Σε διαβούλευση έως τις 17 Ιουλίου έχει τεθεί η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων για τα έργα αντιδιαβρωτικής προστασίας της Μικρής Μαντίνειας, στο αντίστοιχο μητρώο του υπουργείου Περιβάλλοντος, αναμένοντας γνωμοδοτήσεις φορέων, αλλά και παρατηρήσεις ή ενστάσεις πολιτών.
Έτσι, παρά τις περσινές επισημάνσεις του περιφερειάρχη Πελοποννήσου, Δημήτρη Πτωχού, ότι η συγκεκριμένη μελέτη (που σέρνεται χρόνια) δε λύνει το πρόβλημα της πτώσης βράχων και απαιτείται ολιστική αντιμετώπισή του, φαίνεται ότι αυτή προχωρά κανονικά και χωρίς να προβλέπεται λύση για το ζήτημα των καταπτώσεων.
Η περιοχή επέμβασης ορίζεται σε μία ζώνη της τάξης των 1.000 μ. περίπου, μεταξύ του Akti Taygetos προς νότο και του Messinian Bay προς βορρά. Τα έργα αντιμετώπισης της διάβρωσης, όπως αναφέρεται, εστιάζουν στο τμήμα αυτό, ενώ σημειακές παρεμβάσεις θα προβλεφθούν, όπου απαιτείται, νοτίως του εν λόγω τμήματος για την αποκατάσταση τοπικών ζημιών / αστοχιών (υποσκαφές, σπηλαιώσεις, κ.λπ.).
Ως η πλέον ενδεδειγμένη ακτομηχανικά και περιβαλλοντικά λύση επιλέχθηκε η κατασκευή συστοιχίας αποσπασμένων κυματοθραυστών χαμηλής στέψης και η τροφοδοσία της ακτής με δάνειο υλικό.
Οι προτεινόμενοι αποσπασμένοι κυματοθραύστες χαμηλής στέψης σχεδιάστηκαν για να φέρουν τις μικρότερες δυνατές διαστάσεις, επιτυγχάνοντας την αναγκαία προστασία, όντας οριακά ορατοί από την ακτή.
Τα έργα
Στην έκθεση της ΜΠΕ αναφέρεται ότι έπειτα από αυτοψία που έγινε τα προηγούμενα χρόνια κατά μήκος της ακτογραμμής της περιοχής μελέτης, στο πλαίσιο εκπόνησης της Ακτομηχανικής Μελέτης του έργου, κατά μήκος του παράκτιου μετώπου παρατηρήθηκαν εκτεταμένες ζώνες διάβρωσης και καταγράφηκαν καταπτώσεις εδαφικών μαζών και βραχωδών τεμαχίων.
Επίσης, είναι εμφανείς έντονες σπηλαιώσεις εξαιτίας της ανεμπόδιστης δράσης των κυματισμών σε διάφορες θέσεις κατά μήκος της περιοχής. Εντοπίσθηκαν δε και περιοχές έντονης διάβρωσης του πρανούς, πάνω από το οποίο σε διάφορες θέσεις περνά η παραλιακή οδός, ενώ υπάρχουν και κτίσματα.
Η διάβρωση αυτή οφείλεται στις κατολισθήσεις/καταπτώσεις που έχει υποστεί το πρανές εξαιτίας της δράσης των κυμάτων.
Οι λύσεις που εξετάσθηκαν αποβλέπουν στην απομείωση της κυματικής ενέργειας, επιτρέποντας ταυτόχρονα την ανεμπόδιστη κυκλοφορία των αιωρούμενων ιζημάτων κατά μήκος της ακτής.
Ο σχεδιασμός προσβλέπει παράλληλα στη διατήρηση της απρόσκοπτης ανανέωσης των θαλασσίων υδάτων, καθώς και στην ελάχιστη δυνατή διατάραξη του θαλάσσιου περιβάλλοντος, στην αποκατάσταση της εικόνας και της αισθητικής της ακτογραμμής, και στην επίτευξη ενός καλαίσθητου αποτελέσματος.
Από την Ακτομηχανική Μελέτη που έχει εκπονηθεί προτείνονται οι εξής παρεμβάσεις:
-Κατασκευή συστήματος αποτελούμενου από δέκα αποσπασμένους κυματοθραύστες (detached breakwaters) διατεταγμένους παράλληλα και σε κατάλληλη απόσταση από την ακτή
-Εμπλουτισμός / τροφοδοσία της υφιστάμενης ακτής με δάνειο ίζημα
-Κατασκευή δύο εγκάρσιων μόλων (groynes) εγκιβωτισμού του δάνειου υλικού, στο βόρειο και νότιο όριο της περιοχής μελέτης
-Τοπικές εργασίες αποκατάστασης των ζημιών (π.χ. υποσκαφών, σπηλαιώσεων κ.λπ.), με χρήση σακκολίθων και χυτού ύφαλου σκυροδέματος.

Αποσπασμένοι κυματοθραύστες
Οι αποσπασμένοι κυματοθραύστες προβλέπονται από φυσικούς ογκολίθους κατάλληλης διαβάθμισης και με ήπια κλίση πρανών. Η στάθμη της στέψης των κυματοθραυστών προβλέπεται περί τα +1.20 μ. από τη μέση στάθμη θαλάσσης, ενώ το πλάτος κάθε κυματοθραύστη ορίζεται στην ίσαλο σε περίπου 12-12.5 μ., μετρούμενο στη μέση στάθμη θαλάσσης. Το μήκος των κυματοθραυστών προβλέπεται περίπου 70 μέτρα, ενώ η θέση τους θα είναι παράλληλη στην ακτογραμμή και σε απόσταση περίπου 100 με 110 μέτρων από αυτή.
Εξαίρεση αποτελεί ο πρώτος από τα νότια κυματοθραύστης, ο οποίος έχει μήκος περίπου 120 μέτρων και διεύθυνση σχεδόν κάθετη στη ΝΔ διεύθυνση προώθησης των κυμάτων.
Το βάθος έδρασης των κυματοθραυστών κυμαίνεται από 3.50 έως 5.00 μέτρα από τη μέση στάθμη θαλάσσης, ενώ για τη βέλτιστη έδρασή τους προβλέπεται η τοποθέτησή τους εντός κατάλληλα διαμορφωμένου σκάμματος εκσκαφής.
Οι κυματοθραύστες θα φωτοσημανθούν κατάλληλα. Τα δε ακριβή γεωμετρικά χαρακτηριστικά των κυματοθραυστών θα προσδιορισθούν κατά τη σύνταξη της Οριστικής Μελέτης Λιμενικών Έργων.
Στο πλαίσιο ανάκτησης τμήματος της ακτής, από τη μελέτη προτείνεται η τροφοδοσία της υφιστάμενης παραλίας με δάνειο ίζημα κατάλληλων ιζηματολογικών χαρακτηριστικών.
Η στάθμη της στέψης της τεχνητής ακτής προβλέπεται στα +0.60 μ. από τη μέση στάθμη θαλάσσης, ενώ το πλάτος αυτής κυμαίνεται κατά μήκος της υφιστάμενης ακτογραμμής μεταξύ 5 – 25 μέτρων, ώστε να δημιουργηθεί ενιαίο παράκτιο μέτωπο.
Δύο μόλοι
Ο εγκιβωτισμός του υλικού της τεχνητής παραλίας πρόκειται να επιτευχθεί με την κατασκευή δύο λιθόρριπτων εγκάρσιων μόλων, που χωροθετούνται στο νότιο (νοτίως του Akti Taygetos) και βόρειο (έμπροσθεν του Messinian Bay) όριο της περιοχής μελέτης.
Οι εν λόγω μόλοι προβλέπονται από φυσικούς ογκόλιθους κατάλληλης διαβάθμισης, ενώ η στάθμη της στέψης τους προβλέπεται στο +1.00 μ. από τη στάθμη της θάλασσας. Το πλάτος τους στην ίσαλο είναι περίπου 9-9.5 μ.
Για την επίτευξη των βέλτιστων συνθηκών θεμελίωσης προβλέπεται η έδραση των λιθόρριπτων μόλων να γίνει εντός σκάμματος κατάλληλων διαστάσεων με στάθμη αύλακα εκσκαφής στα -2.50 μ. περίπου από τη στάθμη της θάλασσας.
Επίσης, στην ΜΠΕ αναφέρεται ότι στο πλαίσιο της ακτομηχανικής μελέτης προτάθηκε η κατασκευή των υπό μελέτη έργων να γίνει σε δύο φάσεις.
Στην πρώτη φάση περιλαμβάνεται η κατασκευή των εννέα αποσπασμένων κυματοθραυστών (πλην του 10ου βορειότερου) και της τεχνητής τροφοδοσίας. Στη συνέχεια θα ακολουθήσει η εφαρμογή ενός προγράμματος παρακολούθησης της απόκρισης της ακτογραμμής για επαρκές χρονικό διάστημα, βάσει του οποίου σε δεύτερο χρόνο (Φάση Β) θα προσαρμοσθούν επακριβώς τα ακριβή γεωμετρικά χαρακτηριστικά και η θέση του τελευταίου (10ου) βόρειου αποσπασμένου κυματοθραύστη και του νότιου και βόρειου εγκάρσιου μόλου.
Όλες οι κατασκευαστικές εργασίες θα γίνουν δια θαλάσσης, με χρήση πλωτών μέσων, καθώς η μορφολογία της ακτής με τα απόκρημνα πρανή δεν επιτρέπει τη χερσαία πρόσβαση εξοπλισμού και μηχανημάτων. Εφόσον απαιτηθεί, δύναται να γίνει ανάπτυξη μικρού, κινητού εργοταξίου, σε θέση κοντινή απόσταση από το έργο, όπως στο λιμάνι της Καλαμάτας.
Κατά την κατασκευαστική φάση του έργου, οι κυριότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις εστιάζονται στην αλλαγή της μορφολογίας του πυθμένα, που θα είναι μόνιμη, στην προσωρινή επιβάρυνση του θαλάσσιου περιβάλλοντος από την αιώρηση των ιζημάτων και στην τοπική αύξηση των επιπέδων θορύβου και κυκλοφοριακού φόρτου.
Στη συντριπτική τους πλειονότητα οι αναμενόμενες περιβαλλοντικές επιπτώσεις που σχετίζονται με την κατασκευή του έργου αναμένονται τοπικού χαρακτήρα, προσωρινές και πλήρως αντιστρέψιμες με την παύση λειτουργίας της πηγής τους, εφόσον ληφθούν κατάλληλα μέτρα.
Όσον αφορά στη λειτουργία του έργου, αναμένονται θετικές εν γένει επιπτώσεις, καθώς η φύση του (προστασία έναντι διάβρωσης) αναμένεται να συμβάλει στην προστασία του παράκτιου περιβάλλοντος, μέσω της αποτροπής και ανάσχεσης των διαβρωτικών φαινομένων, στην αναβάθμιση του τοπίου, στην προστασία ιδιωτικών και δημόσιων ιδιοκτησιών και περιουσιών, όπως και στη συνολική αναβάθμιση του βιοτικού και οικονομικο – κοινωνικού περιβάλλοντος της περιοχής.
Της Βίκυς Βετουλάκη