να υιοθετήσουν για το ελαιόλαδο εθνικές ρυθμίσεις, αναγνωρίζοντας την ανάγκη προστασίας του από τα φθηνότερα ανταγωνιστικά έλαια. Αυτή η προστασία έχει διασφαλισθεί από την ήδη υπάρχουσα εθνική νομοθεσία στη χώρα μας, ενώ παράλληλα αντίστοιχες ρυθμίσεις έχουν υιοθετηθεί και από τις ανταγωνίστριες χώρες της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.
Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστικό ότι ακόμα και η ίδια η έκθεση του ΟΟΣΑ δεν ισχυρίζεται ότι η άρση της απαγόρευσης πώλησης προϊόντων μειγμάτων ελαίων θα οδηγήσει σε μείωση των τιμών του ελαιολάδου για τον καταναλωτή. Η μόνη μνεία που κάνει ο ΟΟΣΑ στο συγκεκριμένο θέμα αφορά στη δυνατότητα μεγαλύτερης ποικιλίας προϊόντων (περισσότερες επιλογές των καταναλωτών!) και “ενδεχομένως” φθηνότερα προϊόντα, χωρίς μάλιστα να διευκρινίζει αν εννοείται το ίδιο το ελαιόλαδο ή τα μείγματα ελαίων».
Σύμφωνα με το ΣΕΒΙΤΕΛ, μπορεί κανείς εύκολα να αντιληφθεί τους κινδύνους εξαπάτησης του καταναλωτή και των ελαιοπαραγωγών από την κυκλοφορία μειγμάτων στη χώρα μας λόγω και της αναλυτικής αδυναμίας στην ποσοτικοποίηση του ποσοστού σπορέλαιου στο μείγμα.
Αντίστοιχα, σε εντελώς λάθος κατεύθυνση κινείται και η δεύτερη πρόταση της ίδιας έκθεσης του ΟΟΣΑ για τη επέκταση της συσκευασίας του ελαιολάδου και σε συσκευασίες μεγαλύτερες των 5 λίτρων στη μαζική εστίαση.
Όπως σημειώνει ο ΣΕΒΙΤΕΛ, είναι εξακριβωμένο ότι κανένα κοστολογικό όφελος δε θα προκύψει για τις επιχειρήσεις μαζικής εστίασης, μεταξύ μέγιστων συσκευασιών 5 λίτρων και 10 ή 20 λίτρων, δεδομένου ότι το κόστος συσκευασίας συμμετέχει πολύ λίγο στο συνολικό κόστος του προϊόντος, όπου το κόστος του ελαιολάδου είναι το κυρίαρχο.
«Απεναντίας, οι δυσκολίες στη διακίνηση, στην αποθήκευση, στη χρήση είναι σημαντικά μεγαλύτερες και, φυσικά, σε αυτές πρέπει να προστεθεί ο σοβαρός κίνδυνος παράνομης διεύρυνσης της μεγαλύτερης αυτής συσκευασίας και στο στάδιο του πλανόδιου και ανεξέλεγκτου (ποιοτικά και φορολογικά) εμπορίου» επισημαίνεται.
Και το υπόμνημα του ΣΕΒΙΤΕΛ καταλήγει: «Σε μια περίοδο έντονα ανταγωνιστική (παγκοσμίως) στο ελαιόλαδο και με τις τιμές παραγωγού σε πολύ χαμηλά επίπεδα, η κατάργηση των δύο αυτών προστατευτικών δικλίδων ασφαλείας θα αποτελέσει αιτία νέων σημαντικών προβλημάτων για τον ελαιοκομικό τομέα, ενός τομέα που αναζητά επί δεκαετίες την προστιθέμενη αξία που του ανήκει στην εγχώρια και τις διεθνείς αγορές».