«ΘΑΡΡΟΣ» 3 Ιανουαρίου 1907: Εις τα καφενεία της πλατείας αβέρτο πάγκο

«ΘΑΡΡΟΣ» 3 Ιανουαρίου 1907: Εις τα καφενεία της πλατείας αβέρτο πάγκο

Η ΠΑΡΑΜΟΝΗ
Η παραμονή της Πρωτοχρονιάς εφέτος δεν είχε να παρουσιάση τι το εξαιρετικό. Ούτε η αγορά ήτο καθώς έπρεπε, ούτε τα πρωτοχρονιάτικα εκθέματα τοιαύτα ώστε να αποσπούν την προσοχήν.

Η αγορά λόγω ίσως του καιρού δεν ήτο πλουσία. Οι γάλλοι εν τη άνω πλατεία είχον πλουσίαν παράταξιν με τους οδηγούς των τους με τα ουρανομήκη καλάμια.

Η πλατεία αύτη είχε καταληφθή από τα προς πώλησιν, από του ενός άκρου της εις το άλλο, ασφυκτικώς.

Ήρχιζον αι σειραί των ψιλικατζήδων από το κάτω μέρος, πωλούντων επί καροτσακίων όλα τα παλαιά, εν νέα χρήσι ελθόντα, πράγματα.

Κατόπιν ηκολούθει η κυρίως αγορά με τα τρόφιμα, από τα πορτοκάλλια, τα λεμόνια και διάφορα άλλα φαγώσιμα μέχρι του άλλου άκρου αυτής, όπου κατέληγον τα προς πώλησιν του άκρου αυτού, αποτελουμένη από σακκουλάκια με σιναπόσπορο, 5-6 καρύδια, 2-3 μυζήθρες κ.τ.λ. κ.τ.λ.!!!

Εννοείται δια να απεφάσιζε κανείς να διέλθη την πλατείαν αυτήν κατά μήκος, έπρεπε να λάβη υπόψιν του, ότι θα εριψοκινδύνευε. Εγώ όμως το απεφάσισα… προς χάριν σας.

Διότι η λάσπη είχεν… αποθρασυνθή, μέχρι τοιούτου βαθμού, ώστε ήρχετο μέχρι γονάταν η αθεόφοβη, αι χαράδρες και οι ρύακες καθίστων αυτήν γονιμοτάτην!

Εις την… αγοράν των ανθρώπων παρετηρείτο κίνησις αρκούσα. Ο κόσμος έτρεχεν αγοράζων και πωλών και μη αγοράζων και πωλών.

Την μεγαλυτέραν κίνησιν προσέδιδον οι τουμπανοφόροι, οι οποίοι ετυμπάνιζον όπως ετύχαινε.

Και έβλεπε κανείς, μετά δυσφορίας εννοείται, τα καραβάνια των εξελθόντων να εύχονται τον νέον χρόνον ευτυχή, τα οποία απηρτίζοντο από τους μπανιαρέους, στραβούς, τσακισμένους, παραλυτικούς, βιολιτζήδες τρεκλίζοντες και λαβουτιάρηδες παραληρούντας και παιδιά με καράβια αναποδογυρισμένα, να ωρύωνται, να γκρινιάζουν, να βγάνουν κάτι φωνάς, απαισίας, τρομακτικάς, αποτροπαίας και να αξιούν να εύχωνταν ευτυχίες και χαρές.

Εις το είδος αυτό εφέτος είμεθα πλούσιοι, πλουσιώτατοι.

Και δεν έφθανον αυτοί, αλλά και σμήνη των παιδιών, των ανδρών των διαφόρων θεσοφόρων, από καθαριστού μέχρι υπηρέτου, με τα χρωματιστά χαρτάκια αποπεντάρωνον τον κόσμον, εξαργυρώνοντα τα χαρτάκια με δεκάρες και δραχμές.

Τα εμπορικά είχον την μεγαλυτέραν πελατείαν. Όλοι έτρεχον να αγοράσουν κάτι τι για να κάμουν τον μποναμά τους. Και ήκουε κανείς τα φωνοφόρα όργανα να ωρύωνται και να προκαλούν τον κόσμον, και η φωνίτσα των παιδιών του μαγαζιού να κολακεύη αυτόν και να παρουσιάζη την έκθεσιν των διαφόρων πωλουμένων με την σύστασιν, ότι είναι ευθυνά και ωραία πράγματα.

Εννοείται τα διάφορα αυτά πρωτοχρονιάτικα εκθέματα δεν ήσαν τίποτε νέα.

Η κίνησις αύτη εξηκολούθησε μέχρι νυκτός, κίνησις αρκετά ζωηρά.

Εις τούτο εβοήθησε και ο καιρός, ο οποίος ήτο γλυκύς με… ολίγον ήλιον.

Και έβλεπε κανείς εις τα κέντρα αυτά των εκθεμάτων να συνωθείται ο κόσμος ο παντός είδους και ποιότητος δια να αγοράση κάτι και να πωλήση και αισθήματα και να επωφεληθή της φασαρίας να πειράξη και να δείξη το πνεύμα του!

Και αυτά τότε επετρέποντο διότι το είχεν η ημέρα φαίνεται!

Κορίτσα, κοριτσάκια, δνες, δνάρια, γυναίκες, άνδρες, κορτάκηδες ιδίως, παιδία, παιδάκια, νήπια, όλη δηλαδή η εξέλιξις της ηλικίας, απετέλει το μωσαϊκόν των εις τα εμπορικά την ημέραν αυτήν διατρεχόντων και των περισσοτέρων μη αγοραζόντων παρά μόνον θαυμαζόντων και πειραζόντων!

Όλως ιδιαιτέραν δε εντύπωσιν έκαμεν η πληθύς των μοιραζόντων ευχάς. Πρώτην φοράν παρουσιάσθη τοιούτον φαινόμενον, που ευρεθήκαν τόσοι στο κεφάλι μας να μοιράζουν ευχάς. Αν μη τι άλλο, θα κατάλαβαν πως έχομεν ανάγκην διαβάσματος!

Και ο κόσμος διηπόρει και εδυσφόρει με τα καραβάνια αυτά.

Μόνον εις τα παιδιά με το κασελάκι το γράφον «Εθνικός Στόλος» έδινεν ο κόσμος με την καρδιάν του και εχαίρετο με το λαμπρόν αυτό παράδειγμα.

ΑΒΕΡΤΟ ΠΑΓΚΟ
Τέλος ενύχτωσε και ήρχισεν ν’ απαλλάσσεται ο κόσμος από τας βαλαντιοφάγους ακρίδας αυτάς. Τα μπουζούκια και τα βιολιά, τα τούμπανα και οι καραμούζες κατακουρασμένα έσπευδον να κοιμηθούν το βαρούχειον δια να εξυπνήσουν μετά εν έτος να δράσουν πάλιν.

Εξησθενημένη ηκούετο κάπου η φωνή του βιολιού, απόδειξις, ότι έληξε πλέον η αποστολή του.

Τα θεώρατα καράβια έσπευδον προς τον ναύσταθμον της καταστροφής των, πολεμήσαντα αποτελεσματικώς κατά της τσέπης του κόσμου.

Η κίνησις και η ζωή ήρχισε να συσσωρεύεται εις τα καφενεία, όπου κατά τας εκ των προτέρων διαβεβαιώσεις, ο ρήγας και η ντάμα θα ωργίαζον.

Το σύνθημα εδοθη από ενωρίς και η κίνησις μετετοπίσθη ούτω εις τα καφενεία.

Εις τα καφενεία της πλατείας αβέρτο πάγκο. Κάθε τραπέζι και σταθμός χαρτοπαικτικός.

Ελευθερία νεοελληνική.

Ο κόσμος έπαιζε χωρίς κανέναν φόβον.

Και οι συνηθισμένοι να καταδιώκονται έλεγον απορούντες:

-Γιατί έτσι;

-Ήρθαν τα παληά χρόνια, συνεπλήρωνον οι ακριβέστερον πληροφορημένοι.

Σπεύδω να μπω και εγώ σ’ ένα καφενείον να ιδώ.

Απαγορεύεται. Η ατμόσφαιρα δεν επέτρεπε. Βρώμα και δυσωδία.

Στο άλλο τα ίδια και εις πολλά η αυτή κατάστασις.

Αι διάφοροι λέσχαι και λεσχίδια εις τον κολοφώνα της δόξης των.

Έπαιζε ο κόσμος και έχανεν – αν έχανε ευχαριστημένος, διότι έπαιζε με την ελευθερίαν του. Έχει βλέπετε να κάμη πολύ και αυτό στους χαρτοπαίκτας.

Τη βραδυά αυτή κατάλαβα και εγώ τι θα πη Μόντε – Κάρλο, τι είναι αυτό και τι σημαίνει.

Εις τα καφενεία και μικρομάγαζα των συνοικιών, σ’ ένα παληοτράπεζο συνωθούνται οι παίζοντες έργα και ως επί το πολύ και μεθυσμένοι ως επί το πλείστον.

Οι σταυροί και η παναγίς, οι βλασφήμιες και οι παραληρισμοί των χανόντων διεσταυρούντο και σε έτρεπον εις φυγήν.

Οι χωροφύλακες είχον αποσυρθή εις τα ίδια, ίνα εορτάσωσι και αυτοί μίαν εσπέραν ελευθερίας οι κακόμοιροι.

Ο κόσμος εφοβείτο συμπλοκάς και σκοτωμούς.

Αλλ’ άμα οπλοφορούμεν όλοι σκιάζεται ο ένας τον άλλον και ούτω χωρίς να θέλωμεν τηρείται η τάξις και δεν έχομεν ανάγκην των αστυνομικών οργάνων!

Τοιουτοτρόπως διήλθεν όλη η νύχτα αυτή της χαρτοπαιξίας χωρίς να συμβή τίποτε.

Η ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ
Την Πρωτοχρονιά παρετηρείτο ησυχία. Περιπατηταί μόνον διέτρεχον την πλατείαν, δίδοντες και λαμβάνοντες ευχάς.

Οι χαμένοι εφύοντο μαχμουρλήδες εις ουδέν προσέχοντες. Ήσαν χαϊμένοι και ζήτουν συναδέλφους των με τους οποίους συνδεδυάζοντο και τάλεγαν.

Τουναντίον οι κερδισμένοι εφαίνοντο χαρούμενοι και κομπορρημονούντες δια το κατόρθωμά των.

Περί την μεσημβρίαν η κίνησις ηύξησε. Αι επισκέψεις εις το φόρτε. Οι Βασίληδες είχον την χάριν των.

Αι μπακαλογατικαί τάξεις ωούντο εφ’ αμαξών, προμπωδέστατα και επιδεικτικώτατα.

Η κίνησις επεξετάθη και εις την Παραλίαν.

Ο κόσμος εξέδραμε μέχρις αυτής.

Αν και η ημέρα ήτο όχι χαρούμενη. Διαρκώς απειλών βροχήν ο ουρανός.

Ο κόσμος περί το εσπέρας περιωρίσθη εις τας πλατείας και τα καφενεία.

Και η θύελλα ενέσκηψεν ορμητική διαλύσασα σχέδια και εκδρομάς.

Ο κόσμος εκλείσθη εις τα καφενεία και εις τα σπίτια του.

Η ΤΡΙΤΗ ΜΕΡΑ
Η τελευταία του τριημέρου με τον χιονοβορρά δεν παρουσίασε τίποτε. Ο κόσμος δεν μπορούσε να ξεμυτίση έξω.

Κρύο φοβερό και ανυπόφορο.

Ο δειλά προβάλλων ήλιος δεν ίσχυεν να γλυκάνη την ημέραν.

Ο κόσμος εις τας εργασίας του. Οι μπακαλόγατοι εις τις σαρδέλες και το τυρί, οι χαρτοπαίκτες, οι χαϊμένοι εις το σπίτι των με το διαρκές όνειρον να ξανάρθη του Αγίου Βασιλείου να παίξουν δια να κερδίσουν.

Οι κερδισμένοι χαρούμενοι και σκεπτόμενοι πώς να διαθέσουν τα κέρδη των και παντού ησυχία και η προηγουμένη κατάστασις και με ένα χρόνο περισσότερον στη ράχι μας.