Γράμμα από την πόλη του ήλιου


Από τον παιδικό μου φίλο τον Στράτη έλαβα χθες μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου το εξής μήνυμα – γράμμα: «Φίλε, άρτι αφιχθής εκ Ζυρίχης και ένα έχω να σου πω, αυτή τη μούχλα της Καλαμάτας, της χώρας γενικότερα, καθόλου δεν την αποζήτησα. Ξέρεις, πάντα ήμουν (και θα είμαι) υπέρμαχος της χώρας και της πόλης μου, αγαπώ τους ανθρώπους (μου) εδώ και αγαπώ την πόλη μου, συνηθισμένος δε στα ταξίδια – ενθουσιάζομαι αλλά η καρδιά μου είναι δωσμένη στην… πολύτροπη. Ή ήταν.
Ας εξηγηθώ. Τα τελευταία χρόνια περνάμε δύσκολα. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Περνάμε δύσκολα οικονομικά, δύσκολα ψυχολογικά, δύσκολα και επαγγελματικά και γιατί όχι και σωματικά.
Πέρασα κι εγώ τα μεγάλα μου δράματα, αλλά κάτω δεν το έβαλα. Όπως δεν το έβαλαν εκατομμύρια έρμοι κάτοικοι της Ψωροκώσταινας. Αλλά.
Κουράστηκα, ρε φίλε. Με κούρασε πραγματικά η καθημερινότητα σε μια πόλη που έχει κάνει τη μιζέρια πέπλο πιο πυκνό και απ’ αυτό της υγρασίας που την τυλίγει τα τελευταία χρόνια, με κούρασε μια διακυβέρνηση από ανθρώπους ανίκανους ακόμα και να μιλήσουν, από media που μας δουλεύουν ψιλό γαζί, βαρέθηκα να βλέπω τη στενοχώρια και την ανασφάλεια στα πρόσωπα αγαπημένων και οικείων μου.
Βαρέθηκα να θεωρούμαι δεδομένος σε μια δουλειά που εκ των πραγμάτων είμαι πολύ πάνω απ’ το μέσο όρο, ναι, αυτό το γνωρίζω πολύ καλά, όπως και γνωρίζω ότι αν είχα το μυαλό και την τόλμη να πάω κάπου αλλού στην Ευρώπη – οπουδήποτε αλλού, ή θα με είχαν σα Θεό, ή θα με έδιωχναν κλωτσηδόν μιας και θα τους χαλούσα τη μανέστρα με την ταχύτητά μου – δε βαυκαλίζομαι – το γνωρίζω.
Και θα μου πεις, γιατί, ρε Στράτη όλα αυτά; Τι σε έπιασε σήμερα, παραμονές Χριστουγέννων, και μας καταθλίβεις; Θα στο πω, φίλε, γιατί τα ταξίδια έχουν ένα καλό εκτός από τον καπουτσίνο σε κάποια άλλη πλατεία. Βλέπεις τον κόσμο. Βλέπεις πώς κινείται, πώς περπατά, πώς αντιδρά, πώς φέρεται. Ε, και αυτό που είδα στην Ελβετία – όπου πίστεψέ με ποτέ δεν την είχα στα πλάνα μου για επίσκεψη – δώρο γενεθλίων ήταν το ταξίδι αυτό – πολύ μου άρεσε. Πολύ μου άρεσε να βλέπω τον κόσμο ξένοιαστο, όμορφο, καλοντυμένο και καλοταϊσμένο να περπατά σε μια πόλη πεντακάθαρη, σε μια πόλη μαγική, υπέροχα στολισμένη, με εξαιρετική τάξη και ομορφιά.
Με ωραίους δρόμους και ποδηλατόδρομους παντού, με μεγάλα πεζοδρόμια και μια άνεση στο μάτι και στην ψυχή. Και περπατάω εδώ και με πιάνει η ψυχή μου. Γιατί ξέρω ότι αν ζούσα εκεί, ότι αν ζούσαμε έτσι, θα ήμασταν ευτυχισμένοι. Και ευγενείς. Και όμορφοι. Αλλά δεν το κάνουμε. Δεν το κάνουμε γιατί δεν προσπαθούμε, κανείς μας. Κανείς μας δεν προσπαθεί για το όλον. Βαυκαλιζόμαστε με την αρχαιολατρεία μας και τον ωραίο μας καιρό και αφήνουμε τη Βούλτεψη να αλωνίζει. Και στο κάτω κάτω – σκέψου, ρε φίλε, αφού αυτή αλωνίζει, αυτή μας αξίζει. Αλλά δεν πειράζει, γιατί εμείς εδώ έχουμε ήλιο.
Α, ξέχασα να σου πω, στη Ζυρίχη πήγα τις προηγούμενες ημέρες. Εδώ έριχνε καρέκλες. Εκεί είχε ήλιο. Μέχρι χθες που γύρισα, εκεί είχε ήλιο. Και όχι μόνο στον ουρανό, είχε ήλιο και στα χαμόγελα των ανθρώπων της».