Εξηγήσεις… ενός “ναι” και “όχι”…


Δύο είναι οι κυρίαρχοι παράγοντες που έχουν οδηγήσει τους Βρετανούς στην πιο σοβαρή αμφισβήτηση του ευρωπαϊκού πειράματος μέχρι σήμερα.
Ο πρώτος είναι κοινός πανευρωπαϊκά και, απλώς, προσαρμόζεται στις ιστορικές ιδιαιτερότητες κάθε χώρας. Είναι η εξάντληση του μοντέλου κοινωνικής ανάπτυξης που επικράτησε την περίοδο μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εξαιτίας της οποίας ξεπετάγονται ανά την Ευρώπη διάφορα μαζικά κινήματα, πάντα των άκρων.
Ποτέ άλλοτε αυτή η περιοχή του κόσμου δεν είχε γνωρίσει μια τόσο μακρά περίοδο ειρήνης και ευημερίας. Για όσους γεννήθηκαν μέσα στην εποχή αυτή, είναι πολύ φυσικό να μη δέχονται εύκολα ότι έλαχε σε αυτούς να ζήσουν το τέλος του ονείρου. Είναι φυσικό, λοιπόν, να αντιδρούν στην αβεβαιότητα του μέλλοντος και στις θυσίες των αναγκαίων προσαρμογών.
Ο δεύτερος παράγων είναι τελείως εγγλέζικος. Τον συνοψίζει ο δημοσιογράφος Χιούγκο Γιανγκ στο βιβλίο του «This Blessed Plot» του 1999 (την καλύτερη πραγματεία που γνωρίζω για τις σχέσεις Βρετανίας και Ευρώπης μετά τον Β΄ Π.Π.) και είναι «ο αγώνας της Βρετανίας να συμφιλιώσει ένα παρελθόν που δεν μπορεί να λησμονήσει με ένα μέλλον που δεν μπορεί να αποφύγει».
Για τους Βρετανούς, η συμμετοχή τους στην Ευρώπη των ηττημένων του πολέμου ήταν πάντα ένα δύσκολο θέμα, επειδή ποτέ δε συμφιλιώθηκαν πλήρως με την ιδέα ότι, παρά την τεράστια συμβολή τους στην ήττα του ναζισμού, εν τέλει ανήκουν και αυτοί στους ηττημένους του πολέμου.
Για τον λόγο αυτόν, η ευρωπαϊκή πολιτική τους από το 1945 και ύστερα, πολύ εντονότερα δε από το 1973 και μετά, ήταν ένα συνονθύλευμα, πάντα εξαρτημένο από τις προσωπικές απόψεις και επιδιώξεις των προσώπων που χειρίζονταν τα ζητήματα, ενώ μεγάλη ευθύνη στη διαμόρφωση των βρετανικών θέσεων περί τα ευρωπαϊκά γενικώς (μεγαλύτερη, πάντως, εν συγκρίσει με άλλες χώρες) είχαν πάντοτε και οι αρνητές της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
-Απόσπασμα από χθεσινό άρθρο του Στέφανου Κασιμάτη στην “Καθημερινή”, για το φλέγον ευρωπαϊκό θέμα.
Α.Π.