«ΘΑΡΡΟΣ» 25 Απριλίου 1913: Η Βυζαντινή τέχνη εις Καλάμας

«ΘΑΡΡΟΣ» 25 Απριλίου 1913: Η Βυζαντινή τέχνη εις Καλάμας

Ο Π. Γεωργιάδης, επίτροπος του Μητροπολιτικού Ναού Καλαμών, δι’ αναφοράς του προς το Υπουργείον των Εκκλησιαστικών, εκοινοποίησεν ότι εις τον κάτωθι του Ναού Νεκροταφείου, κείμενον Βυζαντινόν παμπάλαιον Ναόν του Αγίου Χαραλάμπου, ανεκάλυψε τη βοηθεία ειδικού, εικόνας αρίστης Βυζαντινής τέχνης, προς διάσωσιν των οποίων επικαλείται την μέριμναν του Υπουργείου.

Ο Υπουργός Τσιριμώκος διαβιβάζων την αναφοράν του Γεωργιάδου προς τον Νομάρχην, συνιστά την λήψιν μερίμνης δια τας αναφερομένας βυζαντινάς εικόνας.

ΔΥΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΤΑΚΡΑΤΟΥΜΕΝΑΙ

«ΘΑΡΡΟΣ»  16 Μαΐου 1913

Κύριε συντάκτα,

Επειδή κατ’ αυτάς πολύς γίνεται λόγος περί δύο εικόνων αρχαιολογικής αξίας και εν τω φύλλω της εφημερίδος σας 25ης παρελθόντος ανεγράψατε ότι εγώ τας ανεύρον, ενώ ατυχώς δεν είμαι εις θέσιν να ευρίσκω, πολλώ δε μάλλον να εκτιμώ αρχαιότητας, και ανέφερον την εύρεσιν τούτων εις το επί των Εκκλησιαστικών Υπουργείον, δεν κρίνω άσκοπον όπως αποφεύγωντας καθ’ εκάστην παρά διαφόρων εξ ενδιαφέροντος και περιεργείας ζητουμένας, δημοσιεύω το εις το Υπουργείον υποβληθέν εις τας 29 Μαρτίου ε.έ. υπόμνημά μου, το αναφέρον λεπτομερώς το ιστορικόν των εικόνων τούτων.

«Προ τετραετίας υπηρετών ενταύθα ο ήδη εν Πειραιεί καθηγητής Ν. Φοίφας, Καλάμιος και υιός ιερέως, ανεύρε εις τον Βυζαντινόν πανάρχαιον ναόν του Αγίου Χαραλάμπους δύο εικόνας αρχαίας, παραστώσας την μεν μίαν όλας τας εορτάς της Θεοτόκου ειλημμένας εκ του τροπαρίου «Επί σοι χαίρει κεχαριτωμένη πάσα η κοίσις Αγγέλων το σύστημα» ή οι το Γενέθλιον της Θεοτόκου, τα Εισόδια, τον Ευαγγελισμόν κ.λπ., την δε ετέραν τον Άγιον Κωνσταντίνον έφιππον και μεθ’ ιπποκόμου εν εκτάσει, ότε είδε την οπτασίαν εν τω ουρανώ «Κωνσταντίνε εν τούτω νίκα», συμβάσαν κατά την εποχήν της κατά του Λικινίου εκστρατείας.

Eν τη εικόνι ταύτη εις το άνωθεν μέρος προς τα δεξιά υπάρχουσιν αστέρες, η δε στολή ήν περιέβληται δεν ομοιάζει προς την συνήθη ήδη εν χρήσει, αλλά είναι αυτοκρατορική. Την εύρεσιν ταύτην ο Φοίφας την ανήγγειλε εις τον Πολίτην, συμπολίτην μας καθηγητήν του Πανεπιστημίου, όστις ως έμαθον του έγραψε ότι έχουσιν αρχαιολογικήν αξίαν διότι ο άγιος Κωνσταντίνος εζωγραφείτο έφιππος μέχρι του 16ου αιώνος. Της ευρέσεως έλαβεν γνώσιν και ο Επίσκοπος και τας παρέδωκεν εις τους προκατόχους μας επιτρόπους, με την εντολήν όπως τας δώσωσι εις τεχνίτην και τας πλαισιώσει προς διατήρησιν, διότι ο χρόνος ήρξατο να επιδρά επ’ αυτών, όπερ και έπραξεν, δαπανησάσης της εκκλησίας μας, ως οι προκάτοχοι ομολογούσι και ως τα βιβλία της διαχειρήσεως των αναγράφουσι, δρχ. 45.

Αμφότεραι αι εικόνες έχουσι μήκος 30-35, πλάτος δε 25-28, διότι ηυτύχησα να τας ίδω κατόπιν προσκλήσεως του Φοίφα, οπότε ήσαν εις τον τεχνίτην.

Περατωθείσης της εργασίας μετεφέρθησαν εις την εκκλησίαν μας, παραμείνασαι ένα μήνα περίπου. Μετά ταύτα διαταγή του Επισκόπου, όστις ως ομολογούσιν οι προκάτοχοί μας τοις έκαμε και έγγραφον καθιστών αυτούς υπευθύνους, εις την οικίαν του ιερέως Χριστοπούλου, όπου και τας είδον εγώ και παρεξενεύθην, και ακολούθως εις την Επισκοπήν, όπου ως μανθάνω, ουδεμίαν έχουσι θέσιν.

Αναλαβών την ιδιότητα του επιτρόπου τας εζήτησα από τον ιερέα Χριστόπουλον, όστις και τότε ήδη είναι επίτροπος και δημοδιδάσκαλος συνάμα, μοι εδόθη δε η απάντησις ότι δεν δικαιούμαι να τας ζητήσω και κατόπιν λογομαχίας ότι εστάλησαν εις το αρχαιολογικόν μουσείον. Του εζήτησα δε να μοι επιδειχθή η απόδειξις της παραλαβής, αλλά δεν μοι επεδείχθη.

Φέρων ταύτα εις γνώσιν του Σ. Υπουργείου, ευλαβώς εξαιτούμαι, όπως παραγγελθή ο Σεβασμιώτατος και τας παραδώση εις την εκκλησίαν ως κτήμα αυτής, ή αν δε δεν είναι τούτο δυνατόν και έχουσιν ως ερρέθη αρχαιολογικήν αξίαν και δεν είναι δυνατόν να παραμένουσιν ενταύθα, όπερ και δίκαιον να μας επιτραπή, όπως προς τιμήν της Α.Μ. του Βασιλέως μας, λάβωμεν φωτογραφίας της μιας, του αγίου Κωνσταντίνου (ήτις δεν αμφιβάλλω ότι θα είναι ομοία προς την υπό του Σεβασμιωτάτου αγίου Κιτίου δωρηθείσαν τω Μεγαλειωτάτω), ίνα την μεγεθύνωμεν καθόσον παντάπασιν στερούμεθα εικόνος του αγίου Κωνσταντίνου πάνυ αναγκαίας ήδη».

«Καθ’ όσον ανεπισήμως έμαθον το Υπουργείον επιστρέψαν το άνωθεν υπόμνημά μου εις την Νομαρχίαν, εζήτει όπως εξακριβωθή  το αληθές των εν αυτώ εκτεθειμένων και το πόρισμα της ενεργείας γνωστοποιηθεί αυτώ.

Η Νομαρχία δια του Δημάρχου Καλαμών εκοινοποίησεν έγγραφον εις τον επίτροπον ιερέα Χριστόπουλον, παραγγέλουσα τούτον να παραδώση τας εικόνας εις την εκκλησίαν και εντός τριών ημερών να αναφέρη, ο δε ιερεύς απήντησε ότι τας παρέδωκε εις τον Επίσκοπον, ούτος δε ότι τας κρατεί προς φύλαξιν εν τη Επισκοπή. Κατόπιν όλων αυτών δικαιούμαι και μοι επιβάλλεται νομίζω και ως δημότης Καλαμών, και ως ενορίτης, και ως επίτροπος, να ερωτήσω διατί αι εικόνες αυταί είτε έχουσαι, είτε μη  αρχαιολογικήν αξίαν, να αφαιρεθώσιν εκ του Μητροπολιτικού Ναού, όστις επλήρωσε εις τας 15 7/βρίου 1909 δρχ. 45 δια την πλαισίωσιν αυτών; Ποίαν αρμοδιότητα και τι δικαίωμα έχει ο Επίσκοπος να φυλάσση εις το μέγαρόν του αντικείμενα ανήκοντα εις τον Ναόν, ή μάλλον εις την πόλιν; Δεν εμπιστεύεται τους επιτρόπους, οίτινες, εξελέγησαν υπό της ενορίας; Τότε αξιόλογα αν νομίζει, όπερ δεν νομίζω τουλάχιστον εγώ και από τας τρεις άνω ιδιότητας, ότι έχει τοιούτον δικαίωμα, δύναται κάλλιστα και την Εικόνα της Θεοτόκου να την φυλάσση εις την Επισκοπήν του και να την παραδίδη εις την Εκκλησίαν προς προσκύνημα όποτε κρίνη εύλογον.

Αν δε έχουσι αρχαιολογικήν αξίαν και η πόλις μας δεν έχει κατάλληλον οίκημα, ο δε Ναός της Υπαπαντής ο περικλείων τόσα σκεύη και τόσα κειμήλια δεν είναι επαρκής, διατί δεν στάλησαν εις το Χριστιανικόν Μουσείον; Ο νόμος περί Ενοριών δια βαρειών ευθυνών και δια τα ελάχιστα αντικείμενα περιβάλλει τους Επιτρόπους.

Νομίζω, ότι δια την τοιαύτην συζήτησιν δεν μας αποκλείεται το δικαίωμα, διότι ως αντελήφθην φρονούσιν ότι ο Επίσκοπος δια την εκκλησίαν είναι πρόσωπον βωβόν και δυστυχώς το επέτυχον κατά πλειοψηφίαν, τούτο δε διότι ενώ έχω αναγράψει εις τον προϋπολογισμόν κονδύλιον δια καλλωπιστικά έργα 7.225 δρχ. και ναός μ’ όλα τα παχύτατα εκτός του Νόμου μισθολόγια και μετά τας υπέρ των επιστράτων εισφοράς ευπορεί δι’ όλα, εν τούτοις καίτοι το λογιστικόν έτος εγγίζει την λήξιν του δεν γίνεται, αλλά περί τούτων και περί άλλων προκαλούμενος εν καιρώ.

Μεθ’ υπολήψεως

Παν. Αναστ. Γεωργιάδης

_______________ 

OI ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΙΤΗΣΕΩΣ ΕΝΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ  ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ

Προς τους αξιοτίμους ενορίτας του ενταύθα Ιερού Ναού Υπαπαντής του Σωτήρος

«ΘΑΡΡΟΣ» 26 Μαΐου 1913

Έκαστος, αναλαμβάνων, και δη δι’ εκλογής τιμητικήν τινα υπηρεσίαν, οφείλει κατά την κρίσιν μου, παραιτούμενος προ της λήξεως ταύτης, να εκθέτη δια δημοσιεύματος τους λόγους ένεκα των οποίων παρητήθη, ίνα μη εισχωρώσι παρεξηγήσεις.

Τούτο και εγώ πράττω σήμερον, εξαναγκασθείς να παραιτηθώ προς της λήξεως της ιεράς και τιμητικής υπηρεσίας του εκκλησιαστικού συμβουλίου, ην δια της ομοθύμου σχεδόν ψήφου σας μοι αναθέσατε.

Παρητήθην λοιπόν διότι ο Σος Επίσκοπος δια της επιμόνου στάσεώς του μας εξηνάγκασε να κανονίσωμεν εξωγκωμένας τας μισθοδοσίας των ιερέων και δη του ιερέως Θεοδοσίου Χριστοπούλου. Και ενώ εισέπραττον μηνιαίως δια των συνήθων δίσκων των περί τας 60 δραχμάς, λαμβάνουσι σήμερον 150 προς βλάβην των πολλών και ποικίλων αναγκών του Ναού.

Μη γνωρίζοντες ότι ο Σος είχεν ορίσει, κατά τα κεκανονισμένα, μονοπώλιον των ληξιαρχικών βιβλίων, επρομηθεύθημεν τοιαύτα εκ των καταστημάτων των Βενιοπούλου και Μανίνου, μας εξηνάγκασε να τα πληρώσωμεν και να μένωσιν άχρηστα, διότι επ’ ουδενί λόγο εδέχετο να τα εγκρίνη δια της υπογραφής του. Και ούτω ηναγκάσθη ο Ναός να ζημιωθή και να εξαναγκασθή ο συνάδελφος Γεωργιάδης να παραιτηθεί, εκλεγείς και πάλιν παμψηφεί προς αποδοκιμασίαν των εξαναγκασάντων αυτόν εις παραίτησιν.

Ενώ ο Ναός τη συνδρομή και ευσεβούς κυρίας εδαπάνησε πολλάς εκατοστιαίας δραχμών προς κατασκευήν χρυσοϋφάντων στολών των ιερέων και του διακόνου, ο Επίσκοπος έκλεισε ταύτας εις ερμάριον και λαβών τας κλεις έδωκε ταύτας εις τον ευνοούμενόν του ιερέα, άνευ ουδεμιάς γνωστοποιήσεως τούτου προς ημάς, ως να είχεν εξοδεύση εκ του ιδιαιτέρου ταμείου. Και ούτω τας επισήμους εορτάς του αγίου Βασιλείου κ.λπ. έμειναν οι λοιποί ιερείς με τας απλάς στολάς των, ενώ μας εγένοντο πλείστα παράπονα παρά των ενοριτών μας.

Τον Παναγιώτην Καραμπατέαν, τον οποίον πάντες γνωρίζετε, σχόντα την ευσεβή καλωσύνην να αντικαταστήση, άνευ ουδεμιάς αμοιβής τον αριστερόν ιεροψάλτην επί τετραμήνου, απεμάκρυνε του χορού παρά την γνώμην μας και άνευ ουδενός λόγου την τελευταίαν στιγμήν, προ της ενάρξεως του εσπερινού της μνήμης της πολιούχου, χαριζόμενος εις ευνοουμένους του ιεροψάλτας.

Δι’ όλα τα ανωτέρω και δι’ άλλα παραλειπόμενα επί του παρόντος, απεφασίσαμεν να υποβάλωμεν εγγράφως παράπονα τω Σεβασμιωτάτω. Ποίον νομίζετε, κύριοι, ήτο το αποτέλεσμα; Ακούσατε και κρίνατε. Μας επέστρεψε σχεδόν αυθωρεί το έγγραφο με σημείωσιν εις το περιθώριον, ως ανάξιον απαντήσεως και περιφρονητέον! Τοιαύτη απάντησις, κύριοι, μας εδόθη! Από ποίον; Από τον αντιπρόσωπον του ανεξικάκου Θεανθρώπου, όστις και αδίκως σταυρούμενος παρεκάλει τον ουράνιον πατέρα να συγχωρήση τους σταυρωτάς του.

Εσκέφθημεν τότε να παραιτηθώμεν, αλλ’ ημποδίσθημεν παρά πλείστων αξιοτίμων ενοριτών μας.

Αλλά μήπως είχομεν να κάμωμεν μόνον με τον Επίσκοπον; Όχι, κύριοι. Είχομεν να κάμωμεν και με τον ευνοούμενόν του ιερέα, θεοδόσιο Χριστόπουλον, όστις κάμνει κατάχρησιν της ευνοίας του προϊσταμένου του και εννοεί να κανονίζη και τα εκκλησιαστικά και τα διδασκαλικά καθήκοντά του, διότι ως γνωρίζετε, είναι και δημοδιδάσκαλος, εννοεί, λέγω, να κανονίζη τα πάντα κατά το συμφέρον του.

Αλλά περί του ιερέως τούτου αποφεύγω επί του παρόντος να εκθέσω τα καθέκαστα, ευλαβούμενος τον οικογενειακόν μου σύνδεσμον.

Θα τα εκθέσω όμως προσεχώς όπου δει.

Εν τέλει κύριοι μάθετε, ότι ενώ έχομεν ψηφίσει διάφορα κονδύλια καλλωπιστικών έργων του ναού και έχομεν καταθέσει τα αναγκαιούντα χρήματα και πλείονα τούτων εις Τράπεζαν και επρομηθεύθημεν σχέδια και τιμοκαταλόγους δια τα άνω έργα και εζητήθη η γνώμη του Επισκόπου περί τούτων, ο Σεβασμιώτατος αναβάλλει να εκφέρη τοιαύτην, ισχυριζόμενος ότι δήθεν περιμένει ειδικόν τεχνίτην.

Και ούτω λήγει το λογιστικόν έτος και ουδέν άξιον λόγου έργον εγένετο. Μετά τα ανωτέρω κύριοι, υμείς είσθε αρμόδιοι να κρίνητε, αν καλώς ή κακώς έπραξα παραιτηθείς, ως και εάν κατά το χρονικόν διάστημα της υπηρεσίας μου, εξεπλήρωσα ταύτην κατά τας προσδοκίας σας.

Μετά πολλής υπολήψεως και αγάπην

Ηλίας Γ. Σφακιανάκης