Από την Καλαμάτα στη Σιβηρία με μηχανή (φωτογραφίες)


Ο Βασίλης Τσιάμης στη χώρα του Μιαήλ Στρογγώφ
 
Καλαμάτα – Νοβοσιμπίρσκ – Καλαμάτα με μοτοσικλέτα
 
Του Χάρη Χαραλαμπόπουλου
Φωτό: Β. Τσιάμης

 Μπορεί να είναι αποκοτιά ένα ταξίδι από την Καλαμάτα στη Σιβηρία, ιδιαίτερα δε όταν γίνεται με μια μοτοσικλέτα μη σχεδιασμένη για ένα τόσο άσχημο οδικό δίκτυο. Όμως, ο Βασίλης Τσιάμης το τόλμησε, θέλοντας να καλύψει μια διαδρομή διαφορετική, όπως μας είπε, σε σχέση με τα συνηθισμένα σημεία. Ήθελε πιο απομακρυσμένες περιοχές, περισσότερη περιπέτεια, πιο άγνωστα και εξωτικά τοπία, διαφορετικό κόσμο και, κυρίως, περισσότερο χρόνο στο δρόμο. Προγραμμάτιζε καιρό τώρα την εξόρμησή του στη Σιβηρία, έχοντας την ιδέα αυτού του οδοιπορικού εδώ και πολλά χρόνια στο μυαλό του και συγκεκριμένα, από τότε που διάβασε τις περιπέτειες του Μιχαήλ Στρογγώφ στο ομώνυμο βιβλίο του Ι. Βερν. Έκτοτε ήταν ένα ταξιδιωτικό όνειρο που παρέμενε απωθημένο, μέχρι το περασμένο καλοκαίρι.
Η μακρινή και μοναχική αυτή περιπέτεια άρχισε πέρσι στις 24 Ιουλίου και τελείωσε ύστερα από 45 μέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων διάνυσε 16.000 χιλιόμετρα, με τα 11.000 από αυτά στον ένα μήνα περιπλάνησης στους δρόμους της Ρωσίας. Είχε σκοπό να φτάσει στο Ιρκούτσκ, αλλά «άντεξε» μέχρι το Νοβοσιμπίρσκ.
Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι οι εμπειρίες που αποκόμισε, δε χωρούν στην εφημερίδα. Έτσι, έγινε μια χαρακτηριστική επιλογή των όσων αντιμετώπισε.
Ας του δώσουμε, όμως, το λόγο, διαβάζοντας ταυτόχρονα σε κάποια σημεία αποσπάσματα από ημερολόγιο που τηρούσε: «Ξεκίνησα μια πολύ ζεστή μέρα του Ιουλίου φορτωμένος μέχρι τα μπούνια. Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία και Ουκρανία τις διέσχισα με συνοπτικές διαδικασίες. Μόνο στο Χάρκοβο, μια ενδιαφέρουσα πόλη στα ΒΑ της Ουκρανίας, 40 χλμ. πριν από τα ρωσικά σύνορα, κάθισα μια επιπλέον μέρα για ξεκούραση και ανασυγκρότηση, μιας και την επομένη θα έμπαινα Ρωσία.
Οι πρώτες μέρες χαρακτηρίστηκαν κυρίως από αφόρητη ζέστη, πολύ κακό οδικό δίκτυο στην Ουκρανία και αργοπορημένη άφιξη στα καταλύματα λόγω των κάκιστων δρόμων και της πολύ μεγάλης κίνησης. Είχα “κλείσει” μαζεμένα από την Καλαμάτα τα τρία πρώτα ξενοδοχεία που θα έμενα. Το λάθος μου ήταν ότι ήμουν πολύ αισιόδοξος στους χρονικούς υπολογισμούς, που δεν είχαν καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Χρειάστηκε να οδηγήσω σχεδόν 13 ώρες για τα 850 χιλιόμετρα του επαρχιακού δικτύου που χώριζαν τη Sofia από τη Suceavaν, με αποτέλεσμα να φτάσω λίγο πριν από τα μεσάνυχτα. Μόνο ο περιφερειακός –από άλλο ανέκδοτο – του Βουκουρεστίου μού πήρε κοντά δυο ώρες. Αλλιώς τα υπολογίζεις και τα βλέπεις στην οθόνη του υπολογιστή κι αλλιώς είναι στο δρόμο.
Στο Κίεβο το ξενοδοχείο δεν είχε ασανσέρ. Έξι ορόφους από τα σκαλιά! Τέσσερις φορές ανεβοκατέβηκα για να κουβαλήσω τα μπαγκάζια. Σωστό μαρτύριο! Αφού γλύτωσα το έμφραγμα… Το ίδιο συνέβη και στο Χάρκοβο, μόνο που εκεί είχε τρεις ορόφους, αλλά με το δωμάτιό μου στο τέλος ενός διαδρόμου 100 μέτρων.
Το φαγητό ήταν ελάχιστο. Από πρόχειρο (π.χ. κονσέρβα τόνος με κανένα παξιμάδι) έως μηδενικό (λίγους ξηρούς καρπούς). Τα χιλιόμετρα πολλά, έβγαιναν με μεγάλη δυσκολία και μετά από 12ώρα και πλέον στη σέλα.
Στα σύνορα Ουκρανίας-Ρωσίας έφαγα δυο ώρες για τις διατυπώσεις. Αν δε βοηθούσε ο Αλεξέι, ακόμα εκεί θα ήμουν. Έδιναν ένα χαρτί να το συμπληρώσεις μπρος-πίσω μόνο στα ρώσικα. Δύο απόπειρες που έκανα σε κάποιους υπευθύνους έπεσαν σε τοίχο. Περίμεναν, πιθανόν, “λάδωμα”. Ευτυχώς ένας νεαρός στρατιώτης με βοήθησε, όχι μόνο να το συμπληρώσω, αλλά με πέρασε και από όλες τις υπόλοιπες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Να ‘ναι καλά.
Το πρώτο που έκανα μπαίνοντας στη Ρωσία, ήταν να αλλάξω συνάλλαγμα. Έτσι, στο Belgorod, προμηθεύτηκα από μια τράπεζα τα απαραίτητα ρούβλια για τη συνέχιση του ταξιδιού».
Απόσπασμα από το ημερολόγιο: «… Μόλις έφτασα στο Voronezh. Μέχρι εδώ οι δρόμοι στη Ρωσία δεν έχουν σχέση με αυτούς στην Ουκρανία. Η θερμοκρασία ιδανική για οδήγηση, περίπου 20 βαθμοί. Βράχηκα τρεις φορές από τη βροχή και στέγνωσα άλλες τόσες. Από εδώ και στο εξής τα ημερήσια χιλιόμετρα θα τα τηρώ με ευλάβεια στα 500, τέλος στις μεγαλύτερες αποστάσεις. Έχω αρχίσει και βαριέμαι μόνος. Πολλές φορές αναρωτιέμαι αν αξίζει τόσο κόπο, χρόνο, χρήμα και ταλαιπωρία ένα τέτοιο ταξίδι. Άλλες φορές πάλι θέλω να αλλάξω πορεία για πολιτισμένους δρόμους. Μετά μου περνάει. Πάντως, δεν ξανακάνω ταξίδι σε “απολίτιστα” οδικώς μέρη. Δεν αξίζει τον κόπο. Η μοτοσικλέτα μου δεν κάνει για τέτοιο ταξίδι και δεν ξέρω αν θα τη βγάλει καθαρή. Τη λυπάται η καρδιά μου έτσι που της συμπεριφέρομαι, βάζοντάς τη να κάνει πράγματα που δεν είναι φτιαγμένη. Για την ώρα το παλεύω. Άντε να δω τι θα παίξει πιο ανατολικά».
 
Μια τυπική ημέρα
«Το πρωί σηκωνόμουν το αργότερο έως τις 7.30. Πρωινά και τέτοιες πολυτέλειες τις είχα κόψει. Ξεκινούσα πάντα με ομίχλη κι άρχιζα την καθημερινή άσκηση επιβίωσης στους ρωσικούς δρόμους… Η ομίχλη αραίωνε και κατά τις 10.00 έβγαινε ήλιος λαμπρός, που κρατούσε μέχρι το μεσημέρι. Έπειτα σκοτείνιαζε ο ουρανός και έπεφταν ξαφνικές μπόρες, ιδιαίτερα μετά τα Ουράλια, που κρατούσαν από μία έως τρεις ώρες. Ύστερα καθάριζε σιγά σιγά και ο ήλιος έκανε πάλι την εμφάνισή του. Στην αρχή δεν είχα καταλάβει καλά τα δεδομένα, με αποτέλεσμα να ταλαιπωρούμαι κινδυνεύοντας σε τέτοιους δρόμους και να μην έχω χρόνο για στάση, διότι είχα σταματήσει νωρίτερα. Ύστερα από κάποιες μέρες άρχισα να διαχειρίζομαι καλύτερα τα πράγματα, κυρίως το χρόνο, το πλήθος και το είδος των στάσεών μου. Το βράδυ πάλι, έφτανα αργά στα πανδοχεία. Έφταιγε και η διαφορά στην ώρα, που όσο προχωρούσα ανατολικότερα τόσο μεγάλωνε σε βάρος μου. Μένω σε ξενοδοχεία-δωμάτια που είναι μεν φτηνά, αλλά έχουν κοινή τουαλέτα και ντους, που συνήθως μοιράζομαι με άλλους οδοιπόρους. Έπειτα από κάποια ατυχή συμβάντα με συν-ενοίκους μεθυσμένους φασαριόζους, σταμάτησα να μοιράζομαι το δωμάτιο και το έπαιρνα μόνο για μένα. Ο καιρός, αν και είχα ακούσει-διαβάσει διάφορα για κρύο κ.λπ., σε γενικές γραμμές ήταν ζεστός (20–26 οC το μεσημέρι) με αρκετή υγρασία (80-100%), αλλά όλες οι ημέρες δεν ήταν ίδιες».
Απόσπασμα από το ημερολόγιο: «…Η σημερινή μέρα δε με ήθελε. Πρώτα, τα δύο μεγάλα λασπόλουτρα που έκανα, από το κράνος μέχρι τις μπότες, εξαιτίας των διερχομένων από το αντίθετο ρεύμα φορτηγών. Μετά, λόγω μιας ξαφνικής νεροποντής, δεν πρόλαβα να προστατέψω το μη αδιάβροχο GPS και παρέδωσε πνεύμα. Μεγάλη απώλεια. Όταν έφτασα κάποτε στη Samara έπειτα από συνεχή βροχή και ταλαιπωρία, βρήκα το ξενοδοχείο. Εκεί με ενημέρωσαν ότι χρειάζομαι registrationcard. Και πού θα βρω; Στην αστυνομία, στην οδό Frunze 112, και να πάω αμέσως γιατί κλείνουν στις 5. Αφού με τα πολλά μού έδωσαν να καταλάβω πού είναι, φεύγω. Ευτυχώς το βρήκα με την πρώτη. Τους προλαβαίνω την ώρα που άρχισαν να κλειδώνουν τα συρτάρια τους. Ελέγχουν τα χαρτιά που τους έδωσα και μου λένε (σε ελεύθερη μετάφραση) να τους πεις χαιρετίσματα, ότι αυτό το χαρτί που σου έχουν βάλει στο διαβατήριο είναι η registrationcard. Σπασίμπα λέω, τοποθετώ τα χαρτιά στην αδιάβροχη θήκη που έβαζα όλα μου τα ταξιδιωτικά έγγραφα και βιαστικά το βάζω στην τσέπη του γιλέκου που φόραγα μέσα από το αδιάβροχο. Φτάνω στο ξενοδοχείο, όπου διαπιστώνω ότι όλα μου τα χαρτιά, το σακουλάκι δηλαδή, μου είχε πέσει, γιατί τελικά δεν τα είχα βάλει στην τσέπη του γιλέκου, αλλά απέξω, στο κενό ανάμεσα στο γιλέκο και το αδιάβροχο τζάκετ. Κατάλαβα τι είχε συμβεί και μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας. Σε κάποιο από τα σηκώματα από τη σέλα που έκανα για να πέφτω πιο μαλακά στις λακκούβες, για να περνάω τα εξογκώματα με λιγότερη καταπόνηση, γλίστρησαν και έπεσαν. Γυρίζω πίσω χτενίζοντας με τα μάτια καθετί που μπορούσε να είναι το φακελάκι. Στα μισά περίπου της διαδρομής ακούω φωνές από απέναντι. Βλέπω μια ομάδα από 5-6 άτομα νεαρά, 25 με 30 χρονών, ανάμεσα τους και 2 κορίτσια. Αντιλαμβάνομαι ότι έχω να κάνω με περιθωριακούς τύπους, το λιγότερο. Βλοσυρές φυσιογνωμίες όλοι τους. Θα ζητήσουν λεφτά. Ο πιο σωματώδης, σηκώνοντας το λάφυρο, κάνει νόημα να πάω κοντά τους. Καθώς διέσχιζα κάθετα τις γραμμές του τρένου, αποφάσισα ότι δεν ξέρω πώς θα τελειώσει αυτό, αλλά να τους δώσω μέχρι 200 ευρώ. Ειδάλλως, τέλος ταξιδιού και θα ακολουθούσα τη γραφειοκρατία. Φτάνω κοντά τους χωρίς να κατέβω από τη μηχανή. Με περιτριγυρίζουν. Μιλάει κανείς αγγλικά; Κανείς. Κοιταζόμαστε. Είμαι Έλληνας τουρίστας Αδιαφορία. Τείνω το χέρι μου να πάρω τα χαρτιά. Όχι μου λέει, ρούβλια. Κοιτάξτε, δεν έχω χρήματα μαζί μου, απαντώ. Μένω εδώ κοντά. Έλα να πάμε στο hotelVolna που μένω και έχω αφήσει όλα μου τα πράγματα εκεί, να πάρω λεφτά να σου δώσω. Αυτό ήταν, έπιασε. Ανέβηκε. Με κράταγε από τη μέση. Κατάλαβα ότι φοβόταν, σαν να ‘τρεμε – μπορεί κι από τη βότκα. Φτάνουμε στο ξενοδοχείο. Του είπα να καθίσει για να φέρω το πορτοφόλι μου. Είχε το θράσος να με ακολουθήσει μέχρι τη ρεσεψιόν. Λέω τα καθέκαστα στην Αλέσια, στην υποδοχή. Αυτή απαντά πως ζητά 2.000 ρούβλια (περίπου 42 ευρώ) για να μου δώσει τα πράγματά μου. Αντιπρότεινα 100 ρούβλια (2 ευρώ). Αυτός επέμενε και αρνιόταν να το δώσει. Στο μεταξύ, είχαν μαζευτεί αρκετά άτομα τριγύρω, ένοικοι και προσωπικό. Ζήτησα από την Αλέσια να καλέσει την Αστυνομία. Είπα ότι θα έδινα το πολύ 100 ρούβλια ακόμα. Αυτός κατεβαίνει, ζητάει 500. Σ’ αυτό το σημείο επενέβη ο διευθυντής. Κάτι του είπε που τον έκανε να δεχτεί τα 200 ρούβλια. Έτσι τελείωσε κι αυτό. Και ο θρασύτατος ήθελε να τον πάω πίσω στους φίλους του, κάτι που αρνήθηκα. Εξαιτίας δε αυτού του περιστατικού ο διευθυντής μού αφαίρεσε τα 200 ρούβλια από το λογαριασμό κι επιπλέον μου πρόσφερε δύο πρωινά δωρεάν…».