Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποκάλυψε χθες το μνημείο Μικρασιατών στην Καλαμάτα (φωτογραφίες)


Ο δήμιος σκοτώνει πάντα δύο φορές, τη δεύτερη με τη λήθη 
Αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε η διατήρηση της ιστορικής μνήμης 
Aποτελεί εθνικό χρέος να μην λησμονούμε τους Έλληνες της Μικράς Ασίας, ενώ, χαρακτήρισε ως  αυτονόητη την απαίτηση της Ελλάδας να σέβονται στο ακέραιο οι γείτονές της το Διεθνές Δίκαιο (σ.σ. απαντώντας έτσι στις τελευταίες δηλώσεις του Ταγίπ Ερντογάν για τη συνθήκη της Λωζάννης), τόνισε ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, κατά τη διάρκεια της χθεσινής εκδήλωσης των αποκαλυπτηρίων του μνημείου Μικρασίας και Μικρασιατών, στο προαύλιο του Ιερού Ναού Αναλήψεως στη Δυτική Παραλία Καλαμάτας.
Υπογράμμισε, μάλιστα,  ότι δεν γίνεται για λόγους εκδίκησης, αλλά γιατί μόνον η άσβεστη μνήμη μπορεί να γίνει οδηγός μέσα στη σημερινή ζοφερή πραγματικότητα.
Στην τελετή παρέστησαν ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας, οι βουλευτές Πέτρος Κωνσταντινέας και Γιώτα Κοζομπόλη, η αντιπεριφερειάρχης Μεσσηνίας Ελένη Αλειφέρη, ο δήμαρχος Καλαμάτας Παναγιώτης Νίκας, πολιτευτές και αυτοδιοικητικά στελέχη.
Βέβαια, καλό είναι μαζί με τα λόγια του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι να μην ξεχνάμε και τον τρόπο που συμπεριφέρθηκε η Ελλάδα στα παιδιά της. Η άφιξη των προσφύγων στη «μητέρα πατρίδα» δεν σήμαινε και το τέλος των περιπετειών ή των δυσκολιών τους.
Αντίθετα, φτάνοντας σε ένα κράτος καθημαγμένο από τους πολυετείς πολέμους, με μια πολιτική ηγεσία υπό κατάρρευση, χρειάστηκε να παλέψουν σκληρά για να νικήσουν κακουχίες, στερήσεις, ακόμα και την επιφυλακτικότητα ή και εχθρότητα πολλών «γηγενών», και να «χτίσουν» ξανά τις ζωές τους δίνοντας μια νέα «ταυτότητα» στη χώρα.
Όσοι έφτασαν στον Πειραιά ή στην Αθήνα όχι μόνο δεν ήταν… ευπρόσδεκτοι, απεναντίας είχαν να αντιμετωπίσουν και ένα εντελώς ανέτοιμο κράτος. Χαρακτηριστική της κατάστασης που αντιμετώπιζαν οι πρόσφυγες μετά την αποβίβασή τους στο λιμάνι του Πειραιά είναι η εικόνα που καταγράφεται στην αφήγηση της Τασίας Χρυσάφη-Ακερμανίδου. Η Ακερμανίδου ήταν από τα παιδιά που γεννήθηκαν πάνω στα πλοία κατά τη διάρκεια μεταφοράς των προσφύγων στην Ελλάδα.
Όταν η οικογένειά της έφτασε μετά από πολυήμερο ταξίδι στο λιμάνι του Πειραιά, βρέθηκε αντιμέτωπη με την παρακάτω εικόνα: «Εκεί ήτανε το μεγάλο δράμα των γονιών μου, γιατί με το μωρό στην αγκαλιά η μαμά μου […] πηγαίνανε στα ξενοδοχεία και ρωτούσανε αν υπάρχει κρεβάτι, αν υπάρχει δωμάτιο και τους λέγανε “τσ!”, ούτε όχι δεν λέγανε, “τσ!” κάναν με τη γλώσσα τους και αυτό ήτανε. Εζήτησε λέει ένα ποτήρι γάλα για τη λεχώνα και του είπανε δεν έχουμε. Γιατί μας θεωρούσανε παράσιτα. Ήρθαν οι “πρόσφυγες” να πάρουν το ψωμί μας, έτσι λέγανε».
 

Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες σε Καλαμάτα και Μεσσήνη 
Με το θέμα των Μικρασιατών προσφύγων που έφτασαν στην Καλαμάτα και τη Μεσσήνη τις δεκαετίες 1910 και 1920, μετά τον ξεριζωμό τους, καταπιάνονται και τα Γενικά Αρχεία του Κράτους στο Νομό Μεσσηνίας. Οι συγγραφείς του σχετικού βιβλίου Αναστασία Μηλίτση – Νίκα και Χριστίνα Θεοφιλοπούλου – Στεφανούρη έγραψαν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έρευνα, που, όχι απλώς μας γνωρίζει την ιστορία, αλλά αναμένεται να αποτελέσει εργαλείο για τους ερευνητές του μέλλοντος. Η έκδοση έχει τίτλο «Προσφυγικοί συνοικισμοί Καλαμάτας και Μεσσήνης» και την προλογίζει ο οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος.
 
 
1914 
Σύμφωνα με τα στοιχεία οι πρώτοι πρόσφυγες έφτασαν στο λιμάνι της Καλαμάτας από την περιοχή των Δαρδανελίων, τους φθινοπωρινούς μήνες του 1914, δηλαδή μετά την είσοδο της Τουρκίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε οι Τούρκοι άρχισαν τις διώξεις των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας. Απ’ ό,τι φαίνεται στον τοπικό Τύπο, δεν προκλήθηκε ιδιαίτερη αναστάτωση στην πόλη της Καλαμάτας. Μάλλον ευπρόσδεκτα υπήρξαν τα επιπλέον εργατικά χέρια, πολλά από τα οποία ήταν εξειδικευμένοι τεχνίτες.
 
 
 
1922 
«Το σκηνικό διαμορφώθηκε πολύ διαφορετικά το 1922», όπως προσθέτει η κα Μηλίτση. «Ένταση και κραδασμοί προκλήθηκαν στην τοπική κοινωνία, ιδιαίτερα στην ομαλή λειτουργία της αγοράς. Κερδοσκοπία, φημολογίες, ελλείψεις σε τρόφιμα, επιδημίες, όπως μηνιγγίτιδα, ελονοσία, δάγκειος πυρετός, φυματίωση και ποικίλα άλλα προβλήματα δίνουν το στίγμα της περιόδου. Και αυτό, γιατί μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, δηλαδή την τριετία 1922-1925, έφθασε στη μεσσηνιακή γη ένας μεγάλος όγκος προσφύγων. Σύμφωνα, μάλιστα, με την απογραφή του 1923, ήλθαν 9.323 πρόσφυγες. Όμως, δεν εγκαταστάθηκαν εδώ όλοι. Συνήθως, καραβιές προσφύγων αποβιβάζονταν στο λιμάνι της Καλαμάτας και από εκεί στοιβάζονταν στις επιταγμένες αποθήκες, για να μεταφερθούν και πάλι, ύστερα από λίγο, σε άλλα λιμάνια, πόλεις και χωριά. Η Καλαμάτα δεν εξελίχθηκε ποτέ σε προσφυγούπολη, όπως η Αθήνα ή η Θεσσαλονίκη. Λειτούργησε περισσότερο ως ενδιάμεσος σταθμός στις μετακινήσεις των ταλαιπωρημένων αυτών ανθρώπων.
Πόσοι ακριβώς εγκαταστάθηκαν στην Καλαμάτα δε γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε όμως από τις απογραφές του 1920 και 1928 ότι ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε από 20.800 σε 28.960 κατοίκους αντίστοιχα. Επίσης, γνωρίζουμε από το Αρχείο της Διεύθυνσης Κοινωνικής Πρόνοιας Μεσσηνίας ότι στους 8 προσφυγικούς συνοικισμούς της Καλαμάτας εγκαταστάθηκαν 2.090 πρόσφυγες, ενώ στο συνοικισμό της Μεσσήνης 115.
Οι συγκεκριμένοι πρόσφυγες ήλθαν, πάνω από τους μισούς (ποσοστό 56%), από το Αϊβαλί, τη Σμύρνη και τα προάστιά της, από την περιοχή της Νικομήδειας, της Κυζίκου και από αλλού».
Σύμφωνα με τα στοιχεία των ΓΑΚ Μεσσηνίας, πάνω από τα 2/3 αυτών των ανθρώπων ήταν γυναικόπαιδα, ανάμεσά τους πολλές χήρες και ορφανά. «Δεν είναι ασφαλώς σύμπτωση ότι υπήρχε συνοικισμός – ο συνοικισμός της Ανάληψης – που έφερε την επωνυμία “Χηρέικα”» επισημαίνει η κα Μηλίτση.
 
 
 
Συνοικισμοί 
«Το πρόβλημα που κυριάρχησε, από την πρώτη στιγμή, ήταν η εξασφάλιση στέγης. Γι’ αυτό, από τα πρώτα μέτρα που πήραν (οι αρμόδιοι φορείς), ήταν να επιτάξουν κάποιες αποθήκες ή κτήρια, όπως για παράδειγμα τη Λαϊκή Σχολή, και παράλληλα να κατασκευάσουν ξύλινους καταυλισμούς, δηλαδή ξύλινα παραπήγματα, στις παρυφές της πόλης. Συγκεκριμένα, στον Κορδία και την Ανάληψη το 1914, στον Άγιο Ιωάννη του Αβραμιού το 1922, στην Ανατολική Παραλία και τη Φυτειά το 1923…».
Ακολούθησαν τα λίθινα σπίτια, με πρώτο τον οικισμό στην Ανάληψη το 1926, στου Αβραμόγιαννη, την Ανατολική Παραλία και την πόλη της Μεσσήνης το 1930, στην Αγία Τριάδα και τον Άγιο Κωνσταντίνο το 1932 και στον Κορδία το 1935.
Αυτά για την ιστορική μνήμη. Ομιλήτρια στην χθεσινή εκδήλωση ήταν η Ελένη Βολονάκη, επίκουρη καθηγήτρια Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας, στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Για την τελετή υπήρξε μεγάλη κινητοποίηση μεταξύ των απογόνων των Μικρασιατών, ενώ πολλοί επισκέπτονταν τις προηγούμενες ημέρες το μνημείο και εξέφραζαν τη συγκίνησή τους. Το μνημείο έχει ήδη αρχίσει να γίνεται σημείο αναφοράς και προσκυνήματος των απογόνων των Μικρασιατών.
 
 
Του Αντώνη Πετρόγιαννη