Απολογήθηκαν οι κατηγορούμενοι για το λαθρεμπόριο τσιγάρων

Απολογήθηκαν οι κατηγορούμενοι για το λαθρεμπόριο τσιγάρων

Η ΔΙΚΗ ΣΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΩΝ ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΣΤΕΙ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ 
Με την ολοκλήρωση των απολογιών των κατηγορουμένων, αλλά και την αγόρευση της εισαγγελέως της έδρας, συνεχίστηκε χθες στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Καλαμάτας η δίκη των 30 ατόμων οι οποίοι κατηγορούνται για συγκρότηση και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση με δράση την εισαγωγή και κατοχή λαθραίων τσιγάρων.
Μεταξύ των κατηγορουμένων είναι δύο υπαξιωματικοί του Λιμενικού, ένας ειδικός φρουρός, δύο πρώην αστυνομικοί και ένας συνταξιούχος αστυνομικός.
Μετανιωμένος δήλωσε για τις ενέργειές του ένας από τους κατηγορούμενους, ο οποίος βρέθηκε στο αυτοκίνητο που θεωρείται προπομπός της οργάνωσης. Όπως είπε, είχε φιλικές σχέσεις με ένα άτομο που του ζήτησε να βρει απόμερα μέρη της Μάνης, συναντήθηκε με το συνταξιούχο αστυνομικό κι αυτός τον έφερε σε επαφή με το φερόμενο ως εγκέφαλο της οργάνωσης. Είπε πως του έδωσαν ένα φακό και ένα τηλέφωνο για να συνομιλεί με το πλοίο και να κάνει σινιάλο, ενώ παραδέχθηκε πως ο ίδιος με τρεις Ρώσους ξεφόρτωναν τα τσιγάρα σε ένα κίτρινο φορτηγάκι. Ο συγκεκριμένος είπε πως            είχε οικονομική ανάγκη, γι’ αυτό και συμμετείχε, ενώ απάντησε πως δεν είδε τον οδηγό του φορτηγού.
 
Απολογίες
Ο ένας λιμενικός ανέφερε πως συναντήθηκε με το φερόμενο ως εγκέφαλο της οργάνωσης, προκειμένου να του επιδείξει μια ακριβή κυνηγετική καραμπίνα, την οποία μόνο αυτός θα μπορούσε να αγοράσει.
Η απολογία του ξεκίνησε απρόσμενα, με τον πρόεδρο να ρωτά αν το επίθετό του χωρά στην οθόνη ενός κινητού και να λαμβάνει θετική απάντηση.
Με βάση τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, δέχθηκε ένα τηλεφώνημα στις 5.40 το πρωί, όντας σε υπηρεσία, από το λιμενάρχη Γυθείου, που τον πληροφορούσε για το γεγονός. Στις 5.44 έκανε αναπάντητη κλήση στο φερόμενο ως εγκέφαλο της οργάνωσης, αλλά αυτός διέψευσε όσα ειπώθηκαν, λέγοντας πως θα ήταν χαζός να καλέσει κάποιον μέσα στα αμέσως επόμενα λεπτά, ενώ έπρεπε να κινητοποιήσει δυνάμεις του Λιμενικού.
Κατά την άποψή του, χειρίστηκε άψογα το θέμα, ενώ απαντώντας σε άλλη ερώτηση, είπε πως δεν είχε ενημέρωση για πλοίο.
Ο συνταξιούχος αστυνομικός, ο οποίος είναι θείος του δεύτερου λιμενικού (υπεύθυνου του Γραφείου Ασφαλείας), ανέφερε ότι το κίτρινο φορτηγάκι τού το ζήτησε ο φερόμενος ως εγκέφαλος και τον παρέπεμψε στον αδελφό του. Την ημέρα του συμβάντος βρισκόταν στη Γλυφάδα, μαζί με τον ανηψιό του (τον λιμενικό) και επικοινώνησε μέσω καρτοτηλεφώνου με το φερόμενο ως δεύτερο στην ιεραρχία, που διατηρεί καφενείο στο Γύθειο, υποστηρίζοντας πως ό,τι του είπε, τα έμαθε από τον ανηψιό του, στον οποίο και έδωσε στη συνέχεια το τηλέφωνο να συνομιλήσουν. Πρόσθεσε δε, πως τον ενδιέφερε να μάθει τι είχε συμβεί. Τα όσα είπε στη συνέχεια, απαντώντας σε ερωτήσεις, ανάγκασαν τον πρόεδρο του δικαστηρίου να σχολιάσει πως ο κατηγορούμενος ξέρει πράγματα, ενώ ο τελευταίος, σε πολλές περιπτώσεις, απάντησε πως δε θυμάται. Είπε δε, πως το παρατσούκλι «Λιάκος» ή «νονός» χρησιμοποιείται για ένα άλλο άτομο, ενώ, τέλος, παραδέχθηκε πως έχει συμμετοχή με την παραχώρηση του κίτρινου φορτηγού.  
Ο δεύτερος λιμενικός ανέφερε πως δε θα μπορούσε να κάνει διείσδυση, αλλά διερεύνηση, αφού ήταν γνωστός, λόγω της θέσης του. Ανάμεσα σε άλλα, είπε πως αναγκάστηκε να μεταβεί στην Αθήνα, την παραμονή του συμβάντος, προκειμένου να ενοικιάσει αυτοκίνητο σε συμφερότερη τιμή, αφού το δικό του είχε υποστεί βλάβη από τρακάρισμα, το νοίκιασε και έφυγε το μεσημέρι της ημέρας του συμβάντος, ενώ υποστήριξε πως ήταν επιφυλακτικός κατά τη συνομιλία του, μέσω καρτοτηλεφώνου, με το φερόμενο ως δεύτερο στην ιεραρχία της οργάνωσης.
Σε άλλο σημείο ανέφερε πως δεν είναι δικό του το παρωνύμιο Μανώλης και πως αν ήθελε να τον βρει κάποιος, θα επικοινωνούσε μαζί του. Δεν αρνήθηκε ότι συναντήθηκε με το φερόμενο ως δεύτερο της οργάνωσης για δικούς του λόγους, προκειμένου να γίνει επαφή με γεωπόνους, με τους οποίους είχε γνωριμία ο πρώτος, για να προβεί σε ενέργειες νομιμοποίησης του στάβλου για τα ζώα που διατηρεί η γυναίκα  του. Υποστήριξε ότι ένας εκ των συγκατηγορούμενων, που απολογήθηκε την Τρίτη, έχει προσωπικά μαζί του και προσπαθεί να φέρει απέναντί του ένα άλλο άτομο, με μητρώο για ξυλοδαρμό, προκειμένου να τον βγάλει από τη μέση. Ερωτηθείς ποιο ήταν το «κουνάβι», απάντησε πως ήταν ο φερόμενος ως εγκέφαλος της οργάνωσης, ενώ στο ερώτημα γιατί αποκαλείται έτσι, απάντησε ότι έτσι τον βάφτισε ο θείος του (ο συνταξιούχος αστυνομικός), ο οποίος είχε την τάση να δίνει παρωνύμια.
Ο φερόμενος ως δεύτερος στην ιεραρχία, ανάμεσα σε άλλα, παραδέχθηκε πως είχε το ρόλο να περάσει το φορτηγό (με τα τσιγάρα) από το Γύθειο και να έχει την προσοχή του μήπως συμβεί κάτι, και πρόσθεσε πως για όσους δεν ήθελαν να ακουστούν ονόματα, τους ονόμαζαν «Μανώλη».
Απολογούμενος ο ειδικός φρουρός, υποστήριξε τουλάχιστον δύο φορές πως μπορεί οι τηλεφωνικές συνομιλίες να φαίνονται πονηρές, αλλά δεν είναι, ενώ κατέθεσε τη δική του εκδοχή για όσα έχουν καταγραφεί, υποστηρίζοντας πως μεσολάβησε στον πατέρα του (ο φερόμενος ως ο εγκέφαλος της οργάνωσης) για να προμηθευτεί πέτρες ένας εργολάβος που κατασκεύαζε πέτρινα σπίτια.
Τέλος, ένας άλλος από τους κατηγορούμενους υποστήριξε πως παραχώρησε σπίτια στο κτήμα Πεταλέα, σε μέλη της οργάνωσης που είχαν εξωσυζυγικές σχέσεις, ενώ από άλλο κατηγορούμενο διατυπώθηκε η άποψη πως τα αντρικά ονόματα λέγονταν προκειμένου να μη γίνει αντιληπτό ότι αφορούσαν γυναικεία παρουσία. 
Η δίκη θα συνεχιστεί τη Δευτέρα.                     

Του Χάρη Χαραλαμπόπουλου