4 Ιανουαρίου: 116 χρόνια «Θ» 1899 – 2015


Κάθε φορά που ανέτρεχα  στο αρχείο του «Θάρρους», κάθε φορά που μου μετέφεραν άνθρωποι που καλά γνώριζαν γεγονότα για το «Θ» σε δύσκολες περιόδους, πάντα το ίδιο σκεπτόμουν: «Πώς τα κατάφερε να επιβιώσει τούτο το θεριό;».
Παγκόσμιοι πόλεμοι, δικτατορίες, εμφύλιος…
Σήμερα, μια απάντηση δίνω: Απλά συνέβη…
Με πείσμα και πάθος…
Δεν υπήρξαν και δεν υπάρχουν στη σύγχρονη ιστορία μας άκρως αντίξοες συνθήκες;
Δε διανύουμε και σήμερα μία από τις πιο δύσκολες περιόδους;
Εύχομαι μόνο, όταν μια τέτοια μέρα – έπειτα από χρόνια – μια πένα γράψει ένα σημείωμα για το «Θ», να εκτιμήσει πως πορεύθηκε με ήθος και αξιοπρέπεια. Όταν αυτές οι λέξεις θα έχουν ξαναβρεί το πραγματικό τους νόημα και δε θα αποτελούν πανάκεια, που θα ψελλίζονται από χείλη ασεβή…
Άντα Αποστολάκη

O ΤΙΤΛΟΣ ΜΑΣ
Εις γέροντα τινά Νορμανδόν πολεμιστήν, η εξής αποδίδεται χαρακτηριστική της τευτονικής φυλής ομολογία πίστεως. «Απιστώ προς τα είδωλα και τα πνεύματα, εν τη ρώμη του σώματος και τω θάρρει της ψυχής κείται η πίστις και η ελπίς μου».
Την ομολογίαν ταύτην αναγνώσαντες προ τριετίας εις το σύγγραμμα του σοφού Σμαλς δεν  ελησμονήσαμεν ούτε μίαν στιγμήν. Είναι ομολογουμένως κάπως σπανία η εφαρμογή δια τους χρόνους μας, αλλ’ εν τούτοις δεν είναι δυνατόν να επέλθη έστω και η ελαχίστη πρόοδος άνευ δραστηριότητος και θάρρους. Περί τούτου πάντες συμφωνούσι, εν Καλάμαις δε προ πάντων ουδέποτε θα υπάρξη ο διαφωνών. Εν τη καθόλου εξελίξει του πολιτικού, του κοινωνικού και του εμπορικού καθεστώτος δύο τινά πανθομολογουμένως απέλειψαν α΄, το προβλεπτικόν πνεύμα και δεύτερον το θάρρος και η επιχειρηματικότης.
Η έλλειψις αύτη είναι ο μέγιστος παράγων όστις καθήλωσε τον τόπον εις επονείδιστον στασιμότητα. Όπου και αν στρέψη τις τους οφθαλμούς θα ίδη κάτι το οποίον θα του κινήση τον χόλον και την οργήν, θα μονολογήση ολίγον και κάποιον θα καταρασθή ως αίτιον. Και εν τούτοις αυτός ούτος ο καταρώμενος αν εσκέπτετο άλλως, αναμφιβόλως θα επείθετο ότι αν ο ίδιος προϋνόει το στραβόν το οποίον κατηράτο δεν θα του εχάλα αναμφιβόλως τα νεύρα, μήτε θα τον έρριπτεν εις απογοήτευσιν και οργήν δια την δυστυχίαν την οποίαν είχε να γεννηθή Καλάμιος. Εκ της συνεχούς ταύτης παρατηρήσεως επείσθημεν ότι ο τόπος είχε πρωτίστως ανάγκην να προβλέπη περί των μελλόντων, εσπεύσαμεν δε προ διετίας να εκδώσωμεν την «Πρόνοιαν». Και όντως επί δύο έτη ηγωνίσθησαν δι’ αυτής. Αλλ’ είδομεν ότι το προνοείν άνευ του θάρρους της εκτελέσεως των ως αναγκαίων κρινομένων υπό της Προνοίας, αύτη απέβαινεν εντελώς άγονος και αλυσιτελής. Ό,τι ελέγετο ως ορθόν και δίκαιον, ό,τι ως σωτήριον και επιβεβλημένον ενομίζετο, παρέμενεν υπνώττον δια την έλλειψιν θάρρους περί την εκτέλεσιν. Η πρακτική επομένως ωφέλεια εμηδενίζετο και η θεωρία έμενε νεκρά εν τη εφαρμογή.
Τοιαύτην σκιαμαχίαν δεν επιτρέπετο εις ημάς να διεξάγωμεν, καίτοι κατά το πλείστον δεν μας αφεώρα. Τέλος ή έπρεπε να παύσωμεν συμβουλεύοντες μετά πολλών άλλων ή έπρεπε να οπλισθώμεν και με θάρρος Σπαρτιατικόν.
Ωπλίσθημεν.
Και εκδίδομεν σήμερον το «Θάρρος».
Ονομάζομεν την εφημερίδα μας ούτω, διότι αύτη έχει ανάγκην πολλού θάρρους ίνα ανταποκριθή εις τον δημοσιογραφικόν της προορισμόν.
Την ονομάζομεν «Θάρρος» διότι έπρεπε να είμεθα πολύ θαρραλέοι ίνα επιχειρήσωμεν την έκδοσιν φύλλου καθημερινού εν Καλάμαις, ένθα ούτε εβδομαδιαία φύλλα ηδυνήθησαν να συντηρηθώσι.
Την ονομάζομεν «Θάρρος» διότι τέλος αυτής της παρορμήσεως έχει ανάγκην ο ελληνισμός ίνα προοδεύση.
Δι’ αυτό θαρρούντες προβαίνομεν, πιστεύοντες ότι το έμφρον θάρρος γεννή ήρωας.
4 Ιανουαρίου 1889

ΤΟ «ΓΟΥΡΙ»
Δεν πιστεύω στην τύχη. Ούτε στην πρόληψη για το καλό ή κακό «ποδαρικό». Κι ωστόσο από την ημέρα που μετέφερα από την μακαρίτισσα τώρα «Λαϊκή Φωνή» τη στήλη μου αυτή στο «Θάρρος», έχω ρίξει αρκετό νερό στο κρασάκι μου. Είναι στιγμές που πιστεύω ότι η εφημερίδα αυτή είναι «γουρλίδικη» για τα δημοσιογραφικά παιδιά της. Η ιστορία της τουλάχιστον αυτό δείχνει. Ας ρίξουμε μια ματιά στο παρελθόν για να δούμε πού έφτασαν όσοι ξεκίνησαν από την εφημερίδα αυτή…
Ο Γ. Βεντήρης εξελίχθη σ’ έναν από τους κορυφαίους δημοσιογράφους της Ελλάδος και σήμερα στέκει στην κορυφή της δημοσιογραφικής πυραμίδας.
Ο Ν. Βεντήρης, ισάξιος του αδελφού του, είναι αρθρογράφος της «Ακροπόλεως» και κατέχει μια ξεχωριστή θέση μέσα στην ελληνική δημοσιογραφία.
Ο Γ. Φτέρης, προτού πάει στο Παρίσι όπου ανεδείχθη ως ανταποκριτής του «Ελευθέρου Βήματος», τα πρώτα μαθήματα της δημοσιογραφίας πήρε στο «Θάρρος».
Ο Π. Τσιμπιδάρος διέπρεψε στις δημοσιογραφικές επάλξεις και διεφώτισεν επί σειράν ετών την ελληνική γνώμην με τη γλαφυρή πέννα του.
Ο Κ. Αθάνατος από τα φτωχικά γραφεία του «Θάρρους» μετεπήδησε στην αθηναϊκή δημοσιογραφία.
Ο Γεράσιμος Λύχνος το ίδιο.
Ο Ηλ. Κατσαντώνης στην εφημερίδα αυτή πήρε το βάπτισμα του δημοσιογράφου για να εξελιχθή σ’ έναν από τους διαπρεπέστερους δικηγόρους της Αθήνας.
Και πόσοι άλλοι που κατέχουν σήμερα εξέχουσες θέσεις στην κοινωνία…
Τι θέλετε, λοιπόν, να πιστεύση κανείς έπειτα από τις λαμπρές και τιμητικές αυτές επιτυχίες των ανθρώπων, που είχαν την καλή τύχη να ξεκινήσουν από το «Θάρρος» για την κατάκτηση της ζωής; Δεν είναι γούρι αυτό;
Αλλά γιατί να πάμε μακρυά; Ο Π. Ιππόλυτος από την εφημερίδα αυτή δεν έκανε το μεγάλο άλμα προς την Κρήτη, όπου υπηρετεί σήμερα ως γενικός γραμματεύς της Διοικήσεως Χανίων;
Αλλά το «Θάρρος» χαίρει και μεγάλης εκτιμήσεως μεταξύ των δημοσιογραφικών κύκλων της πρωτευούσης. Τα δημοσιογραφικά παιδιά του, που κατέχουν τις καλύτερες θέσεις μέσα στην ελληνική δημοσιογραφία, αποτελούν την πιο ζωντανή ρεκλάμα για το «Θάρρος». Όταν εδώ και τρία χρόνια βρέθηκα στην ανάγκη να ζητήσω δουλειά στην αθηναϊκή εφημερίδα «Πατρίδα», η πρώτη ερώτηση που μου έκανεν ο τότε διευθυντής ήταν αυτή:
-Σε ποια εφημερίδα της Καλαμάτας εργάστηκες;
-Στο «Θάρρος» – του απάντησα.
-Τότε θα είσαι ικανός δημοσιογράφος. Ξέρω ότι το «Θάρρος» είναι δημοσιογραφικό σχολείο…
Και την επομένη είχα πιάσει δουλειά στην «Πατρίδα».
Μέσα σε μία εβδομάδα είχα κιόλας αναλάβη την αρχισυνταξία της εφημερίδας αυτής.
Δεν είναι «γούρι» αυτό;
ΝΟΥΛΗΣ ΝΤΟΛΙΟΣ
 
ΙΩΑΝ. ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ
Σαράντα χρόνια πίσω

Ήταν η Καλαμάτα τότε μια μικρή, μεσαιωνική, πολιτεία που το Κάστρο άπλωνεν ως την καρδιά της το βαρύ του ίσκιο, σύμβολο μαζί και φοβέρα. Οι στενοί της δρόμοι βυθίζονταν στο σκοτάδι του πετρελαίου, οι άνθρωποί της στην άγονη μόνωσιν. Στην απάνω Πλατεία βασίλευεν η παράδοσις του τυπωμένου χαρτιού με το περίφημο: «ας μάθη ο Βήκονσφιλδ».
Ήλθε ο Ιωάννης Αποστολάκης. Ούτε μηχανές, ούτε συστήματα ανεκάλυψε. Έδωκε στον τόπο του την εφημερίδα – είδησι, την εφημερίδα όχι «οργίλον» άρθρον, την εφημερίδα – βλέμμα πέρ’ από το Νέδοντα. Μα κοντά σ’ αυτό και γι’ αυτό, το αίμα της καρδιάς του.
Έπειτα ήλθαν οι πλατείς δρόμοι, τα μεγάλα πλοία, το φως στα μέτωπα των ανθρώπων.
Και η σκιά του Κάστρου δεν αγγίζει πια την καρδιά της Πολιτείας.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΕΝΤΗΡΗΣ
Αθήναι, Απρίλιος 1938