Ελιά και σύκο έθρεψαν γενιές και γενιές στη Μεσσηνίας

Ελιά και σύκο έθρεψαν γενιές και γενιές στη Μεσσηνίας

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ: Η «ΥΠΑΙΘΡΟΣ ΧΩΡΑ» ΣΤΗ ΜΕΣΣΗΝΙΑ
 
«Από πού είσαστε παιδιά; Πώς βρεθήκατε εδώ;» ήταν η αστραπιαία ερώτηση του τσοπάνη που βρήκαμε στον δρόμο μας για να του ζητήσουμε οδηγίες. Από τη μία, προσπαθούσε να μαζέψει τα ζωντανά του στην άκρη για να περάσουμε και, από την άλλη, μας… έλουζε με ευχές, αν και δεν ήξερε να μας πει πού θα μπορούσαμε να βρούμε αυτό που ζητούσαμε.
Οι ευχές πολλές, αλλά εκείνη που μας κέντρισε το ενδιαφέρον ήταν αυτή για «πολλά χρόνια να έχουμε μπροστά μας». Εμείς, για αρχή, είχαμε μπροστά μας τα χωριά της Μεσσηνίας, τη Μεσσηνιακή Μάνη, αλλά και την πόλη της Καλαμάτας, για να συνεχίσουμε το οδοιπορικό μας στην Πελοπόννησο, η οποία μας επεφύλασσε πολλές εναλλαγές του καιρού.
Από τους δυνατούς ανέμους και τις έντονες βροχοπτώσεις μέχρι τον λαμπερό ήλιο, όλα μαζί σε μόνο μία ημέρα. Και ευχόμαστε να πιάσει τόπο η ευχή του γέρου τσοπάνη και να συνεχίσουμε να είμαστε πιστοί στα ραντεβού μας απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλη τη χώρα.
 
Η Ύπαιθρος Χώρα στην Μεσσηνία
 
Και σε αυτό το οδοιπορικό, οι άνθρωποι μας περίμεναν. Οι κουβέντες πολλές, τα λόγια αμέτρητα. Οι εικόνες, όμως, ακόμη περισσότερες. Η μεσσηνιακή γη σε όλο της το μεγαλείο περιτριγυριζόταν και βούλιαζε στα ελαιόδεντρα. Παντού, σε κάθε γωνιά. Και εκεί στον δρόμο μας συναντήσαμε τους ελαιοπαραγωγούς που, επειδή ο καιρός εκείνης της ημέρας το επέτρεψε, ξεχύθηκαν στα κτήματά τους, ο καθένας στο πόστο του, για να μαζέψουν τις ελιές τους.
Άλλωστε, η Μεσσηνία φημίζεται για την ελιά Καλαμών που, από το 1995, αποτελεί και προϊόν ΠΟΠ. Κάθε αγροτικό νοικοκυριό, κάθε οικογένεια της περιοχής για χρόνια, όταν τα πράγματα ήταν ακόμη πιο δύσκολα και το ψωμί δυσεύρετο, κατάφερε να επιβιώσει έχοντας την ελιά και το λάδι της.
Ακόμη και η αναζήτηση ενός καφέ για τον δρόμο, στο καφενείο του χωριού Μάνεσι, που βρήκαμε στη διαδρομή μας, στάθηκε η αφορμή για να στηθεί μια ωραία συζήτηση με τους θαμώνες.
Μεταξύ αυτών, ήταν και οι συκοπαραγωγοί, που φέτος έχασαν τη μισή σοδειά τους λόγω των άσχημων καιρικών συνθηκών. Η απογοήτευσή τους ήταν έντονη και η στενοχώρια έκδηλη, «αλλά ποιος μπορεί να τα βάλει με τον καιρό;» έλεγαν.
Στην παρέα μας κάθισε και ο κ. Γιάννης, ο 70χρονος καφετζής, που σχεδόν προσβλήθηκε όταν του ζητήσαμε να πληρώσουμε τους καφέδες μας. Μας έβαλαν, όμως, να τους υποσχεθούμε ότι θα ξαναβρεθούμε στον τόπο τους και ίσως την επόμενη φορά να παίξουμε μαζί και μία παρτίδα… κολτσίνα.
 
 
Tο μυστικό της Μεσσηνιακής ελιάς
 
 
Με αφετηρία τη Μεσσηνιακή Μάνη και ακολουθώντας τον απέραντο ελαιώνα, που ακουμπά τις ακτές του Ιονίου, η Μεσσηνία ήταν έτοιμη να μας αποκαλύψει όλα τα μυστικά της ελιάς, του πιο διάσημου και άρρηκτα συνδεδεμένου με την περιοχή προϊόντος.
Οι κλιματολογικές, υψομετρικές και εδαφολογικές εναλλαγές του Νομού Μεσσηνίας, με τη σκιά του Ταϋγέτου να προστατεύει και τη θάλασσα να νοστιμίζει τον πολύτιμο καρπό, είναι οι παράγοντες που κάνουν όλα τα είδη της ελιάς (Καλαμών, Κορωνέικη, πράσινη ισπανικού τύπου) να διαφέρουν ποιοτικά και γευστικά σε αυτή την περιοχή.
Κυρίαρχο στοιχείο της επιτραπέζιας ελιάς σε όλη τη Μεσσηνία είναι η φήμη της, που την ακολουθεί εδώ και δεκαετίες. Άλλωστε, η ελιά Καλαμών αποτελεί προϊόν ΠΟΠ από το 1995 και μαζί με το ελαιόλαδο είναι οι δύο σούπερ τροφές, που ακόμη και σε περιόδους πείνας συνέβαλαν ώστε οι άνθρωποι να επιβιώσουν. Η Μεσσηνία παράγει συνολικά περίπου 50.000 τόνους τον χρόνο ελαιόκαρπο, ο οποίος προορίζεται είτε για ελαιόλαδο είτε για τροφή.
Από την αρχαιότητα έως και σήμερα οι κάτοικοι και οι επιχειρηματίες της περιοχής εκμεταλλεύονται τόσο τη φήμη της όσο και την ποιότητά της. Προχωρούν ένα βήμα παραπέρα δημιουργώντας έξυπνες, γευστικές και μη συμβατικές συνταγές, τόσο στην τυποποίηση επιτραπέζιας ελιάς όσο και στην εμφιάλωση ελαιολάδου.
Στη Στέρνα Μεσσηνίας, κάθε νοικοκυριό και αγροτικό σπίτι διαθέτει από 300 μέχρι 1.500 ελαιόδεντρα. Για τη φήμη της ελιάς Καλαμών, έκανε λόγο ο πρόεδρος του ΔΣ του Αγροτικού Συνεταιρισμού Στέρνας – Οργάνωση Παραγωγών Λαδιού και Ελιάς, Σταύρος Αδαμόπουλος: «Η ποικιλία Καλαμών, που καλλιεργείται στη Μεσσηνία, κυριαρχεί στη μεγαλύτερή της έκταση και έχει μια συγκεκριμένη γεύση, γιατί είναι σε ξηροθερμικές συνθήκες, μη αρδεύσιμες και σε καλές κλιματολογικές συνθήκες. Ιστορικά, τα δύο προϊόντα, το λάδι και οι ελιές καταχωρήθηκαν στην αντίληψη του κάθε καταναλωτή ότι προέρχονται από τη Μεσσηνία και εμπεδώθηκε στον καθένα ότι είναι προϊόντα υψηλής διατροφικής και βιολογικής αξίας».
Η βρώσιμη ελιά στις δράσεις του συνεταιρισμού εξαντλείται στη συγκέντρωση και στη μεταπώλησή της για λογαριασμό των παραγωγών σε Έλληνες εμφιαλωτές. Οι τιμές για τη βρώσιμη ελιά στα 200 τεμάχια κυμαίνονται από 1,20 έως 1,30 ευρώ και ο συνεταιρισμός έχει δυναμικότητα για 100 τόνους ετησίως.
Ο συνεταιρισμός διαθέτει, επίσης, ελαιοτριβείο δυναμικότητας 1.000 τόνων, δεξαμενές αποθήκευσης, ενώ εδώ και λίγα χρόνια δραστηριοποιείται και στην εμφιάλωση. Ακολουθείται, όπως μας λέει ο Στ. Αδαμόπουλος, μια καθετοποιημένη παραγωγική διαδικασία, ενώ μέρος του αποθηκευμένου λαδιού πωλείται εμφιαλωμένο και χύμα στην Ιταλία.
Άλλος με το κλαδευτήρι στο χέρι, άλλος πάνω στο δέντρο, άλλος στα πανιά, καθένας στο πόστο του και στον ρόλο που ανέλαβε. Και όλοι μαζί μέσα στα κτήματά τους, να βοηθά ο ένας τον άλλο στο μάζεμα της ελιάς. Αν και είχαν προηγηθεί δυνατές βροχές το προηγούμενο βράδυ, ο λίγος ήλιος που δειλά εμφανίστηκε το πρωί τους μάζεψε όλους στα κτήματά τους. Στον δρόμο προς τη Στέρνα, ανά χωριό, συναντήσαμε αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι μας αφιέρωσαν λίγα λεπτά για να τους φωτογραφίσουμε εν ώρα εργασίας, αλλά και να μας πουν δυο λόγια. Τόσα προλάβαιναν, γιατί μπορεί ο άσχημος καιρός να επέστρεφε πάλι. Και όλοι μαζί μας αποχαιρέτησαν με τις καλύτερες ευχές για την εφημερίδα μας, καθώς και ευχές για δύναμη και καλή συνέχεια.
Ο Δημήτρης Αποστολόπουλος ήταν εκεί μαζί με μια ομάδα εργατών και με την οικογένειά του, στο χωριό Αμφιθέα. «Καλά πήγε φέτος η σοδειά. Όλη η ελιά μας πάει για λάδι. Ήμασταν τυχεροί, ούτε δάκο είχαμε ούτε τίποτε. Εμείς, τώρα που οι άλλοι τελειώνουν, ξεκινούμε το μάζεμα», μας λέει.
 «Εμείς τώρα τελειώνουμε. Ξεκινήσαμε του Αγίου Φιλίππου. Πέρσι έβγαλα 11,5 τόνους, ενώ φέτος είμαι στους 5-6 τόνους, αλλά δεν παραπονιέμαι. Αν και παλεύω μόνη μου και στην πατάτα και στο φασόλι και στις ελιές στο κτήμα, όλα καλά», μας λέει λίγο πιο κάτω στο χωριό Παρτάλι η Ελένη Κατσούλα, φορτωμένη με κλαδιά στα χέρια.
Συνεχίζοντας τον δρόμο μας, στο χωριό Μάνεσι, συναντήσαμε τον Βασίλη Πουλόπουλο μέσα στο κτήμα του: «Φέτος δεν ήταν καλή χρονιά για μας. Ξεκινήσαμε του Αγίου Νικολάου, δεν πήγαινε καλά ο καρπός και σταμάτησα. Δεν ήταν φορτωμένες στην αρχή. Τώρα ξεκινώ πάλι το μάζεμα. Έχουμε και τον καιρό. Πρέπει να είναι στεγνός για να μαζέψουμε την ελιά, αλλιώς δυσκολευόμαστε».
 
Συκοπαραγωγοί: Ο καιρός κατέστρεψε τη μισή σοδειά
 
Με αντίπαλο τα άσχημα καιρικά φαινόμενα βρέθηκαν φέτος οι συκοπαραγωγοί της Μεσσηνίας, οι οποίοι έφτασαν στο σημείο να χάσουν ακόμη και τη μισή τους σοδειά. Ο φετινός Αύγουστος, αλλά και το πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτέμβρη, όσο διάστημα δηλαδή κρατά η συγκομιδή του ξερού σύκου, ήταν μήνες με βροχές, με αποτέλεσμα να μειωθεί η ποσότητα, αλλά και να υποβαθμιστεί η ποιότητα.
Για τα προβλήματα αυτά, είχαμε την ευκαιρία να κουβεντιάσουμε με παραγωγούς σύκων, που συναντήσαμε στο καφενείο του χωριού Μάνεσι, οι οποίοι αναγκάστηκαν να πετάξουν ακόμη και το 50% της σοδειάς τους. Το Μάνεσι, πριν από κάποια χρόνια, παρήγαγε μέχρι και 1 εκατ. κιλά σύκο. Τώρα πια, μαζί με τα άλλα τρία χωριά, δεν φτάνουν τα 300.000 κιλά. Παράλληλα, ο μεγαλύτερος παραγωγός στο Μάνεσι μπορεί να έχει παραγωγή μέχρι και δέκα τόνους.
Σε ό,τι αφορά το κόστος παραγωγής, αυτή είναι σχεδόν ανέξοδη, μας λένε οι παραγωγοί, συγκριτικά με την ελιά. Όλη η οικογένεια μπορεί να βοηθήσει, από τον μικρότερο μέχρι τον μεγαλύτερο, αρκεί να έχει ένα κουβαδάκι στο χέρι και 100 με 200 καφάσια. Τότε μπορεί να γίνει η δουλειά και να μαζευτούν τα σύκα. Αντίθετα,  για την ελιά, όπως μας είπαν, μόνο για τα πανιά πρέπει να έχεις ένα μεγάλο κεφάλαιο, ενώ σε θέλει εκεί όλη μέρα. Οι τιμές προς τον παραγωγό χαρακτηρίζονται καλές. Το πρώτο μάζεμα (α’ ποιότητας) φτάνει το 1,60 ευρώ, το δεύτερο 1,48 ευρώ και το τρίτο 1 ευρώ.
Από ένα δέντρο, από το οποίο θα μπορούσε να πάρει 15 κιλά σύκα, αναγκάστηκε να πετάξει τα 7 κιλά, μας λέει ο παραγωγός Κώστας Τσίχλης, ο οποίος καλλιεργεί 15 στρέμματα και η παραγωγή του φτάνει από επτά έως δέκα τόνους: «Με τις βροχές είχαμε απώλειες. Φέτος χάσαμε τη μισή παραγωγή, ενώ όλα τα χρόνια είχαμε την καλύτερη και ποιοτικότερη παραγωγή. Κάποτε μου έλεγε η μανούλα μου ότι την καλύτερη παραγωγή δεν την παίρνει ο παραγωγός. Έτσι και φέτος. Ενώ φαινόταν ότι θα ήταν μια καλή χρονιά, ήρθαν οι βροχές και τα κατέστρεψαν όλα».
Σημαντικός παράγοντας απώλειας της σοδειάς αποτελεί, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Κ. Τσίχλης, και το γέρασμα της συκιάς. «Η πολιτεία πρέπει να μας βοηθήσει. Να μας πει να τις ξεριζώσουμε, αφού γέρασαν, να μας αποζημιώσουν και μετά να τις ξαναφτιάξουμε».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο Γιάννης Κεχαγιάς, ο οποίος καλλιεργεί περίπου 20 στρέμματα: «Γερνάνε οι συκιές. Τώρα πια εδώ στο χωριό τις βγάζουν και βάζουν άλλα δέντρα, περισσότερο ελαιόδεντρα. Καλύτερα, όμως, είναι να έχεις συκιές παρά ελιές. Η συκιά έχει χρήμα, θα πάρεις κάθε χρόνο, ενώ από την ελιά τον ένα χρόνο θα πάρεις και τον άλλο όχι. Παράλληλα, ένα καλό δέντρο βγάζει από 35 έως 40 κιλά σύκα. Η τιμή είναι καλή και, ταυτόχρονα, δεν έχεις έξοδα, καθώς τόσο στην καλλιέργεια όσο και στη συγκομιδή είναι λιγότερα».
 
Συγκομιδή

 
Η συγκομιδή, όπως αναφέρει, κρατά περίπου 40 ημέρες: «Πολλές φορές πηγαίνουμε ακόμη και τον Οκτώβρη. Φέτος, όμως, μας τα χάλασε ο καιρός και τα εγκαταλείψαμε. Βρόμισε ο τόπος και γεμίσαμε και κουνούπια. Υπάρχουν βέβαια και οι περιοχές που τα σύκα γίνονται όψιμα τον Οκτώβρη. Είναι επικίνδυνο, όμως, γιατί θα πάρεις ένα με δύο χέρια και μετά θα πιάσουν οι βροχές».
Ο 70χρονος Γιάννης Ηλιόπουλος, ο οποίος κρατά πια το καφενείο του χωριού, παρέδωσε τις συκιές στον γιο του, ώστε να ασχοληθεί εκείνος: «Έχω τον γιο μου στα κτήματα και εγώ όσο μπορώ ακόμη και περπατάω βοηθάω εδώ». Μπορεί, όπως μας είπε, να είναι εύκολη η καλλιέργεια του σύκου, έχει όμως το κόστος του: «Έχει ραντίσματα, λιπάσματα, κλαδέματα, αλλά η συγκομιδή είναι εύκολη. Και ένα παιδάκι μπορεί να βοηθήσει στο μάζεμα. Όμως, δεν τελειώνεις τότε, καθώς θέλει το άπλωμά τους και το ξέραμά τους. Οικογένειες ολόκληρες έχουν μεγαλώσει τα παιδιά τους από την καλλιέργεια των σύκων». Σε ό,τι αφορά την αποζημίωση από τις φετινές καταστροφές, σημείωσε ότι «ήρθαν να ελέγξουν τις απώλειες για αποζημιώσεις, αλλά στο τέλος μας κορόιδεψαν. Η αποζημίωση ήταν πολύ μικρή».-
 
Των Ανθής Γεωργίου και Κυριάκου Λάμπρου