Στο Μουσείο Κυριακού

Στο Μουσείο Κυριακού

Στη σκιά του Κάστρου των Βιλλαρδουίνων και της Πριγκιπέσσας Ιζαμπώς, πάνω από τους Αγιαποστόλους, εκεί που κάθε νύχτα σμίγουν οι σκιές των Φράγκων της «Κουγκέστας» μ’ εκείνες των οπλαρχηγών του Εικοσιένα, εκεί που χαμηλώνουν οι πλαγιές φορτωμένες με φραγκοσυκιές και αγγίζουν τα χαμηλά σπιτάκια, τα πνιγμένα στα γιασεμιά τους ιβίσκους και τα βασιλικά, στο παλιό Αρχοντικό του Κυριακού, όπου και το «Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο της Καλαμάτας», στεγάζονταν, μέχρι το τέλος σχεδόν της δεκαετίας του ’60, και οι μεσσηνιακές αρχαιολογικές συλλογές.

Μέσα στις λιγοστές προθήκες τα ευρήματα των ανασκαφών αναπαριστούσαν στα μάτια του επισκέπτη την Προϊστορία και την Ιστορία της εύφορης μεσσηνιακής γης.
Αγγεία, ειδώλια, επιτύμβια, βυζαντινές εικόνες, ξυλόγλυπτα, ευρήματα από την προϊστορική μέχρι και τη μεταβυζαντινή εποχή, ησύχαζαν δίπλα στις φέρμελες, τα καρυοφύλλια, τις φουστανέλες των Μεσσήνιων Αγωνιστών του Ξεσηκωμού του Γένους.
Το Φθινόπωρο του 1961 είχα την τύχη ο τότε έφορος Αρχαιοτήτων, καθηγητής της Αρχαιολογίας Ν. Γιαλούρης, να μου αναθέσει την πρώτη καταγραφή του υλικού εκείνων των Συλλογών.
Θεωρώ, όμως, ότι ήμουνα ιδιαίτερα τυχερή, γιατί τότε κοντά μου είχα τον Γιάννη Ταβουλαρέα, τον μπάρμπα-Γιάννη, τότε «υπεύθυνο» φύλακα της Λαογραφικής Συλλογής και του Μουσείου.
Όλοι εκείνοι που ασχολήθηκαν με την αρχαιολογική και ιστορική έρευνα της Μεσσηνιακής Ιστορίας, όλοι εμείς που αγαπάμε την Καλαμάτα και γνωρίσαμε τον Μπάρμπα-Γιάννη, τον θαυμάσαμε για την αφοσίωση και την επιμονή του, σεβαστήκαμε τον αυτοδίδακτο ερευνητή, που το πάθος του, ο έρωτάς του για την αρχαιολογική έρευνα της αγαπημένης του μεσσηνιακής γης, τον οδήγησε κάποια στιγμή να αφήσει στην άκρη τα σύνεργα του φωτογράφου και να αφοσιωθεί σ’ εκείνο που αγαπούσε να κάνει. Ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του με σεμνότητα «Αρχαιόφιλο», για όλους εμάς ήταν ο «Δάσκαλος»…
Ένα γκρίζο φθινοπωρινό πρωινό, αφήνοντας πίσω μου το πολύβουο παζάρι, έφθασα στο Μουσείο. Η πόρτα ήταν ανοικτή, ανέβηκα την παλιά ξύλινη σκάλα, που έτριζε και εκεί, στην κορυφή της, βρήκα το «καλό πνεύμα του Μουσείου», τον μπάρμπα-Γιάννη να με περιμένει, σοβαρός, λιγομίλητος πάντοτε με μια σκιά μελαγχολίας στα ήσυχα μάτια του.
Από τότε και κάθε μέρα, μέσα στις γεμάτες αράχνες αποθήκες του ισογείου, την αυλή που στάλαζε εκείνη την επίμονη σιγανή και θλιμμένη καλαματιανή βροχή, μέχρι τις « αίθουσες» του πάνω ορόφου, με τις λιγοστές προθήκες, ο μπάρμπα-Γιάννης σιωπηλός με ακολουθούσε, διακριτικός και πρόθυμος να μου δώσει σημαντικές πληροφορίες για την προέλευση των ευρημάτων. Εκφραζόταν με τρόπο λιτό, άγγιζε τα ευρήματα με σεβασμό, αλλά και περηφάνια για τη μεσσηνιακή προέλευσή τους, σαν να ήταν αγαπημένα του παιδιά.
Όταν χρειαζόταν, με την ίδια σεμνότητα, ξεναγούσε τους λιγοστούς επισκέπτες του Μουσείου… 
Εκεί, στο Μουσείο Κυριακού, περάσαμε, δίπλα δίπλα, ο μπάρμπα-Γιάννης και εγώ έναν ολόκληρο χειμώνα, ακούγοντας τον αέρα να σφυρίζει, κατεβαίνοντας φορτωμένος μνήμες από το Κάστρο και βλέποντας την ομίχλη να σκεπάζει την κορυφή του και τις γύρω στέγες, να τυλίγει τον τρούλο του «Αγιάννη» και να απλώνεται στις όχθες του ποταμιού.
Εκεί, μέσα στις σιωπηλές κάμαρες, ανάμεσα στους μικρούς εκείνους θησαυρούς, ζούσαμε και οι δυο τη συγκίνηση που μας έφερνε το άγγιγμά τους. Εγώ, πρωτόπειρη, πολύ νέα αρχαιολόγος, ο δάσκαλος γεμάτος δέος και οι δυο μας περήφανοι για τα όσα πολύτιμα είχε δώσει η αγαπημένη γη της Μεσσηνίας…
Άκουγα τα βήματά του να αντηχούν στον άδειο διάδρομο, κάποτε τον έχανα για αρκετή ώρα. Ήξερα. Βρισκόταν στο μικρό πάντοτε κλειδωμένο δωμάτιο του πρώτου ορόφου, όπου φύλαγε με στοργή τα σύνεργα του φωτογράφου. Έμενε εκεί, σαν κάτι να έψαχνε. Ανάμεσά τους στεκόταν περήφανη η παλιά φωτογραφική μηχανή με την «κουκούλα». Μέσα από το φακό της ο φωτογράφος μπάρμπα –Γιάννης εκεί στα σκαλιά του «Αγιονικόλα», μπροστά στη ζωγραφιστή ταπετσαρία με την επιγραφή «Ενθύμιον Καλαμάτας», μπόρεσε να ξεχωρίσει το δρόμο, που ποθούσε να ακολουθήσει, το δρόμο της έρευνας και της γνώσης και, χωρίς να το πολυσκεφτεί, τύλιξε την κουκούλα της φωτογραφικής του μηχανής και, για όλη την υπόλοιπη ζωή του, τον ακολούθησε…
Πρόθυμος πάντοτε να ακούσει και να μάθει, με σεβασμό και διακριτικότητα παρακολουθούσε τους αρχαιολόγους που ερευνούσαν στη Μεσσηνία. Με ήρεμη επιμονή ανέπτυσσε τις δικές του απόψεις και κάποτε οδηγούσε τα βήματα τους σε τόπους που εκείνος είχε πρώτος περπατήσει με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού. Ακούραστος, περιφερόταν συγκεντρώνοντας «πληροφορίες» τις οποίες κατά την κρίση του αξιολογούσε, ενθουσιώδης πάντοτε για νέες «αρχαιολογικές» ανακαλύψεις. Με το συγκρατημένο χαμόγελό του δεχόταν τα καλοπροαίρετα πειράγματα και τον χαρακτηρισμό «ο Σλήμαν της Καλαμάτας» και απέναντι σε εκείνους που τον θεωρούσαν εκκεντρικό, είχε απέραντη κατανόηση.
Αργότερα ήλθε η ανασκαφή της Πλατείας Υπαπαντής. Εκείνο το ζεστό καλαματιανό καλοκαίρι ήμαστε και οι δυο εκεί…
Με το χαρακτηριστικό πάνινο καπέλο του στεκόταν πάνω από τους εργάτες και ακόμη και όταν εκείνοι τελείωναν τη δουλειά, έμενε μόνος του εκεί με το πάθος του μελετητή.
Τον ξαναβρήκα αργότερα στο «Μπενάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο» της Καλαμάτας. Είχε πάρει επίσημη θέση ανάμεσα στο «φυλακτικό» προσωπικό. Σεμνός ήσυχος, χωρίς απαιτήσεις, με την ικανοποίηση πως όλα εκείνα που είχε αγαπήσει είχαν βρει τη σωστή τους θέση. Με την ίδια περήφανη σεμνότητα δέχθηκε την τιμητική διάκριση που του απένειμε ο Δήμος Καλαμάτας για την προφορά του στην πόλη.
Στη Μνήμη του αφιερώνω με συγκίνηση αυτές τις λίγες γραμμές και τον ευχαριστώ..

Της Ελένης Μπόμπου – Πρωτοπαπά