Ο Νίκος Σιδέρης στο «Θ»: «Η ζωτική μεσογειακή μας εξωστρέφεια δοκιμάστηκε άσχημα με την πανδημία»

Ο Νίκος Σιδέρης στο «Θ»: «Η ζωτική μεσογειακή μας εξωστρέφεια  δοκιμάστηκε άσχημα με την πανδημία»

Ο καταξιωμένος ψυχίατρος και συγγραφέας, Νίκος Σιδέρης, μιλά στο «Θ»«Ο δρόμος της εφικτής ευτυχίας είναι η επάρκεια του μερικού»

Πόσο μας επηρέασαν ψυχικά η πανδημία και η καραντίνα ως συνεπακόλουθό της; Επηρέασαν όλες τις ηλικίες το ίδιο; Η επίσκεψη στον ψυχίατρο σταμάτησε επιτέλους να είναι «ταμπού» ή οι ψυχικές συνέπειες της πανδημίας οδηγούν πλέον περισσότερο κόσμο στην πόρτα του;

Σε αυτά και άλλα ερωτήματα δίνει απαντήσεις στη συνέντευξη που ακολουθεί ο καταξιωμένος ψυχίατρος, ψυχαναλυτής και συγγραφέας, Νίκος Σιδέρης, ο οποίος αύριο το απόγευμα στις 7.00 θα είναι κεντρικός ομιλητής στην εκδήλωση του Εργαστηρίου Δημιουργικής Απασχόλησης και Έκφρασης Παιδιών «Παράθυρο στον Ήλιο» στο ξενοδοχείο Rex, με θέμα «Πώς το παιδί μαθαίνει να ζητά λαβαίνοντας υπόψη και τον άλλον».

Ο κ. Σιδέρης επιβεβαιώνει ότι παθολογίες, όπως η κατάθλιψη, το άγχος, οι ψυχοσωματικές παθήσεις και οι διαταραχές προσωπικότητας, έχουν αυξηθεί αισθητά τα τελευταία χρόνια.

Για την επιρροή που δεχτήκαμε όλοι από την επέλαση του κορωνοϊού, τόνισε ότι η πανδημία αλλοίωσε ριζικά την αναπαράσταση του άλλου, ενώ «ο άλλος άνθρωπος, ακόμη και ο πιο δικός μας, εκτός από φορέας σχέσης και αγάπης, κατέστη και φορέας απειλής (ιός)». Για δε τους Έλληνες, «η ζωτική μεσογειακή μας εξωστρέφεια δοκιμάστηκε άσχημα».

«Πιο άοπλοι», όμως, βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη σκληρή πραγματικότητα οι νεότεροι άνθρωποι και είτε αρνήθηκαν την πραγματικότητα είτε ενηλικιώθηκαν βίαια και, ως εκ τούτου, στρεβλά.

Τέλος, τονίζει ότι «τα παιδιά μας είναι παιδιά ανθρώπων και όχι ημίθεοι», ενώ οι «φαντασιώσεις μεγαλομανίας φορτώνουν τα παιδιά με βάρος ασήκωτο και τελικά τα τρελαίνουν, αφού “πρέπει” να είναι “ο πρώτος” ή “η πρώτη” στην πασαρέλα ναρκισσισμού που έχει καταντήσει να είναι το σχολείο και οι χώροι συναναστροφών».

-Σας συναντάμε ξανά στην Καλαμάτα ως κεντρικό ομιλητή, κι αυτή τη φορά στην εκδήλωση του Εργαστηρίου Δημιουργικής Απασχόλησης και Έκφρασης Παιδιών «Παράθυρο στον Ήλιο», με θέμα «Πώς το παιδί μαθαίνει να ζητά λαβαίνοντας υπόψη και τον άλλοn», που είναι και ο τίτλος του νέου σας βιβλίου και το οποίο πρόσφατα παρουσιάσατε. Τα παιδιά της σημερινής εποχής ή τα παιδιά της «πανδημίας» έχουν αλλάξει, δηλαδή, τις απαιτήσεις τους κι αυτό χρειάζεται οριοθέτηση;

Η πανδημία βιώθηκε δραματικά, ιδίως κατά τη φάση του εγκλεισμού, οπότε ακόμη και οι τυπικοί χώροι επαφής και κοινωνικοποίησης των παιδιών (σχολείο, πάρκο, γιορτές και πάρτι) αποκλείστηκαν. Και γενικότερα, όμως, ακόμη και όταν ξανάνοιξαν τα σχολεία και ξανάρχισαν οι κοινωνικές συναναστροφές, πάλι ο άλλος είχε μια χροιά δυνητικής απειλής (φορέας του ιού), που υπαγόρευε φανερές ή ασυναίσθητες συμπεριφορές αποφυγής.

Σε αυτές τις συνθήκες, ιδίως δε όταν τα παιδιά περνούσαν όλο το εικοσιτετράωρο στο σπίτι, είδαμε κάτι αυτονόητο να παίρνει διαστάσεις που ξεπερνούσαν τις δυνατότητες χειρισμού του από τους γονείς. Συγκεκριμένα: Τα παιδιά πάντοτε κάτι ζητούν από τους γονείς τους. Αυτό είναι αναμενόμενο, αφού τα παιδιά κατά κανόνα χρειάζονται τη συνδρομή ή τη συμμετοχή των μεγάλων για να μπορέσουν να χαρούν αυτό που θέλουν (παιχνίδι, βόλτα, μεταφορά σε χώρους συνάντησης με άλλα παιδιά…). Στη φάση του εγκλεισμού, ωστόσο, τα παιδιά δεν μπορούσαν να μοιραστούν με άλλους εκτός σπιτιού τα θέλω τους και τις δραστηριότητές τους. Κι έτσι έφτασαν να βομβαρδίζουν τους γονείς τους με ασταμάτητα αιτήματα για παιχνίδι, αγκαλιά, επικοινωνία, εξήγηση, δραστηριότητες… χωρίς ποτέ να χορταίνουν. Αυτή η καταιγίδα αιτημάτων έκανε τους γονείς να αισθάνονται αφόρητη πίεση, να σκέφτονται αρνητικά και για τον εαυτό τους και για τα παιδιά τους, να φτάνουν σε απόγνωση, ενίοτε να ξεσπούν με ανεξέλεγκτες συμπεριφορές, ακόμη και με στάσεις βίας ή απόσυρσης.

Με άλλα λόγια, το αυτονόητο μετατράπηκε σε σύμπτωμα: Το ότι τα παιδιά είναι αναπόφευκτο να ζητούν από τους γονείς τους μετατράπηκε σε κατάσταση προβληματική και αδιανόητη.

Οι γονείς μιλούσαν μεταξύ τους και με τους εκπαιδευτικούς για αυτό το αδιέξοδο. Και γονείς και εκπαιδευτικοί μίλησαν και σε μένα για την ταλαιπωρία και την απορία τους. Αυτή υπήρξε και η πρώτη αφορμή για να γράψω αυτό το βιβλίο. Εκεί αναλύεται διεξοδικά και κατανοητά απ’ όλους τι σημαίνει «απευθύνω αίτημα στον άλλον», τα φανερά συστατικά του αιτήματος, καθώς και το ότι κάθε αίτημα στο βάθος του είναι αίτημα για αναγνώριση και αγάπη (αυτό ισχύει για όλους, σε όλες τις ηλικίες!).

Με βάση την κατανόηση του φαινομένου, παρουσιάζεται με τρόπο εύληπτο και άμεσα εφαρμόσιμο στο σπίτι και στην τάξη μια μέθοδος που βοηθάει το παιδί να μεταβεί από τη ναρκισσιστική απαίτηση («Θέλω αυτό και το θέλω τώρα!») στο έντεχνο αίτημα. Δηλαδή, να μάθει να ζητά λαβαίνοντας υπόψη και το ότι ο άλλος είναι άνθρωπος με συγκεκριμένες δυνατότητες να ικανοποιήσει το εκάστοτε αίτημα του παιδιού. Κάποιες φορές μάλιστα θα πει στο παιδί: «Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ».

Σκοπός της αναπτυξιακής κατάκτησης του έντεχνου αιτήματος είναι το παιδί να ζητάει αυτά που επιθυμεί, αλλά ταυτόχρονα να μπορεί να δέχεται τη ματαίωση χωρίς αυτό να θίγει τη σχέση με τον άλλον. Με απλά λόγια, να κάνει τη διάκριση ανάμεσα σε αγάπη και χατίρια, να μην μπερδεύεται και λέει «Δε μ’ αγαπάς γιατί δε μου παίρνεις παγωτό»: Άλλο το παγωτό, άλλο η αγάπη!

-Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι φτάνουν στην πόρτα του ψυχιάτρου. Έπαψε πλέον να θεωρείται η επίσκεψη στον ψυχίατρο «κοινωνικό στίγμα» ή όλο και πιο πολλοί συνάνθρωποί μας εμφανίζουν προβλήματα ψυχικής υγείας;

Ισχύουν και τα δύο. Παθολογίες όπως η κατάθλιψη, το άγχος, οι ψυχοσωματικές παθήσεις και οι διαταραχές προσωπικότητας έχουν αυξηθεί αισθητά, ιδίως στις πόλεις. Παράλληλα, όλο και περισσότεροι άνθρωποι αποδέχονται ότι και η ψυχική διαταραχή χρειάζεται τη βοήθεια γιατρού ή άλλου ειδικού, αν και συχνά με περισσότερες επιφυλάξεις απ’ ό,τι αν πρόκειται για παιδίατρο ή ορθοπαιδικό…

-Ευσταθεί ότι έχει μειωθεί σημαντικά το όριο ηλικίας ανθρώπων που παρουσιάζουν συμπτώματα κατάθλιψης ή άλλων ψυχικών ασθενειών και, μάλιστα, ότι έχει αυξηθεί το ποσοστό ανήλικων ασθενών (ηλικίας 15-16 ετών); Αν όντως αληθεύει αυτό, πού οφείλεται κατά τη γνώμη σας;

Δεν είναι εύκολο να πούμε κατά πόσο αυτή η μείωση οφείλεται στο ότι όλο και μικρότερες ηλικίες εμφανίζουν κατάθλιψη κ.λπ. και κατά πόσο συνειδητοποιήσαμε ότι αυτό όντως συμβαίνει, οπότε πιο εύκολα αναζητάμε και αναγνωρίζουμε αυτές τις παθολογίες, υπερβαίνοντας π.χ. το κλισέ «παιδί=ξενοιασιά» και άλλα παρόμοια. Πάντως, ισχύουν και οι δύο λόγοι.

Ζούμε στην εποχή του ναρκισσισμού, δηλαδή της λατρείας του υπερτροφικού Εγώ. Αυτό επηρεάζει και τον τρόπο ανατροφής των παιδιών μας. Η κυρίαρχη εικόνα πιέζει και ωθεί τους γονείς να μεγαλώνουν ένα παιδί υπερ-νάρκισσο, σύμφωνα με τη λογική «Παιδί μου, ό,τι ήμουν εγώ και ό,τι δεν ήμουν εγώ, θα είσαι εσύ στον κύβο».

Όπως είναι φανερό, τέτοιες φαντασιώσεις μεγαλομανίας φορτώνουν τα παιδιά με βάρος ασήκωτο και τελικά τα τρελαίνουν, αφού «πρέπει» να είναι «ο πρώτος» ή «η πρώτη» στην πασαρέλα ναρκισσισμού που έχει καταντήσει να είναι το σχολείο και οι χώροι συναναστροφών.

Κι έτσι εξωθούμε τα παιδιά μας να βιώνουν το ότι δεν είμαι ο πρώτος ή η πρώτη ως υπαρξιακή αποτυχία, πηγή απογοήτευσης, άγχους, κατάθλιψης, επιθετικότητας ή καταφυγής σε ναρκωτικά…

Παιδιά ανθρώπων είναι τα παιδιά μας, όχι ημίθεοι. Ας το θυμόμαστε αυτό και ας τα διδάξουμε να επιδιώκουν το καλύτερο, το ουσιαστικό, και να είναι ευτυχισμένα ακόμη και αν δεν είναι «ο πρώτος» ή «η πρώτη» σε πλούτη, ομορφιά, φορέματα, κινητά, δημοφιλία… μύρια όσα δολώματα που σε κάνουν να ξεχνάς τον εαυτό σου για να παραστήσεις κάτι που οι άλλοι φαντάζεσαι ότι περιμένουν να είσαι για να σε θαυμάσουν (για λίγη ώρα, ας το διευκρινίσουμε…).

-Μια νέα αμερικανο-γαλλική επιστημονική έρευνα, που είδε πρόσφατα τη δημοσιότητα, έδειξε ότι η πανδημία και η καραντίνα «κτύπησαν» κατά πλειοψηφία τους νέους, ενώ αντίθετα άφησαν αλώβητους τους μεγαλύτερους, άνω των 60. Υπολογίστηκε ότι, συνολικά, εν καιρώ πανδημίας η μέση προσωπικότητα άλλαξε όσο θα άλλαζε μέσα σε μια κανονική – χωρίς κορωνοϊό – δεκαετία. Η αλλαγή ήταν πιο αισθητή στους νεαρούς ενήλικες που εμφάνισαν σημάδια μικρότερης ωριμότητας, με τη μορφή αυξημένου νευρωτισμού και μειωμένης φιλικότητας και ευσυνειδησίας.

Έχετε διαπιστώσει να ισχύει κάτι αντίστοιχο για τα ελληνικά δεδομένα και πού, κατά την επιστημονική σας άποψη, οφείλεται;

Δε γνωρίζω αντίστοιχα ερευνητικά ευρήματα για την Ελλάδα. Ωστόσο, μπορώ να σχολιάσω τα ευρήματα της αναφερόμενης έρευνας. Η πανδημία αλλοίωσε ριζικά την αναπαράσταση του άλλου. Ο άλλος άνθρωπος, ακόμη και ο πιο δικός μας, εκτός από φορέας σχέσης και αγάπης, κατέστη και φορέας απειλής (ιός). Αυτή η εσωτερική σύγκρουση μας έκανε επιφυλακτικούς απέναντι ακόμη και στους συγκατοίκους μας, ακόμη και στην οικογένειά μας, ακόμη και απέναντι στους πιο αγαπημένους και οικείους. Παράλληλα, ο όποιος τρίτος έφτασε να ενσαρκώνει τον «αόρατο εχθρό» που θα μπορούσε να με μολύνει. Αυτή η αλλοίωση της εικόνας του άλλου ανθρώπου και της σχέσης μαζί του παρατηρήθηκε και στην Ελλάδα και έχει αναλυθεί και από εμένα και από άλλους επιστήμονες αρκετά διεξοδικά.

Προφανώς, αν αισθάνομαι ότι με περιτριγυρίζει ένας αόρατος θανάσιμος εχθρός, βρίσκομαι αντιμέτωπος με τον πειρασμό «να σώσω τον εαυτό μου πρώτα», ακόμη και αν αυτό υποβαθμίζει την ποιότητα της σχέσης με τους άλλους ανθρώπους, ακόμη και αν παρεμποδίζει την ομαλή ανάπτυξη της δικής μου προσωπικότητας. Αυτός ο πειρασμός του εγωκεντρισμού, βεβαίως, πριμοδοτείται και τροφοδοτείται από τη διάχυτη κουλτούρα του καταναλωτικού ναρκισσισμού. Έχει, όμως, όπως είδαμε, και το τίμημά του.

Στην Ελλάδα, τα πράγματα δεν είναι ούτε αυτή τη φορά τόσο απλά όσο ίσως φαίνονται στη Γαλλία ή την Αμερική ή τη Σουηδία. Η ζωτική μεσογειακή μας εξωστρέφεια δοκιμάστηκε άσχημα και τροφοδοτούσε διαρκώς τον πειρασμό της εξαίρεσης ως προς την τήρηση των υγειονομικών κανόνων. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο στην επαρχία και στους μικρότερους οικισμούς, με αποτέλεσμα κάποιες φορές να πληρώσουμε βαρύτατο τίμημα, όπως ομαδικούς θανάτους έπειτα από κηδεία όπου συμμετείχαν σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του χωριού με ανεπαρκείς προφυλάξεις…

Είναι καλό, ωστόσο, να κάνουμε μία σημαντική διάκριση: Η πανδημία αντιπροσωπεύει ένα παρατεταμένο στρες, δηλαδή πίεση και καταπόνηση των ανθρώπων και των συστημάτων. Μια απροσδόκητη, αρχικά αδιανόητη δοκιμασία που απειλούσε και την ίδια τη ζωή μας, όχι μόνο τον τρόπο ζωή μας. Μια «ατελείωτη» αντιξοότητα, που μας έπιασε απροετοίμαστους και μας εξανάγκασε να αλλάξουμε βίαια και σε μια νύχτα όλες τις σταθερές αναφορές της καθημερινής ζωής μας, αλλά και την αίσθηση της ύπαρξής μας, δείχνοντάς μας πόσο ευάλωτοι είμαστε όλοι μας.

Οι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας είχαν ζήσει ή είχαν ακούσει αρκετά για φοβερές δοκιμασίες (π.χ. πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος, φτώχια…) και κατείχαν επαρκώς την τεχνογνωσία αιώνων που έχει συσσωρεύσει η ανθρωπότητα για την αντιμετώπιση τέτοιων αντίξοων καταστάσεων. Γι’ αυτό και προσαρμόστηκαν ταχύτερα και καλύτερα στις νέες συνθήκες και στους περιορισμούς που απαιτούσε η αντιμετώπιση της πανδημίας.

Οι νεότεροι άνθρωποι όμως, ιδίως στις δυτικές μητροπόλεις, δεν είχαν ούτε εμπειρία ούτε ακούσματα σχετικά με την τέχνη του αντεπεξέρχεσθαι σε τέτοιες μεγάλες δοκιμασίες. Μεγάλωσαν με την ψευδαίσθηση ότι η ζωή είναι ένα ασταμάτητο πάρτι, ότι ο κόσμος τούς χρωστούσε όλα όσα ήθελαν και ότι το Εγώ τους είναι και τεράστιο και άτρωτο. Γι’ αυτό και όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη σκληρή πραγματικότητα ήταν πολύ πιο άοπλοι από τους πιο παλιούς.

Και είτε αρνήθηκαν την πραγματικότητα είτε ενηλικιώθηκαν βίαια και, ως εκ τούτου, στρεβλά.

-Επανορθώνονται οι ψυχικές ζημίες που έχουμε υποστεί;

Εκτιμώ πως ναι για πολλούς λόγους, ο κυριότερος των οποίων είναι ο εξής: Πολύ σύντομα η εμπειρία της πανδημίας και της αντιμετώπισής της πλαισιώθηκε με ισχυρό και αποτελεσματικό έγκυρο λόγο, πολιτικό και θεσμικό. Έτσι το αδιανόητο κατέστη απειλή μεν, αλλά που τη χωράει ο νους και μπορεί να την επεξεργαστεί ο λόγος. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, και οι απώλειες και τα άγχη που γεννάει η πανδημία μπορούν να μετατραπούν σε πολιτισμικό τραύμα, δηλαδή να υποστούν κατάλληλη επεξεργασία και, τελικά, να εμπλουτίσουν την ανθρωπότητα με μία ακόμη ισχυρή τεχνογνωσία αντιμετώπισης των απειλών.

-Τι θα συμβουλεύατε τους γονείς, προκειμένου να διαφυλάξουν την ψυχική υγεία των παιδιών τους και τι τους νέους, για να έχουν ψυχική υγεία;

Τους γονείς θα συμβούλευα ένα πράγμα, που συνοψίζει όλους τους νόμους και τους προφήτες της γονεϊκής λειτουργίας: Μη φοβάστε να είσθε γονείς, δηλαδή να μεγαλώνετε τα παιδιά σας συνδυάζοντας αγάπη και κανόνες.

Τους νέους θα συμβούλευα το εξής: Κοιτάξτε μέσα σας, γνωρίστε τον εαυτό σας, αναγνωρίστε την επιθυμία σας και φροντίστε να είσθε συνεπείς με αυτήν. Δηλαδή, έτοιμοι να καταβάλλετε κάθε προσπάθεια για την πραγμάτωσή της, αλλά και εξίσου έτοιμοι να αποχαιρετήσετε όποιες πτυχές ή εκδοχές της αποδεικνύονται εξωπραγματικές. Ο δρόμος της εφικτής ευτυχίας είναι η επάρκεια του μερικού.

Της Βίκυς Βετουλάκη